Κομβικής σημασίας για το μέλλον του τρίτου Μνημονίου αναμένεται να αποδειχθεί ο Δεκέμβριος του 2016. Καθίσταται σαφές πλέον ότι η εξίσωση της δεύτερης αξιολόγησης και η σχετιζόμενη με αυτήν παρέμβαση επί του ελληνικού χρέους είναι πολυπαραγοντική.
Δεν περιορίζεται στα στενά όρια της απλής διαπραγμάτευσης Αθήνας – θεσμών, ενώ και οι τελευταίοι σκέπτονται περισσότερο πολιτικά παρά με τεχνοκρατικούς όρους. Ιδιαίτερα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το σύνθημα είναι ότι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είναι εξαιρετικά «υπάκουη» στα κελεύσματα των δανειστών.
Το χαρτί των εκλογών


Στο πλαίσιο αυτό όμως οι Βρυξέλλες παρακολουθούν στενά και τις εισηγήσεις που δέχεται ο Πρωθυπουργός από μερίδα συνεργατών του «να παίξει το χαρτί των εκλογών» αν διαφανεί ότι πιέζεται υπερβολικά για το κλείσιμο της αξιολόγησης λόγω νέων μέτρων. Ωστόσο ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές σημείωναν ότι με τον ελληνικό γεωπολιτικό περίγυρο σε κατάσταση πυράκτωσης αλλά και την Ευρωπαϊκή Ενωση ενώπιον μιας σειράς εκλογικών αναμετρήσεων στις οποίες οι ευρωσκεπτικιστές θέτουν την ατζέντα οι συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής θα ήταν τουλάχιστον απρόβλεπτες…
Από την άποψη αυτή, το «δόγμα Τόμσεν – Σόιμπλε» ότι πρέπει να βγαίνουν (δημοσιονομικά) οι αριθμοί έχει κυριαρχήσει στους υπολογισμούς του κουαρτέτου, ιδιαίτερα της Κομισιόν. Το σκεπτικό αυτό κρύβει, κατά ορισμένους, το ενδεχόμενο η ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με την πανθομολογούμενη πλέον αμφιθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις τόνωσης της ανάπτυξης, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις ή ο εξορθολογισμός του δημόσιου τομέα, να παραμείνει στον «μνημονιακό αναπνευστήρα» και πέραν του 2018, όταν λήγει το τρέχον πρόγραμμα.
Η πίεση του Ταμείου για κάποιου είδους οδικό χάρτη για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους έχει αρχίσει να προκαλεί εκνευρισμό ακόμη και στο Βερολίνο, το οποίο εν όψει ομοσπονδιακών εκλογών δεν μοιάζει διατεθειμένο για παραχωρήσεις έναντι της Αθήνας. Η Ανγκελα Μέρκελ έχει δε παραχωρήσει πλήρως τη σκυτάλη στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και όπως όλα δείχνουν η ισορροπία που θα βρεθεί ενδέχεται να προβλέπει τη νομοθέτηση «προληπτικών δημοσιονομικών μέτρων» που θα πρέπει να νομοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση από τώρα για τα έτη 2019-2020 (στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος).
Η έμφαση στην τακτική ΔΝΤ για νέα δημοσιονομικά μέτρα –κυρίως σε νέες περικοπές σε συντάξεις, μείωση του αφορολογήτου, περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας –καθίσταται αποδεκτή από τους Ευρωπαίους εξαιτίας ακόμη ενός λόγου. Αν και αναγνωρίζεται ότι η κυβέρνηση Τσίπρα πέρασε τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, οι επιδόσεις της στις κρίσιμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κρίνονται απογοητευτικές.

