Η ανταπόκριση ήταν εκπληκτική. Σε διάστημα μόλις τεσσάρων ημερών, από την Κυριακή μέχρι την Τετάρτη, το πρωθυπουργικό επιτελείο κατόρθωσε όχι μόνο να αφομοιώσει τον όρο «alternative news» που εισήγαγε στη δεινή πολιτική ζωή η σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ, Κελιάν Κόνγουεϊ, αλλά και να εκδώσει σε ύφος «εναλλακτικό» οκτασέλιδο non paper για τα δύο χρόνια ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό καταγράφονται τα επιτεύγματα των δύο χρόνων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Το αφήγημα είναι απαγκιστρωμένο από τα ενοχλητικά γεγονότα, άλλωστε στην εποχή της post truth δημοκρατίας η αξία τους είναι σχετική. Γράφτηκε όμως με τρόπο που να συνεγείρει το συναίσθημα της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ για την κυβέρνηση της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» ώστε να το αξιοποιήσει για παν ενδεχόμενο έπειτα από τη δυσοίωνη συνεδρίαση του Εurogroup.
Η «γραμμή» Μαξίμου
Η «γραμμή» μεταδόθηκε και από όσα κεντρικά στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος εμφανίστηκαν στα τηλεοπτικά πάνελ και ήταν η ακόλουθη: Η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου «θα μείνει στην ιστορία ως μνημείο κοινωνικής καταστροφής και πολιτικού τυχοδιωκτισμού», επειδή οι δύο αρχηγοί «έσπευσαν, μετά τον πανικό που κατέκλυσε το καταρρέον πολιτικό σύστημα, λόγω της εκτόξευσης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές εκλογές του 2012, να ναρκοθετήσουν την πορεία της χώρας για τα επόμενα χρόνια».
«Εν όψει των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2014, αλλά και των πολιτικών εξελίξεων που θα έφερνε αναπόφευκτα η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στο τέλος του χρόνου, πήραν την πολιτική απόφαση να σταματήσουν να υλοποιούν το πρόγραμμα, αφήνοντας σε εκκρεμότητα την πέμπτη αξιολόγηση. Στόχος τους, να φέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ προ τετελεσμένων: μια οικονομία εκτροχιασμένη δημοσιονομικά και, φυσικά, με άδεια ταμεία. Αρνήθηκαν ακόμα και την πρόταση για εξάμηνη παράταση του τότε προγράμματος, επενδύοντας στην περιβόητη «αριστερή παρένθεση». Μέσα σε αυτές τις πρωτοφανείς συνθήκες, οικονομικής ασφυξίας και πολιτικής πίεσης, αναδείχθηκε η κυβέρνησή μας» εξιστορεί το non paper.
Μετά από τόσες καταστροφές, «για πρώτη φορά από την αρχή της κρίσης, η Ελλάδα είχε πλέον μια κυβέρνηση που άρχισε να διαπραγματεύεται σκληρά. Συγκρούστηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βάζοντας στην ατζέντα τα δίκαια της ελληνικής κοινωνίας αλλά και τις μεγάλες προοπτικές της οικονομίας, που για χρόνια λίμναζε (…) Μετά από σκληρή μάχη, φτάνοντας στα όρια τη σύγκρουση με τους οπαδούς της τυφλής και εκδικητικής λιτότητας, η κυβέρνησή μας κατάφερε να φτάσει σε συμφωνία. Μια συμφωνία που δεν αποτυπώνει τους πολιτικούς στόχους της σημερινής κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, απέτρεψε όμως εκείνη τη στιγμή την καταστροφή, ενώ έδωσε προοπτική και χαράσσει τον δρόμο για την οριστική έξοδο της χώρας από την επιτροπεία και τα μνημόνια, το 2018».
