«Η πολιτική δεν είναι αναγκαστικά αρένα» λέει στο «Βήμα» ο νέος υπουργός Παιδείας κ. Κώστας Γαβρόγλου στην πρώτη του συνέντευξη από την ημέρα που παρέλαβε το χαρτοφυλάκιό του. Το να αναγνωρίσεις ένα πρόβλημα, και μάλιστα με τρόπο που να είναι αποδεκτός από όσους δεν συμφωνούν μαζί σου, είναι ίσως η μισή λύση σε κάθε πολιτική αντιπαράθεση, εξηγεί. Και φιλοδοξεί να πάρει αυτή τη φιλοσοφία μαζί του στο νέο του γραφείο, στο Μαρούσι, με στόχο να μην ανοίξει άλλα μέτωπα στον χώρο της πολιτικής του ευθύνης, αλλά να κλείσει και όσα έχουν ανοίξει. Πώς θα τα καταφέρει; Αυτό μένει να αποδειχθεί τους επόμενους μήνες. Μιλώντας στο «Βήμα» υπόσχεται κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων και εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση με το αναβαθμισμένο εθνικό απολυτήριο, που θα συνδυαστεί με ένα πρώτο, προπαρασκευαστικό έτος στα ανώτατα ιδρύματα της χώρας.
Η καρέκλα του υπουργού Παιδείας έχει κακή φήμη. Πώς ήταν οι πρώτες ημέρες σας στο Μαρούσι;
«Αγχώδεις, δημιουργικές, χωρίς εντάσεις και εξαντλητικές».
Τοποθετήσατε πρώτη στην ατζέντα σας την ανάγκη για συναίνεση στα θέματα Παιδείας. Πόσο εύκολο είναι αυτό σήμερα;
«Η συναίνεση δεν είναι κάτι για το οποίο έχεις ή δεν έχεις ενδείξεις. Είναι ένα θέμα που σχετίζεται με τη διαμόρφωση μιας πολιτικής κουλτούρας συνεννόησης. Είναι λάθος να την αντιμετωπίζουμε σαν να είναι εκ των προτέρων δεδομένη, ή να θεωρούμε ότι είναι αδύνατον να επιτευχθεί, διότι με αυτόν τον τρόπο υπονομεύουμε την ίδια τη διαδικασία της συζήτησης. Το κυριότερο είναι να βαδίσουμε με έναν τρόπο που να ευνοεί τις δυνατότητες συγκλίσεων. Συναίνεση δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα συμφωνήσουμε σε όλα τα ζητήματα. Προέχει καταρχήν να συμφωνήσουμε ότι θα πρέπει να συζητήσουμε, ώστε να εντοπίσουμε τα προβλήματα και να τα περιγράψουμε με έναν λεπτομερή τρόπο. Επίσης, προέχει να συμφωνήσουμε ότι η πολιτική δεν είναι αναγκαστικά αρένα, όπου ο ένας προσπαθεί να εξοντώσει τον άλλον, αλλά ένα πεδίο όπου τίθενται τα προβλήματα για να βρεθούν λύσεις. Ξέρετε, πολλές φορές το να αναγνωρίσεις το πρόβλημα, και μάλιστα να το αναγνωρίσεις με έναν τρόπο που θα είναι αποδεκτός και από όσους δεν συμφωνούν αναγκαστικά μαζί σου ως προς τη λύση του, σημαίνει ότι έχεις ήδη διανύσει τον μισό δρόμο. Τα εκτυφλωτικά φώτα των τηλεοράσεων, κάτω από τα οποία συνεδριάζουμε στις διάφορες επιτροπές της Βουλής, φωτίζουν όλες τις ατέλειες και τα φάλτσα στις προσπάθειές μας να συνεννοηθούμε. Αν όμως κατορθώσουμε, μέσα από τις αργές διαδικασίες που γίνονται όταν χαμηλώνουν τα φώτα, να συναινέσουμε ότι υπάρχει ένας χώρος γόνιμος για να ανταλλάξουμε ανησυχίες, απόψεις και πιθανά λύσεις, τότε τα φώτα θα πάψουν να φωτίζουν τις διαφωνίες και θα αρχίσουν να φωτίζουν άλλες, πιο ελπιδοφόρες πλευρές της πολιτικής διαδικασίας».
