Η Αθήνα ανησυχεί έντονα για τη ρητορική αναθεωρητισμού που εκπέμπεται από την Αγκυρα. Οπως προκύπτει από συνομιλίες του «Βήματος» με κυβερνητικούς αξιωματούχους, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προβληματίζεται έντονα για τον τρόπο διαχείρισης της τακτικής που ακολουθεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και της διακομματικής «διάχυσης» μιας προκλητικής εθνικιστικής ρητορικής στο τουρκικό πολιτικό φάσμα. Σε μια στιγμή που οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές είναι ανοιχτές και οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό εντατικοποιούνται, με την πραγματοποίηση πολυμερούς διάσκεψης στις 12 Ιανουαρίου, ο κ. Τσίπρας δεν έχει την πολυτέλεια για μια ελληνοτουρκική κρίση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αθήνα επιδιώκει σε αυτή τη φάση να έχει την υποστήριξη των ευρωπαίων εταίρων της. Η επικοινωνία του κ. Τσίπρα με την Ανγκελα Μέρκελ την περασμένη Πέμπτη είχε προληπτικό χαρακτήρα. Η Αθήνα δεν θέλει σε αυτή τη φάση να περιοριστούν οι ευρωτουρκικές σχέσεις στη διαχείριση των προσφυγικών ροών, στην τελωνειακή ένωση και στην αύξηση των συναντήσεων κορυφής ΕΕ – Τουρκίας, σύμφωνα με τη Συμφωνία του Νοεμβρίου 2015 που άνοιξε τον δρόμο στη Συμφωνία για το Προσφυγικό. Επιδιώκει πλέον να εντάξει στο πλαίσιο αυτό τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.
Το τηλεφώνημα της Μέρκελ


Μετά το 30λεπτο τηλεφώνημα Τσίπρα – Μέρκελ, ακολούθησε η τηλεφωνική επικοινωνία της γερμανίδας καγκελαρίου με τον πρόεδρο Ερντογάν, όπου φέρεται να ετέθησαν τα ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα. Αλλωστε, το Βερολίνο επιδεικνύει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την επίλυση του Κυπριακού. Επιπλέον, παρακολουθεί με αυξημένη προσοχή τις κινήσεις του Ερντογάν στο εσωτερικό, ανησυχώντας για τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης που θα διακινδύνευε τη Συμφωνία για το Προσφυγικό. Αυτή θα επανεξεταστεί τον Δεκέμβριο στη Σύνοδο Κορυφής.
Ο προβληματισμός του Πρωθυπουργού, των στενών συμβούλων του, καθώς και κορυφαίων διπλωματικών και στρατιωτικών παραγόντων, βασίζεται στην πλειοδοσία προκλητικών δηλώσεων τόσο από τον τούρκο πρόεδρο και την τουρκική κυβέρνηση όσο και από τη μέχρι πριν λίγες ημέρες μετριοπαθή αντιπολίτευση. Ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, διακρίνοντας προφανώς ότι έχει μείνει πίσω σε εθνικιστικές δηλώσεις, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι έχει απολέσει την κυριαρχία σε 18 νησιά στο Αιγαίο –μεταξύ των οποίων και τα Ιμια. Αυτό ήταν αρκετό ώστε ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου να επαναφέρει στο τραπέζι τη θεωρία των γκρίζων ζωνών.

«Δεν υπάρχει καμία αλλαγή στην πολιτική της χώρας μας ως προς τις βραχονησίδες των Ιμίων. Τα Ιμια είναι τουρκικό έδαφος»
απάντησε σε επερώτηση βουλευτών του CHP ο κ. Τσαβούσογλου.
