Ο πρώτος χρόνος της «πρώτης φοράς Αριστερά» είχε σπαταληθεί στη «διαπραγμάτευση». Η κατάληξη είναι γνωστή: το τρίτο μνημόνιο με ό,τι αυτό σήμανε για τη χώρα και τη ζωή των πολιτών της.
Ο δεύτερος χρόνος που συμπληρώνεται στις 25 Ιανουαρίου 2017 φέρνει τον Αλ. Τσίπρα και την κυβέρνησή του μπροστά σε μια ενδεχόμενη, μεγάλη και ιστορική πρωτοτυπία: να είναι η μοναδική κυβέρνηση που είτε θα έχει υπογράψει δύο μνημόνια είτε θα έχει οδηγήσει τη χώρα σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, εφόσον οδηγηθεί σε αδιέξοδο.

Η ελπίδα έχασε τον δρόμο
Σε εντελώς διαφορετικό πνεύμα βέβαια αναμένεται να εορτάσουν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας την επέτειο. Στις εκδηλώσεις που θα γίνουν και στις ομιλίες που θα εκφωνηθούν θα ακουστούν πάνω – κάτω όλα αυτά που ακούγονται στις συζητήσεις στη Βουλή, ή όσα είχε πει ο κ. Τσίπρας στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο: ότι δηλαδή το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης έχει υλοποιηθεί περίπου στο ακέραιο, ότι η διαπραγμάτευση ήταν μια ιστορική στιγμή της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, ότι η Αριστερά κάνει μια τομή με το παρελθόν, ότι ο ρόλος και η θέση της χώρας στο διεθνές γεωπολιτικό και οικονομικό παιχνίδι αναβαθμίζονται κ.λπ.
Παρά ταύτα και με δεδομένη την πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες, οι επιχειρηματίες, ο ιδιωτικός τομέας, η διετής διακυβέρνηση από τον συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει ανοίξει πληγές σε νευραλγικούς τομείς και πεδία που τείνουν να μετατραπούν σε μια «μαύρη τρύπα» για το θεσμικό πλαίσιο και τη συγκρότηση της χώρας, αλλά και για τη συνοχή τού ούτως ή άλλως κλονισμένου κοινωνικού ιστού.
Το πρώτο πεδίο, στο οποίο οι κυβερνητικές επιλογές έχουν καταφέρει πλήγματα που τείνουν να γίνουν ανεπανόρθωτα, αφορά τη θέση της χώρας στην Ενωση και την σχέση της με αυτήν. Η παράταση της εκκρεμότητας της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία σύμφωνα με τη συμφωνία του Ιουλίου 2015 έπρεπε να έχει κλείσει τον… Φεβρουάριο του 2016, πέραν των οικονομικών επιπτώσεων έχει οδηγήσει σε μια ολική επαναφορά στα δεδομένα της προηγούμενης διετίας. Οσο οι ιδιότυποι διαπληκτισμοί με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε συνεχίζονται, και μόνο το γεγονός ότι το Grexit έχει φθάσει και πάλι να συζητείται, έχει κάνει τους περισσότερους από τους ευρωπαίους ηγέτες και αξιωματούχους να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως μια χώρα με μόνιμο ειδικό status επιτήρησης, το οποίο ενδέχεται να προσλάβει και θεσμικό μανδύα. Πρόκειται για ενδεχόμενο γνωστό σε πολιτικούς κύκλους στην Αθήνα, που έχουν πολύ καλή γνώση των συζητήσεων στις Βρυξέλλες.
Ενα δεύτερο πεδίο, στο οποίο έχουν ανοίξει πληγές και σχετίζεται με τη (μοναδική ίσως) στρατηγική της κυβέρνησης, είναι ο συνεχιζόμενος κοινωνικός διχασμός που συντελείται μέσω των τεχνασμάτων και ιδεολογημάτων που επιστρατεύει το Μέγαρο Μαξίμου. Η διαρκής επιλογή τής υπερφορολόγησης και η συγκέντρωση δήθεν πλεονασματικών εσόδων (όσο το Δημόσιο έχει παγώσει τις πληρωμές προς τον ιδιωτικό τομέα) συνιστούν το εργαλείο μέσω του οποίου η σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ φαίνεται πως θα επιχειρήσει να εξαντλήσει τα χρονικά περιθώρια παραμονής στην εξουσία. Μέσω αυτής της τακτικής φιλοδοξούν να εμφανίζουν επιτυχία στους σκοπίμως υψηλούς δημοσιονομικούς στόχους (εξ ου και η μονιμοποίηση του «κόφτη» δεν προβληματίζει το ΥΠΟΙΚ), ώστε με ορίζοντα το 2018 και την ημερομηνία λήξης του τρέχοντος μνημονίου ο Αλ. Τσίπρας να εμφανιστεί ότι επιστρέφει στους αναξιοπαθούντες, ένα «κοινωνικό μέρισμα» (στα πρότυπα της 13ης σύνταξης).