Πόσο ελπιδοφόρα όμως μπορεί να είναι η αναζήτηση συναίνεσης στο θέμα της κατάργησης των πανελλαδικών εξετάσεων; Σκέφτεστε εθνικό απολυτήριο και παράλληλα μια μορφή πανελλαδικών εξετάσεων; Και πόσο κοστίζει τελικά στο κράτος η εξεταστική διαδικασία;
«Το κόστος των πανελλαδικών εξετάσεων δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. Ο προϋπολογισμός ανέρχεται περίπου στα 13.000.000 ευρώ. Εφέτος κατορθώσαμε να τα κάνουμε 10.000.000. Οι πανελλαδικές εξετάσεις, έτσι όπως λειτουργούν σήμερα, έχουν υπονομεύσει την αυτονομία του Λυκείου. Ουσιαστικά, οι δύο τελευταίες τάξεις λειτουργούν ως προγυμναστήριο για τις εξετάσεις –όχι για το Πανεπιστήμιο, ας μη γελιόμαστε. Τα παιδιά χάνουν δύο πολύ γόνιμα χρόνια της σχολικής τους ζωής αποστηθίζοντας όσα πιστεύουν ότι ενδεχομένως θα τους φανούν χρήσιμα για την εισαγωγή τους στο Πανεπιστήμιο. Πρόκειται για έναν θεσμό ψυχοφθόρο για τα παιδιά και τις οικογένειές τους και υπονομευτικό για το Λύκειο. Θέλουμε μια συνολική αναμόρφωση του Λυκείου που, βεβαίως, θα συμπεριλαμβάνει και τον τρόπο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Στόχος είναι καταρχήν να επεκταθεί σταδιακά η υποχρεωτική εκπαίδευση, ώστε να συμπεριλάβει το Λύκειο. Από εκεί και ύστερα, θα μεταρρυθμιστεί ριζικά το ωρολόγιο πρόγραμμα του Λυκείου, στην κατεύθυνση της αναβάθμισης των δύο τελευταίων τάξεων. Η ολοκλήρωση των σπουδών στο Λύκειο θα οδηγεί στην απόκτηση ενός εθνικού απολυτηρίου, με το οποίο θα γίνεται η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εχει, βέβαια, μεγάλη σημασία να διαμορφωθεί ανάλογα και το πρώτο έτος σπουδών στα ΑΕΙ, ώστε να υπάρχει μια στοιχειώδης ευελιξία στην επιλογή ως προς το τι θα σπουδάσει ένας νέος. Αρα μιλάμε για κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων. Ολα αυτά θα έχουν ορίζοντα τριετίας. Αναμένουμε τη σχετική εισήγηση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, το οποίο μελετά διεξοδικά τα σχετικά πορίσματα. Η εισήγηση για το συνολικό αυτό σχέδιο αναμόρφωσης θα κατατεθεί για συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής ως τον Μάρτιο, έτσι ώστε οι όποιες αλλαγές να ισχύσουν για τους μαθητές που θα εισαχθούν στην Α’ Λυκείου από το επόμενο σχολικό έτος. Στόχος μας είναι να μην αιφνιδιαστεί κανείς. Μέχρι τότε θα ισχύει το σημερινό σύστημα».