Από εκεί άρχισε η διελκυστίνδα των διπλωματικών ανακοινώσεων. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών απάντησε ότι «η κυριαρχία της Ελλάδας επί των νησιών της στο Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένων των Ιμίων, είναι αδιαμφισβήτητη», με τον εκπρόσωπο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Χουσεΐν Μουφτούογλου να εκφράζει την απορία του για ποιον λόγο «η Ελλάδα εξέδωσε ανακοίνωσε σαν να άκουσε για πρώτη φορά τις θέσεις μας». Η ανταπάντηση του έλληνα ομολόγου του Στράτου Ευθυμίου ήταν ότι «η Τουρκία πρέπει να ξεκαθαρίσει αν αντιλαμβάνεται ότι το Διεθνές Δίκαιο είναι υπεράνω των εσωτερικών της σκοπιμοτήτων».
Από το Κοινοβούλιο στον Πρόεδρο


Η τελευταία φράση της ανακοίνωσης συμπυκνώνει τη λογική που επικρατεί στην Αθήνα σε μια προσπάθεια να εξηγηθεί η συμπεριφορά του κ. Ερντογάν. Κοινός τόπος είναι ότι η επιθυμία του τούρκου προέδρου να αλλάξει το πολίτευμα της χώρας από Κοινοβουλευτική σε Προεδρική Δημοκρατία προηγείται κάθε άλλης πρωτοβουλίας. Η ρητορική κατά της Συνθήκης της Λωζάννης υποτάσσεται στη λογική αυτή, κινούμενη σε διττό επίπεδο: πρώτον, στον ενταφιασμό της κληρονομιάς του κεμαλισμού και, δεύτερον, στην αποτροπή μέσω μιας «προληπτικής επιθετικότητας» (σ.σ.: ο όρος ανήκει στον Ευάγγελο Βενιζέλο), πληγμάτων στην εδαφική ακεραιότητα της χώρας από τον «αναδασμό» στο μαλακό νότιο υπογάστριό της από τις συγκρούσεις σε Συρία και Ιράκ (που καλύπτονται από τη Συνθήκη της Λωζάννης).
Μπορεί η πλειοδοσία εθνικισμού στην Τουρκία να οδηγήσει σε «θερμό επεισόδιο»; Οι απόψεις στην Αθήνα είναι μοιρασμένες, αλλά το συγκλίνον σημείο είναι ότι όταν το θερμόμετρο ανεβαίνει τόσο πολύ, δεν μπορούν να αποκλειστούν ατυχήματα. Υψηλόβαθμες πηγές από το ελληνικό Πεντάγωνο (που κινούνται σε άλλη γραμμή από αυτή των σχολίων του Πάνου Καμμένου περί «ηλίθιων δηλώσεων» του κ. Ερντογάν, τα οποία μάλλον οδήγησαν στο πρόσφατο μπαράζ ΝΟΤΑΜ και NAVTEX για την περιοχή των Δωδεκανήσων) επεσήμαιναν, σε τακτικό στρατιωτικό επίπεδο, δύο πράγματα.
Πρώτον, οι αλλαγές στο τουρκικό στράτευμα είναι αλυσιδωτές και έχουν επηρεάσει τον τρόπο λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι εκκαθαρίσεις, με έμφαση στην Πολεμική Αεροπορία, όπου σχεδόν οι μισοί πιλότοι έχουν διωχθεί, συνοδεύεται από την πλήρη υποταγή της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων στον πρόεδρο Ερντογάν και την «εξαφάνιση» των τούρκων στρατιωτικών από τα διεθνή fora. Η αποδυνάμωση της Πολεμικής Αεροπορίας έχει επηρεάσει και την επιχειρησιακή δραστηριότητα του Πολεμικού Ναυτικού. Δεύτερον, οι εκτεταμένες επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Συρία και η κατάσταση στο Ιράκ την έχουν υποχρεώσει να μετακινήσει πολύ μεγάλο όγκο στρατευμάτων και πυρός από τα δυτικά παράλια έναντι της Ελλάδος στο νότιο μέτωπο. Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να μεταβληθεί για το προσεχές διάστημα.