«Ενδεχομένως να θέλαμε μια διαφορετική και φιλικότερη προς τις μεταρρυθμίσεις κυβέρνηση, αλλά αυτήν έχουμε και με αυτήν πρέπει να δουλέψουμε»
παραδέχεται κυνικά ευρωπαϊκή διπλωματική πηγή. Είναι ξεκάθαρο ότι ακόμη και σήμερα η εμπιστοσύνη παραμένει πολύ χαμηλά. Αλλωστε, αυτή ακριβώς η μεταρρυθμιστική οκνηρία ενισχύει την άποψη που δυστυχώς έχει διαμορφωθεί σε πολλά κέντρα αποφάσεων, ότι δηλαδή η Ελλάδα είναι «μη μεταρρυθμίσιμη» χώρα. Υπό αυτή τη σκοπιά, η ίδια πηγή επισημαίνει ότι δεν πρέπει να εκπλήσσει η αποδοχή των θεσμών στην πρακτική της υψηλής φορολόγησης που περιέχει το μείγμα οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Τσίπρα. Η συλλογή των φόρων καλύπτει το αίτημα για πλεονάσματα, τουλάχιστον και για το 2017, και η Ελλάδα παραμένει σε μια ιδιότυπη «καραντίνα» εντός της ευρωζώνης.
Αντικρουόμενες προβλέψεις


Δύο στοιχεία συμπληρώνουν την εικόνα. Το πρώτο αφορά τις αντικρουόμενες προβλέψεις περί της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2017. Με τον ελληνικό προϋπολογισμό να προβλέπει το υπεραισιόδοξο 2,7% και άλλες πηγές, όπως πρόσφατα ο ΟΟΣΑ, να κατεβάζουν το ποσοστό αυτό στο 1,3%, είναι ξεκάθαρο ότι τέτοιες διαφορές στις προβλέψεις επηρεάζουν καθοριστικά τις παραμέτρους της αρχιτεκτονικής του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής.
Το δεύτερο σχετίζεται με την τεράστια πρόκληση της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου των «κόκκινων» δανείων. Δεν είναι λίγοι όσοι ανησυχούν για ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων αν δεν προχωρήσει, παράλληλα με τον εξορθολογισμό των τραπεζικών χαρτοφυλακίων, η είσοδος των τραπεζών της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ο κίνδυνος αυτός θα αναδειχθεί εντός του 2018, όταν η ΕΚΤ πραγματοποιήσει τα νέα τεστ αντοχής.

Οι Βρυξέλλες πιέζουν
«Κλείστε την αξιολόγηση το ταχύτερο δυνατόν»

Από τις συναντήσεις που είχε «Το Βήμα» τις προηγούμενες δύο ημέρες στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο ενημερωτικής αποστολής που πραγματοποίησε το γραφείο του ιδρύματος «Hanns Seidel» στην Αθήνα (ίδρυμα που σχετίζεται με το Κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας), προέκυψε ότι η ευρωπαϊκή πλευρά και ιδιαίτερα η Κομισιόν επιθυμούν την πάση θυσία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση το ταχύτερο δυνατόν.
Το μήνυμα περί αυτού μετέφερε άλλωστε επιτακτικά στην Αθήνα ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί που συναντήθηκε και με τον Αλέξη Τσίπρα κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα. Είναι ξεκάθαρο ότι όσα λέει ο κ. Τσίπρας περί της αλληλουχίας «κλείσιμο αξιολόγησης – ρύθμιση χρέους – είσοδος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ» απηχούν 100% τις απόψεις της Κομισιόν, η οποία εν όψει της «τέλειας καταιγίδας» του 2017 (Brexit, Προσφυγικό, σχέσεις με Τουρκία, εκλογικές αναμετρήσεις σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία) δεν θέλει επέκταση του «φαινομένου των πολυκρίσεων» που έχει περιγράψει ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην παρούσα φάση η έμφαση έχει και πάλι δοθεί στο δημοσιονομικό σκέλος του προγράμματος. Οι διακηρύξεις περί επικέντρωσης στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν υποχωρήσει και αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι, ενώπιον της αγωνίας να διασφαλιστεί η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η ατζέντα του τελευταίου έχει επικρατήσει. Το παιχνίδι πλέον έχει μεταφερθεί στην ισορροπία μεταξύ του χρόνου διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% πέραν του 2018 και της έκτασης της ρύθμισης για το χρέος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