Πανεπιστήμια και ΑΤΕΙ σε κοινή πορεία; Σκέφτεστε νέα αναδιάρθρωση του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης; Πώς θα φτάσουμε εκεί;
«Αρχίζοντας να κουβεντιάζουμε και να δεσμευτούμε όλοι ότι δεν θα εγκαταλείψουμε το τραπέζι συζητήσεων μέχρι να βρούμε συναινετικές λύσεις. Να κουβεντιάσουν τα Πανεπιστήμια με τα ΤΕΙ, τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ με τα Ερευνητικά Ιδρύματα και όλοι με το υπουργείο Παιδείας. Είναι ένα αποφασιστικό βήμα αυτό. Δεν υπάρχει στη χώρα μας (και δυστυχώς ούτε και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) αναπτυγμένη η κουλτούρα διαλόγου που καταλήγει κάπου. Το ίδιο ισχύει και για την αξιολόγηση, την οποία κατανοούμε μόνο τιμωρητικά. Από εκεί και ύστερα, το ότι σκεφτόμαστε ευρεία αναδιάρθρωση του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης είναι κάτι για το οποίο έχουμε μιλήσει δημόσια. Ούτε μυστικό είναι ούτε κάτι το οποίο έχουμε τη δυνατότητα να αποφύγουμε, όσο περίπλοκο και αν φαίνεται. Η δημιουργία ενιαίου χώρου ανώτατης εκπαίδευσης, στον οποίο θα μπορούν να επικοινωνούν τα ΑΕΙ με τα ΑΤΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά τόσο η εκπαιδευτική διαδικασία όσο και η έρευνα, η τεχνολογία και η καινοτομία. Και αυτή είναι μια κατεύθυνση στην οποία έχουμε δεσμευτεί ως υπουργείο να προχωρήσουμε».
Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα για τους νέους στη χώρα μας είναι ότι τελικά δεν σπουδάζουν αυτό που θέλουν. Πώς θα αντιμετωπιστεί αυτό; Σκέφτεστε κάποια μοριοδότηση των πρώτων προτιμήσεων στη συμπλήρωση των μηχανογραφικών;
«Είναι πολύ σημαντικό το θέμα που αναφέρετε, και μάλιστα με πολλαπλές επιπτώσεις. Η αρχιτεκτονική του συστήματος εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο αυτή τη στιγμή είναι τέτοια που, σε συνδυασμό με νοοτροπίες βαθιά ριζωμένες στην ελληνική κοινωνία, στέλνει τους περισσότερους υποψηφίους να φοιτήσουν σε τμήματα που στην πραγματικότητα δεν θέλουν. Συχνά η βασική επιλογή των υποψηφίων είναι η πόλη στην οποία θέλουν να σπουδάσουν, και ως εκ τούτου τα μόρια του κάθε τμήματος καθορίζονται από την πόλη που βρίσκεται και όχι από την ακαδημαϊκή του αρτιότητα. Αυτό δεν αλλάζει εύκολα. Μια πρώτη προσέγγιση σε αυτό θα είναι η θεσμοθέτηση μιας στοιχειώδους ευελιξίας, όταν κανείς εισάγεται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Το πώς θα γίνει αυτό είναι κάτι που θα το συζητήσουμε όταν έρθει η ώρα να διαμορφώσουμε το νέο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το θέμα αυτό αγγίζει τη συνολική στρατηγική αξιοποίησης του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας».
Ψηφιακή εκπαίδευση στα σχολεία; Κάποιοι θεωρούν ότι οι ταμπλέτες στα θρανία ίσως είναι οικονομικότερες από την εκτύπωση όλων των σχολικών βιβλίων.
«Οι ταμπλέτες στο σχολείο δεν είναι μόνο θέμα οικονομικό –αν και έχει και σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις και πιθανότητα να απαλλάξει την πολιτεία από ένα καθόλου ευκαταφρόνητο έξοδο. Το αίτημα της εισαγωγής της ψηφιακής εγγραμματοσύνης στο σχολείο είναι ζήτημα πολύ ευρύτερο και αφορά τη μύηση των παιδιών σε μια νέα «γραμματική», που όμως είναι η γραμματική του κόσμου όπου καλούνται να ζήσουν. Δεν είναι δυνατόν παιδιά που περνούν το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου τους σε ψηφιακά περιβάλλοντα να μένουν ουσιαστικά απαίδευτα στον τομέα αυτόν. Και δεν είναι βέβαια μόνο οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Θα πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε όλοι μας ότι ο κόσμος που θα ζήσουν τα παιδιά μας είναι ένας κόσμος ψηφιακός και πρέπει να τα προετοιμάσουμε γι’ αυτόν, χωρίς νοσταλγικές εμμονές σε καιρούς που έχουν παρέλθει».