Οι ευρωτουρκικές σχέσεις στο όριο


Στις Βρυξέλλες, η σύγχυση για τον τρόπο διαχείρισης της Τουρκίας είναι έκδηλη. Σύμφωνα με υψηλόβαθμες ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές, με τις οποίες συνομίλησε «Το Βήμα», «η υπόθεση εργασίας με την οποία κινούνται οι κοινοτικοί θεσμοί είναι ότι η Τουρκία παραμένει χώρα-κλειδί από πολλές απόψεις». Αναμφίβολα, οι «κορόνες» του Ερντογάν, αλλά και ορισμένες σκληρές δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων δεν βοηθούν. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για προσωρινό πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων δεν έγινε δεκτό καλά στην Αγκυρα, η επίσκεψη του υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Ομέρ Τσελίκ στις Βρυξέλλες την εβδομάδα που πέρασε ερμηνεύθηκε ως μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης. Στο πλαίσιο αυτό ίσως εντάσσεται η πρότασή του για σύγκληση Συνόδου Κορυφής ΕΕ – Τουρκίας, αν και η προεκλογική χρονιά στην Ευρώπη δυσχεραίνει αυτό το σενάριο.
Σε ό,τι δε αφορά την κατάργηση των θεωρήσεων, η ίδια πηγή σημειώνει ότι πρέπει να υπάρξει συμφωνία επί των κριτηρίων. Στο παρασκήνιο διεξάγονται συζητήσεις μεταξύ τουρκικής κυβέρνησης και Συμβουλίου της Ευρώπης για την τροποποίηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας. Δεν αποκλείεται μάλιστα να υπάρξει συνάντηση αυτή την εβδομάδα του κ. Τσελίκ με τους επιτρόπους Φρανς Τίμερμανς, Δημήτρη Αβραμόπουλο και Τζούλιαν Κινγκ όπου ο τούρκος υπουργός θα παρουσιάσει ένα προσχέδιο αλλαγών.

Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ
Η εκτίμηση που υπάρχει στις Βρυξέλλες είναι ότι ο Ερντογάν δεν έχει ουσιαστικά να στραφεί κάπου αλλού πέραν της ΕΕ. Το ερώτημα όμως είναι ποια είναι τα όρια της ρητορικής Ερντογάν και πού θέλει ο ίδιος να πάει τη χώρα του. «Αν όμως πρόκειται να διακοπούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, η ΕΕ δεν πρόκειται να κάνει κίνηση προς κάτι τέτοιο. Θα πρόκειται για απόφαση του Ερντογάν» επισημαίνει κοινοτική πηγή, προσθέτοντας ότι η συνέχιση των αθρόων διώξεων θα καταστήσει την κατάρρευση των σχέσεων αναπόφευκτη.

Τα ερωτηματικά για την πολυμερή διάσκεψη
«Καυτός Ιανουάριος» στο Κυπριακό
Καταιγιστικές αναμένονται οι εξελίξεις στο Κυπριακό το προσεχές δίμηνο, με τα φώτα να στρέφονται πλέον στην πολυμερή διάσκεψη που ανακοίνωσαν τα Ηνωμένα Εθνη για τις 12 Ιανουαρίου στη Γενεύη. Ηταν μια εξέλιξη που ελάχιστοι περίμεναν, εξ ου και η έκπληξη που ακολούθησε το τετράωρο δείπνο των Νίκου Αναστασιάδη και Μουσταφά Ακιντζί υπό την αιγίδα του Εσπεν Μπαρθ Αϊντε το βράδυ της Πέμπτης.
