Σε αχαρτογράφητα ύδατα εισέρχεται από το πρωϊ της Δευτέρας η σχέση της Αθήνας με τους ευρωπαίους εταίρους της και ιδιαίτερα με το Βερολίνο. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της Κυριακής και η καθαρή νίκη του «Όχι» την οποία επεζήτησε και πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας πυροδοτεί πλέον σοβαρές και πιθανότατα δραματικές εξελίξεις. Όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό, με κλειστές τράπεζες, capital controls και με το φάσμα της αποκατάστασης της ρευστότητας να μοιάζει πολύ μακρινό.
Η σκυτάλη περνά πλέον στα χέρια των εταίρων και δανειστών. Η σημαντικότερη συνάντηση θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο των Ηλυσίων στις 19.30 ώρα Ελλάδος όταν ο Φρανσουά Ολάντ (με τον οποίο συνομίλησε ο κ. Τσίπρας το βράδυ της Κυριακής) θα υποδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ. Η κοινή γραμμή που θα χαράξουν ο Πρόεδρος της Γαλλίας και η καγκελάριος της Γερμανίας θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τα επόμενα βήματα.
Σύμφωνα με ορισμένες αρχικές πληροφορίες, οι δύο ηγέτες ίσως να συζητήσουν ακόμη και αμφιλεγόμενα ζητήματα όπως πχ την εισαγωγή παράλληλου νομίσματος. Όλες οι δύσκολες αποφάσεις όμως αναμένεται να ληφθούν στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής της ευρωζώνης που προγραμματίζεται για την προσεχή Τρίτη 7 Ιουλίου. Θα έχει επίσης προηγηθεί συνεδρίαση μέσω τηλεδιάσκεψης του Euro Working Group όπου δεν αποκλείεται να γίνει και συζήτηση για το αίτημα της κυβέρνησης, από την προηγούμενη εβδομάδα, περί ενός νέου δανειακού προγράμματος από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Ωστόσο, ιδιαίτερα στο Βερολίνο, το κλίμα είναι πάρα πολύ βαρύ. Αυτό εκφράστηκε χαρακτηριστικά από τα όσα δήλωσε το βράδυ της Κυριακής ο αντικαγκελάριος και ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Η φράση του ότι «ο κ. Τσίπρας ξεγέλασε τον λαό, λέγοντάς του ότι με το «Όχι» θα ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος. Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας γκρέμισε τις τελευταίες γέφυρες πάνω στις οποίες η Ευρώπη και η Ελλάδα θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε έναν συμβιβασμό» κατέδειξε ότι ο δεύτερος σε ισχύ κυβερνητικός εταίρος στη Γερμανία κινείται σε πολύ αρνητική κατεύθυνση.
Η Άνγκελα Μέρκελ πάντα αποφεύγει να εκδηλωθεί γρήγορα σε τέτοιες περιστάσεις. Ωστόσο, κύκλοι που βρίσκονται κοντά στην καγκελάριο εκτιμούσαν προς «Το Βήμα» ότι «είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθεί κανείς με ποιον τρόπο ο κ. Τσίπρας μπορεί να φέρει ο,τιδήποτε καλό για τον ελληνικό λαό μέσα από αυτή τη συμφωνία».
Σε αυτή τη συγκυρία, η στάση της ΕΚΤ αναδεικνύεται ως κομβική. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Αθήνα φέρεται να έχει ζητήσει ή θα ζητούσε χθες αύξηση της έκτακτης ρευστότητας μέσω του μηχανισμού ELA. Το ορόσημο πλέον για την επίτευξη μίας συμφωνίας δεν είναι άλλο από τις 20 Ιουλίου, όταν η Αθήνα θα πρέπει να αποπληρώσει ομόλογο ύψους 3,5 δισεκατομμυρίων ευρώ προς την ΕΚΤ. Η θέση όμως του Μάριο Ντράγκι δεν είναι καθόλου εύκολη.
Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για την ΕΚΤ θα είναι πολύ δύσκολο να προχωρήσει σε αύξηση του ορίου του ELA για τις ελληνικές τράπεζες. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η Αθήνα φέρεται να έχει ζητήσει από τους θεσμούς (Κομισιόν, ΔΝΤ, ΕΚΤ) να ξεκινήσουν αμέσως διαπραγματεύσεις ώστε να σταλεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα στη Φραγκφούρτη και έτσι να απελευθερωθεί ρευστότητα. Η ελληνική κυβέρνηση, τονίζουν οι ίδιες πηγές, θεωρεί ότι με ένα τόσο ξεκάθαρο μήνυμα από το δημοψήφισμα δικαιούται τόσο την έναρξη των διαπραγματεύσεων όσο και μία ένεση ρευστότητας από την ΕΚΤ ώστε να αντέξουν οι ελληνικές τράπεζες.
Κοινοτικές πηγές σημείωναν αργά το βράδυ της Κυριακής ότι η ΕΚΤ δεν επρόκειτο να προχωρήσει σε ριζοσπαστικές κινήσεις, όπως το κούρεμα των ενεχύρων που καταθέτουν οι ελληνικές τράπεζες για να λαμβάνουν ρευστότητα. Ωστόσο, σε μία περίπτωση ανάλογη, τον Ιούλιο του 2012, ο Μάριο Ντράγκι είχε επισημάνει στους ευρωπαίους ηγέτες ότι θα έπρεπε να εγγυηθούν οι ίδιοι τα ελληνικά ομόλογα με αντάλλαγμα τον ELA. Σε διαφορετική περίπτωση είχε προειδοποιήσει ότι θα έπρεπε να καταστήσει απαιτητό το ποσό που είχε διαθέσει μέσω ELA.