Η Παιδεία μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης; Είναι τελικά οι Ελληνες μορφωμένος λαός;
«Δεν μου αρέσουν τέτοιου είδους αφορισμοί για μορφωμένους ή μη μορφωμένους λαούς. Στον δικό μας λαό, για παράδειγμα, βλέπει κανείς από τη μια μεριά μια συγκριτικά χαμηλή κουλτούρα ανάγνωσης και από την άλλη ένα πείσμα για τη μόρφωση της νέας γενιάς που πολλές φορές φτάνει στα όρια της «θυσίας». Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο μεγάλο ποσοστό του οικογενειακού προϋπολογισμού επενδύεται στο όνειρο να περάσει το παιδί στο Πανεπιστήμιο. Ισως σχετίζεται και με τη λειτουργία της εκπαίδευσης ως θεσμού κοινωνικής κινητικότητας. Δεν έχει σημασία. Δεν θα σταθώ στο τι είναι οι Ελληνες ως λαός, αλλά στο τι έχουν καταφέρει οι επιστήμονες και οι ερευνητές μας, και μάλιστα σε καιρούς οικονομικής κρίσης, με ελάχιστη ως μηδαμινή στήριξη από το κράτος. Και αυτό που έχουν καταφέρει είναι σημαντικό. Το δημόσιο πανεπιστήμιο, παρά τα τεράστια οικονομικά του προβλήματα, έχει καταφέρει να σταθεί όρθιο όλα αυτά τα χρόνια, να συμμετέχει σε διεθνή ερευνητικά προγράμματα και οι ερευνητές του να έχουν σταθερή παρουσία στα διεθνή επιστημονικά φόρα. Αυτές τις προσπάθειες θα πρέπει να τις αγκαλιάσουμε και να τις στηρίξουμε. Και να στηρίξουμε και τους νέους ερευνητές. Η παραγωγή και η αναπαραγωγή της γνώσης είναι κάτι που κατέχουμε να κάνουμε καλά, ακόμη και μέσα σε συνθήκες κρίσης. Είναι λοιπόν κρίμα να μην αποτελέσει η αξιοποίησή του εθνική στρατηγική».
Ποιες είναι οι σκέψεις σας για τον ενιαίο χώρο εκπαίδευσης και έρευνας; Ποιες συνεργασίες σκέφτεστε μεταξύ Πανεπιστημίων – ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων;
«Το σχέδιο για τον ενιαίο χώρο εκπαίδευσης αφορά τη συνολική αναμόρφωση της εικόνας της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Ερευνας στη χώρα μας. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να διαμορφώσουμε το θεσμικό πλαίσιο που θα επιτρέπει να αναπτύσσονται συνεργασίες και κινητικότητα μεταξύ των τριών πυλώνων της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Ερευνας (ΑΕΙ – ΑΤΕΙ – Ερευνητικών Κέντρων). Πρόκειται για μεγαλόπνοο σχέδιο, που περιλαμβάνει, όχι μόνο την οριζόντια κινητικότητα των μελών ΔΕΠ ανάμεσα στα ιδρύματα, αλλά και την ενίσχυση των ερευνητικών υποδομών και τη συγκρότηση Εικονικών Ινστιτούτων. Χωρίς να αλλάξει στο παραμικρό, ο δημόσιος χαρακτήρας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της έρευνας, η συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων θα μπορούσε να δημιουργήσει τις κρίσιμες μάζες που απαιτούνται για να διεκδικήσουν ανταγωνιστικές χρηματοδοτήσεις, κυρίως από ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, αλλά και για να συνδεθούν η έρευνα και η καινοτομία με την επιχειρηματικότητα. Θα συνέβαλαν επίσης στην αλλαγή της κουλτούρας της έρευνας, προωθώντας τη συνεργατική έρευνα και εξασφαλίζοντας διεπιστημονικές συνεργασίες».