Σύμφωνα με πηγές κοντά στους εμπλεκόμενους παίκτες, υπήρξε μια «κρυάδα» στην Αθήνα από την ανακοίνωση της συμφωνίας για πολυμερή διάσκεψη. Ο πρόεδρος Αναστασιάδης ενημέρωσε τον κ. Τσίπρα το πρωί της Παρασκευής, λίγο προτού ο έλληνας Πρωθυπουργός συναντηθεί με τον ειδικό σύμβουλο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στο Μέγαρο Μαξίμου –παρουσία του Νίκου Κοτζιά. Ο κ. Αϊντε είχε επίσης δίωρη συνάντηση με τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Η συμφωνία της περασμένης Πέμπτης προβλέπει ότι οι δύο ηγέτες και οι διαπραγματευτές τους θα εντατικοποιήσουν τις συνομιλίες σε κυπριακό έδαφος ώστε να βρεθούν συγκλίσεις σε όλα τα εκκρεμή ζητήματα, προκειμένου να μεταβούν στη συνέχεια στις 9 Ιανουαρίου στη Γενεύη. Δύο ημέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, προβλέπεται ότι οι δύο πλευρές πρέπει να παρουσιάσουν χάρτες επί του εδαφικού, χωρίς αυτοί όμως να είναι δεσμευτικοί. Ερωτηθείς σχετικά μετά τη συνάντησή του με τον κ. Κοτζιά, ο κ. Αϊντε απέφυγε να απαντήσει τι θα συμβεί αν υπάρξει εμπλοκή στο εδαφικό και αν αυτό ναρκοθετεί την πολυμερή διάσκεψη.
Φαίνεται όμως ότι υπάρχει πλέον ένας αυτοματισμός στη σύγκληση αυτής. Δεν υπάρχει πρόβλεψη στο ανακοινωθέν των Ηνωμένων Εθνών για πραγματοποίηση διάσκεψης για το Κυπριακό, μόνο εφόσον στα υπόλοιπα ζητήματα υπάρχει συμφωνία. Αυτό θα μπορούσε, σύμφωνα με ανθρώπους που παρακολουθούν στενά τη διαπραγμάτευση, να επιτρέψει στην Αγκυρα να κωλυσιεργήσει τις συνομιλίες προ της 9ης Ιανουαρίου ώστε να… φορτώσει τη διαπραγμάτευση στην πολυμερή διάσκεψη. Εκεί εξαρτάται τι χαρτιά θα έχει κρατήσει στο μανίκι η ελληνοκυπριακή πλευρά, με το βασικό να είναι η εκ περιτροπής προεδρία.
Ο κ. Αϊντε όμως αναγνώρισε ότι πλέον το μεγάλο θέμα είναι οι εγγυήσεις και η ασφάλεια. Σε αυτό το πλαίσιο, τα Ηνωμένα Εθνη ευνοούν μια συνάντηση, στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, των κ.κ. Τσίπρα και Ερντογάν για πρότερη διαβούλευση επί του θέματος. Η Αθήνα φαίνεται ότι επίσης ευνοεί αυτή τη διμεροποίηση αλλά προκύπτουν δύο ερωτήματα καίριας σημασίας. Αν η συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν αποτύχει, η Ελλάδα θα παραστεί στην πολυμερή διάσκεψη; Επίσης, τι έχει να προσφέρει η Αθήνα στον κ. Ερντογάν ως αντάλλαγμα για τις δικές του υποχωρήσεις; Επιπλέον, παραμένει άγνωστη η ελληνική θέση για κάποιου είδους μεταβατική λύση σχετικά με την κατάργηση των εγγυήσεων και της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων.
Δεν πρέπει, τέλος, να παραγνωρίζεται ότι η πολυμερής διάσκεψη της 12ης Ιανουαρίου έχει ανοιχτή ημερομηνία. Μπορεί, όπως είπε ο κ. Αϊντε, να διαρκέσει αρκετές ημέρες ή και να διακοπεί και τα εμπλεκόμενα μέρη να επανέλθουν αργότερα. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η ΕΕ θα είναι παρούσα, ενώ υπάρχουν σκέψεις να παρευρεθούν και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Οσο για την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν μπορεί παρά να είναι παρούσα, καθώς χωρίς την υπογραφή της δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή του συστήματος εγγυήσεων.