Το ναυάγιο του Προσφυγικού
Παράλληλα όμως, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας θα τείνει να περιθωριοποιείται και να εξαντλείται. Είναι αυτό (μεταξύ πολλών άλλων) που κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ονομάζουν «πολιτικό αποτύπωμα», με βάση το οποίο θα προσφύγουν στις κάλπες –και σύμφωνα τουλάχιστον με τους σημερινούς σχεδιασμούς και επιδιώξεις.
Στις «επιτυχίες» της δεύτερης χρονιάς διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ περιλαμβάνεται και η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης. Μέσω καθυστερήσεων, παραλείψεων και διοικητικής ανεπάρκειας των αρμοδίων, οι χιλιάδες των προσφύγων που στοιβάζονται στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου διαβιούν σε συνθήκες τριτοκοσμικές. Οι κατηγορίες για κακοδιαχείριση κονδυλίων πληθαίνουν και οι προειδοποιήσεις από τα αρμόδια όργανα της Ενωσης έγιναν επίσημες. «Η Επιτροπή γνωρίζει πως η κατάσταση (στα κέντρα υποδοχής) είναι ανυποστήρικτη και πρέπει να είμαστε επίσης ξεκάθαροι πως η ευθύνη διασφάλισης επαρκών συνθηκών διαβίωσης είναι ευθύνη των ελληνικών αρχών και η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει ποιες πολιτικές θα ακολουθήσει η Ελλάδα» δήλωσε στις αρχές του έτους η εκπρόσωπος της Επιτροπής Νατάσα Μπερτό. Υπάρχει όμως το «πλεόνασμα ψυχής του ελληνικού λαού» για το οποίο μιλάει ο κ. Τσίπρας…
Το Βατερλό με τις άδειες και η ελπίδα… Τραμπ

Το πεδίο στο οποίο η κυβέρνηση κατ’ εξοχήν έχει αφήσει το αποτύπωμά της στον δεύτερο χρόνο διακυβέρνησης είναι το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Στην ουσία, η κορυφαία της στρατηγική επιλογή για την πάταξη της διαπλοκής και το οριστικό ξεκαθάρισμα έχει επιφέρει τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα και την απόλυτη αναρχία.

Μετά την ακύρωση του διαγωνισμού για τις άδειες από το ΣτΕ, όσοι είχαν κανάλια εξακολουθούν να εκπέμπουν χωρίς άδεια (δηλαδή παράνομα, με τους όρους του Ν. Παππά), όσοι επιδίωκαν να ανοίξουν νέες επιχειρήσεις έχουν μείνει με άδεια χέρια. Με αφορμή και τις τελευταίες εξελίξεις στο θέμα του ΔΟΛ, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας δέχονται πλέον έντονες πιέσεις από την αντιπολίτευση, ενώ και στο εσωτερικό του κόμματος και του Υπουργικού Συμβουλίου εκδηλώνεται προβληματισμός για τις επιλογές που έγιναν και τις επιπτώσεις τους.
Η εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα είναι επίσης ένας τομέας στον οποίο η κυβέρνηση Τσίπρα – ΑΝΕΛ επαίρεται για επιτυχίες, χωρίς όμως να τις διακρίνει κανείς. Η διαχείριση της σχέσης με την Τουρκία και τον Ερντογάν, ειδικώς από το πραξικόπημα του Ιουλίου και έπειτα, έχει δημιουργήσει την εντύπωση ότι η Αθήνα τελεί υπό έναν διαρκή εκβιασμό της Αγκυρας, κατά τον οποίο όλα τα θέματα τείνουν να γίνουν διμερή και να βρεθούν ανά πάσα στιγμή και όλα μαζί στο τραπέζι (Κυπριακό, γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, Προσφυγικό, έκδοση των οκτώ τούρκων αξιωματικών, κ.λπ.).
Υπό τις συνθήκες αυτές, η ελληνική κυβέρνηση έπειτα από ένα διάστημα που εκ των πραγμάτων είχε αποκτήσει διαύλους επικοινωνίας με την Ουάσιγκτον και το επιτελείο του προέδρου Ομπάμα, σήμερα αναμένει ένα σήμα από τον Ντόναλντ Τραμπ. Ποντάρει μάλιστα πολιτικά στις διακηρύξεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ, τη διάθεσή του να αντιπαρατεθεί με το Βερολίνο και να χρησιμοποιήσει το ΔΝΤ ως μέσο πίεσης προς την Ευρώπη, δεν γνωρίζει όμως τις διαθέσεις του για ζητήματα όπως το Κυπριακό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