Τι γίνεται με το πόρισμα Λιάκου; Αλλά και όσα ακόμη πορίσματα, όπως για παράδειγμα του Γ. Μπαμπινιώτη, έχουν ήδη συνταχθεί μετά από μήνες εργασίας για τις προτάσεις αλλαγής στα θέματα εκπαίδευσης;
«Το πόρισμα της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου, αυτό της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, όπως και αυτά που είχαν επεξεργαστεί προηγούμενες κυβερνήσεις και εμπειρογνώμονες βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο ΙΕΠ και αξιοποιούνται, προκειμένου να διαμορφωθεί η εισήγηση για τη συνολική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχουν εξαιρετικά στοιχεία σε όλες τις προηγούμενες προσπάθειες. Αλλωστε, η Παιδεία και η αναμόρφωσή της είναι ένα θέμα που μας απασχολεί όλους, ανεξάρτητα από ιδεολογικές και πολιτικές τοποθετήσεις, και τις τελευταίες δεκαετίες έχουν κατατεθεί σημαντικές και ενδιαφέρουσες προτάσεις. Από εκεί και πέρα, το κρίσιμο σημείο είναι ο πολιτικός χρόνος: πότε η κοινωνία είναι ώριμη να δεχθεί τις αλλαγές που προτείνονται. Είμαι θερμός υποστηρικτής των συναινέσεων. Είμαι πεπεισμένος ότι σε πολλά ζητήματα οι πρόοδοι γίνονται με συναινέσεις και όχι με ρήξεις».

ΤΑ «ΑΓΚΑΘΙΑ»
«Χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί η διδασκαλία των Θρησκευτικών και της Ιστορίας»

Η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών μπορούμε να πούμε ότι οδήγησε εκτός υπουργείου τον προκάτοχό σας. Πώς θα διδαχθούν τα Θρησκευτικά οι μαθητές την επόμενη σχολική χρονιά;

«Θα είμαστε σε θέση να το απαντήσουμε όταν ολοκληρωθεί η πιλοτική εφαρμογή την εφετινή χρονιά. Το βέβαιο είναι ότι χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί ο τρόπος διδασκαλίας των Θρησκευτικών –να μετατραπεί από ένα μάθημα κατήχησης σε ένα μάθημα που θα καλλιεργεί την ηθική συνείδηση των μαθητών και που θα βοηθάει να κατανοήσουν το θρησκευτικό φαινόμενο ως όψη της πολιτισμικής συγκρότησης των κοινωνιών. Προφανώς η Ορθοδοξία θα αποτελεί κυρίαρχο τμήμα των νέων βιβλίων. Περιμένουμε τις προτάσεις της επιτροπής που έχει συγκροτήσει η Εκκλησία για τα προγράμματα σπουδών και θα αξιολογήσουμε τα προγράμματα ώστε να οδηγηθούμε στη συγγραφή βιβλίων».
Και με τη διδασκαλία της Ιστορίας;
«Η διδασκαλία της Iστορίας είναι άλλο ένα ζήτημα που χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί. Θα πρέπει να μετατρέψουμε την Ιστορία από ένα μάθημα που στόχο έχει να καλλιεργήσει αποκλειστικά την εθνική συνείδηση, σε ένα μάθημα που καλλιεργεί την ιστορική συνείδηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι χάνει τον εκπαιδευτικό του ρόλο ούτε ότι παύει η Ιστορία να σφυρηλατεί κοινότητες. Αυτό που σημαίνει είναι ότι τα παιδιά θα είναι σε θέση να κατανοήσουν την ιστορικότητα της εθνικής τους συνείδησης αλλά και την ιστορικότητα της εθνικής συνείδησης του άλλου. Το παρελθόν και η Ιστορία, έχουν τη δική τους γραμματική μέσα από την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Σε αυτήν πρέπει να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά. Η εθνική Ιστορία είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτού του στόχου, αλλά ούτε το μοναδικό ούτε το σπουδαιότερο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