Γιώργος Κουμουτσάκος: «Εποχή Ιμίων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις»
«Είναι η πρώτη φορά από την κρίση των Ιμίων, το 1996, που κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Τουρκία συμπλέουν δημόσια σε διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδος. Αυτό πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά»
παρατηρεί μιλώντας στο «Βήμα» ο νέος τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ Γιώργος Κουμουτσάκος. Συναντήσαμε τον πρώην ευρωβουλευτή και διπλωμάτη στο γραφείο του να μελετά διάφορα έγγραφα για τις τελευταίες τουρκικές κινήσεις και δηλώσεις –με αποκορύφωμα τα όσα είπε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου περί των Ιμίων ως τουρκικού εδάφους. Η τρέχουσα κατάσταση, που συμπληρώνεται από τις συνεχείς εξελίξεις στο Κυπριακό, έχουν οδηγήσει τον κ. Κουμουτσάκο να ζητεί επιτακτικά σύγκληση του ΕΣΕΠ.

«Αυτή τη στιγμή καταγράφεται πλειοδοσία εθνικισμού στην Τουρκία»
εξηγεί και προσθέτει ότι «ταυτόχρονα σημειώνεται αλλαγή μίας βασικής σταθεράς στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πρόκειται για τη συνεχή χειροτέρευση των ευρωτουρκικών σχέσεων». Ετσι όμως «αδρανοποιείται ένα βασικό –επί 15 και πλέον χρόνια –εργαλείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που επιδίωκε οι ελληνοτουρκικές σχέσεις να γίνονται και ευρωτουρκικές. Απαιτούνται λοιπόν προσαρμογές στη νέα πραγματικότητα».
Το πρόσφατο Ψήφισμα της Ευρωβουλής, σύμφωνα με το οποίο λόγω της προβληματικής κατάστασης της δημοκρατίας στην Τουρκία πρέπει να παγώσουν προσωρινά οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, επιβεβαιώνει τις δημοκρατικές ευαισθησίες της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ομως, δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή προοπτική είχε ως στόχο και τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, «θα μπορούσε να θεωρηθεί ομολογία αποτυχίας της ΕΕ. Χρειάζονται άλλοι τρόποι πίεσης, π.χ. περικοπή ή αυστηρότεροι όροι στη χορήγηση κοινοτικών κονδυλίων» τονίζει. Κατά τον κ. Κουμουτσάκο, «η ΕΕ φαίνεται ήδη να συζητά μίας άλλης μορφής σχέση με την Τουρκία. Εδώ το ερώτημα είναι αν για αυτή τη νέα σχέση θα απαιτηθεί η σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών-μελών, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να θέσει τους όρους της».
Η πύκνωση των δηλώσεων σχετικά με τη Συνθήκη της Λωζάννης, τα «σύνορα της καρδιάς», τα περί κυπριακής σημαίας και φυσικά η επαναφορά των γκρίζων ζωνών –σε συνδυασμό με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εξοπλισμών –είναι δηλωτικά στοιχεία «μιας σαφώς αναθεωρητικής λογικής», που συμπίπτει χρονικά με την ιδιόμορφη μεταβατική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ.
Η ανησυχία του «γαλάζιου τομεάρχη» επεκτείνεται και στο μέλλον της Συμφωνίας για το Προσφυγικό. Για τον κ. Κουμουτσάκο, αυτό εξαρτάται και από το αν η Ευρώπη κινηθεί, μέσω των εκλογικών αναμετρήσεων εντός του 2017, «προς μια λογική σκληρών εθνικών συμφερόντων σε βάρος της λογικής της κοινοτικής αλληλεγγύης». Σε αυτή την περίπτωση, η σκλήρυνση κρατών-μελών της ΕΕ θα μπορούσε να οδηγήσει π.χ. στην οριστική άρνηση κατάργησης των θεωρήσεων για τούρκους πολίτες. Ετσι, η Τουρκία αντιδρώντας, ενδέχεται –ακόμα και χωρίς να καταγγείλει τυπικά τη Συμφωνία –«να αρχίσει, ατύπως, να ανοίγει τη στρόφιγγα των προσφυγικών ροών. Εάν σε αυτό συνυπολογιστούν τα κλειστά βόρεια σύνορα της Ελλάδος και η πλήρης εμπλοκή στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης, τότε η χώρα μας θα βρεθεί σε πολύ δεινή θέση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