Με άλλα λόγια το πρωθυπουργικό επιτελείο κατηγορεί την προηγούμενη κυβέρνηση για… αντιμνημονιακή πολιτική και επιχαίρει για τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015. Ομως, υπό τη σκιά του Eurogroup, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη, οι επισημάνσεις του κειμένου είναι ήδη ξεπερασμένες. Η πραγματικότητα δεν επιτρέπει πανηγυρισμούς καθώς οι εταίροι σε κοινό μέτωπο ζητούν από την κυβέρνηση να ψηφίσει μέτρα για μείωση του αφορολογήτου, μισθών και συντάξεων, και αλλαγές στα εργασιακά. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης βρίσκονται σε συναγερμό επειδή δεν μπορούν να προβλέψουν αν ο Αλέξης Τσίπρας θα προτιμήσει τις εκλογές, αν δεν κλείσει η αξιολόγηση, ή αν θα κλιμακώσει τη σύγκρουση με τους εταίρους ως τον Ιούνιο που η χώρα ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της πτώχευσης.

Πού ελπίζουν
Αν πάει σε εκλογές η κυβέρνηση δεν θα παίξει το χαρτί της οικονομίας, αλλά της σκανδαλολογίας και της μάχης κατά της διαπλοκής. Ως προς αυτό, το non paper του Μεγάρου Μαξίμου ήταν πολύ κατατοπιστικό: «Η κυβέρνηση κάνει πράξη την προεκλογική της δέσμευση για το ξερίζωμα του τριγώνου της διαπλοκής που χρεοκόπησε τη χώρα. Παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις, η κυβέρνηση δεν κάνει πίσω γιατί δεν μετείχε στο πάρτι με τα εξοπλιστικά, τις μίζες και τα θαλασσοδάνεια, και δεν είχε σχέσεις με τη Siemens».
Αυτά τα επιχειρήματα θα είχαν αξία πριν από τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, πριν εκδηλωθεί η διάθεση για χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ και η περιφρόνηση προς τους θεσμούς, τους οποίους αντιμετωπίζει ως εργαλεία. «Εφόσον υποτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η ανανεωτική Αριστερά, θα φαινόταν λογικό να υπηρετούσε την παράδοση της μεταρρύθμισης των θεσμών που υποστήριζαν ο Ηλίας Ηλιού και ο Λεωνίδας Κύρκος. Αυτό δεν φάνηκε» τονίζει ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος. Μεγάλες τομές στο θεσμικό επίπεδο δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν προχώρησε ούτε τη συνταγματική αναθεώρηση παρά τη φιέστα που οργάνωσε ο κ. Τσίπρας στο προαύλιο της Βουλής τον περασμένο Ιούλιο.
Πόσο κόστισε η «πρώτη φορά Αριστερά»

Πόσο κόστισε στη χώρα η «σκληρή διαπραγμάτευση» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ; Οι εκτιμήσεις που έχουν ακουστεί ποικίλλουν. Οι Γιάνης Βαρουφάκης και Φραγκίσκος Κουτεντάκης εκτιμούν ότι η χώρα δεν υπέστη βλάβη. Ο Γιάννης Στουρνάρας προσδιόρισε τη ζημιά στα 86 δισ. ευρώ και ο Κλάους Ρέγκλινγκ την υπολόγισε στα 100 δισ. ευρώ.

«Ενας τρόπος να αποτιμήσουμε το συνολικό κόστος είναι να αθροίσουμε το κόστος που πληρώνεται άμεσα και τη μεταβολή στα μελλοντικά εισοδήματα. Ξεκινώ με το δεύτερο, επειδή είναι πολύ πιο σημαντικό» επισημαίνει ο Παναγιώτης Τσακλόγλου, καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι εκτιμήσεις του 2014 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και του ΔΝΤ ήταν ότι η ελληνική οικονομία αναμενόταν να αναπτυχθεί με ρυθμό γύρω στο 3% τα αμέσως επόμενα χρόνια, εξηγεί ο κ. Τσακλόγλου. Την εκτίμηση αυτή συμμερίζονταν και οι περισσότερες τράπεζες και άλλοι οίκοι του εξωτερικού. Με τα γεγονότα που μεσολάβησαν, η μέση ανάπτυξη την επόμενη διετία ήταν μηδενική. Για τα επόμενα χρόνια οι ίδιοι οργανισμοί κάνουν ελαφρώς χαμηλότερες εκτιμήσεις απ’ ό,τι το 2014. Για το μεσο-μακροπρόθεσμο διάστημα επίσης δίνουν, όσοι από αυτούς τους οργανισμούς κάνουν μεσο-μακροπρόθεσμες προβλέψεις, ελαφρά χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης από ό,τι έδιναν το 2014.
«Ας αγνοήσουμε αυτές τις διαφορές και ας υποθέσουμε –κάτι που δεν συμμερίζομαι –ότι η οικονομία από το 2017 και μετά θα ακολουθήσει την πορεία που προβλεπόταν να ακολουθήσει από το 2015 και μετά. Το ξεκίνημα γίνεται με ΑΕΠ χαμηλότερο κατά λίγο περισσότερο από 10 δισ. ευρώ. Ας το στρογγυλέψουμε στα 10 δισ. ευρώ. Αυτή η απώλεια είναι μόνιμη. Δηλαδή το ΑΕΠ κάθε χρόνο μετά το 2016 θα είναι χαμηλότερο της αρχικής εκτίμησης κατά 10 δισ. επί τον προβλεπόμενο ρυθμό μεγέθυνσης. Ας αγνοήσουμε και την αύξηση του ποσού λόγω μεγέθυνσης της οικονομίας. Η προεξοφλημένη καθαρή παρούσα αξία αυτών των 10 δισ. στο διηνεκές είναι πολύ μεγάλη. Με προεξοφλητικό επιτόκιο 5% είναι περίπου 200 δισ. ευρώ, με 6% που χρησιμοποιεί το ΔΝΤ για τις προεξοφλήσεις του είναι πάνω από 170 δισ., με 7% που είναι περίπου η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου σήμερα είναι πάνω από 150 δισ. και ακόμα και με 10% να γίνει η προεξόφληση το αποτέλεσμα είναι πάνω από 100 δισ. ευρώ».
Ως προς το άμεσο κόστος, η αξία των τραπεζικών μετοχών, τις μισές από τις οποίες διακατείχε το Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ, έφτασε το 2014 τα 34 δισ. ευρώ και προτού αρχίσουν οι αναταραχές φαινόταν να αυξάνεται με ταχύ ρυθμό. Το 2015, όταν έγινε η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, η αξία τους ήταν κάτω από 1 δισ. ευρώ. Επιπροσθέτως, λόγω ασυνέπειας προς τις υποχρεώσεις της, η Ελλάδα την τελευταία διετία δεν έλαβε τις επιστροφές κερδών από τα ομόλογα που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια της ΕΚΤ και άλλων κεντρικών τραπεζών του ευρωσυστήματος (ANFA και SMP), όπως συνέβη κατά την περίοδο 2012-2014, με κόστος λίγο κάτω από τα 4 δισ. ευρώ.
«Ακόμα και αν αφήσουμε κατά μέρος άλλες υπαρκτές απώλειες, οι προαναφερθέντες παράγοντες οδηγούν σε εκτιμήσεις οικονομικού κόστους πολύ πάνω ακόμα και από τις υψηλότερες εκτιμήσεις που έχουν αναφερθεί στον δημόσιο διάλογο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι σχεδόν η μισή από την αύξηση του ΑΕΠ επιστρέφει στο Δημόσιο μέσω άμεσων και έμμεσων φόρων αλλά και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, γίνεται αμέσως αντιληπτή η τεράστια απώλεια δημοσιονομικών εσόδων και η συνακόλουθη ζημιά στο ύψος του χρέους» παρατηρεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