Με τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας να στερεύει, τις τραπεζικές εκροές να συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό και τους δανειστές να περιμένουν μια πειστική ή έστω συζητήσιμη πρόταση από τους έλληνες συνομιλητές τους, ο Αλ. Τσίπρας βρίσκεται μπροστά σε (άλλη) μια κρίσιμη στιγμή δύο μήνες έπειτα από την ανάληψη της πρωθυπουργίας.
Ως την Τρίτη το αργότερο και με ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας συνεδρίασης του Εurogroup η ελληνική κυβέρνηση και οι εκπρόσωποί της στο Brussels Group, οι εργασίες του οποίου βρίσκονται σε εξέλιξη από το Σάββατο, πρέπει να έχουν παρουσιάσει ένα κοστολογημένο, ρεαλιστικό, εφαρμόσιμο και αποδοτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων.
Αισιοδοξία, μυστικά και αγωνίες


Βάσει της αξιολόγησης αυτού του σχεδίου, το οποίο κατά αξιοσημείωτο τρόπο η κυβέρνηση επιδιώκει να κρατήσει μυστικό, άγνωστο για πόσο, θα κριθεί αν θα αποδεσμευθεί τμήμα της χρηματοδότησης που απορρέει από το ισχύον πρόγραμμα βοήθειας προς την ελληνική οικονομία ή αν η χώρα θα μπει σε μια περίοδο μεγάλης περιπέτειας, έλλειψης ρευστότητας και με ορατή την απειλή ενός ντόμινο αθέτησης υποχρεώσεων προς το εξωτερικό και το εσωτερικό.
Τους κινδύνους αυτούς, που παραδέχθηκε άλλωστε με την επιστολή του της 15ης Μαρτίου προς την καγκελάριο Μέρκελ και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, κάποιοι κύκλοι εντός της κυβέρνησης δεν τους αγνοούν και δεν τους υποτιμούν. Δεν είναι όμως σαφές ότι όλοι αντιλαμβάνονται και αντιμετωπίζουν την κρισιμότητα της κατάστασης με την ίδια αγωνία.
Εν όψει της τελικής φάσης διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των δανειστών, ένα από τα κορυφαία στελέχη του οικονομικού επιτελείου απέφευγε την Παρασκευή το πρωί να δηλώσει κατηγορηματικά αισιόδοξος και περιοριζόταν να σημειώσει: «Δεν νομίζω ότι οι δανειστές θα αναλάβουν την ευθύνη να μας τραβήξουν την πρίζα».
Η φράση αυτή συμπυκνώνει τη φιλοσοφία με την οποία η Αθήνα προσέρχεται στην τελική αυτή φάση της συζήτησης. Και ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία είναι ότι σε αντίστοιχου χαρακτήρα εμπιστευτικές συνομιλίες πηγές προσκείμενες στο υπουργείο Οικονομικών στο Βερολίνο ανέφεραν στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας ότι «οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούν, δεν υπάρχει πρόοδος και δεν έχει αλλάξει τίποτε επί της ουσίας σε σχέση με την περίοδο που προηγήθηκε».
Εν όψει των επικείμενων συνεδριάσεων του Εuroworking Group και του Εurogroup, οι ανάγκες της χώρας εντός του Απριλίου μόνο για την κάλυψη δανειακών υποχρεώσεων ανέρχονται συνολικά σε 2,48 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 448 εκατ. πρέπει να καταβληθούν ως τις 9 Απριλίου προς το ΔΝΤ και τα υπόλοιπα 2,4 δισ. ως το τέλος του μηνός προς τους κατόχους εντόκων γραμματίων.
Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης και των κέντρων που χειρίζονται τις διαπραγματεύσεις έγκειται στο να παρουσιαστεί μια κοστολόγηση των μεταρρυθμιστικών προτάσεων που περιλαμβάνονταν στην αρχική «λίστα Βαρουφάκη».
Σύμφωνα όμως με πληροφορίες, οι συζητήσεις των τελευταίων ημερών προσέθεσαν και νέα στοιχεία που αναδεικνύουν ένα πρόβλημα πολλαπλής φύσεως –εν πολλοίς αναμενόμενο: τι είναι αυτό που είναι διατεθειμένη να προτείνει η κυβέρνηση, τι αποδέχονται οι δανειστές, τι δεν «περνάει» στο εσωτερικό και πού εντοπίζεται το συνολικό χάσμα στην αντίληψη της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η οικονομία.
Ως προς το τελευταίο στοιχείο κυβερνητικά στελέχη επιβεβαίωναν την Παρασκευή ότι «εμπλοκή» στις συζητήσεις έχει παρουσιαστεί στο δημοσιονομικό πεδίο και αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Πιο συγκεκριμένα, οι ξένοι συνομιλητές της κυβέρνησης εκκινούν από ένα σημείο θεωρώντας δεδομένο όχι απλώς ότι δεν θα επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2015 αλλά, αντιθέτως, ότι θα υπάρξει πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του -1% του ΑΕΠ.
Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι θα επιτευχθεί ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1% (το 1,5% ακόμη και από την Αθήνα θεωρείται μη ρεαλιστικό) προεξοφλώντας μια αυξημένη τουριστική κίνηση τους επόμενους μήνες.
Η διαφορά αυτή του 2% που παρουσιάζεται στις εκτιμήσεις Αθήνας και δανειστών σχετίζεται, σύμφωνα με ελληνικές πηγές, και με τη γενικότερη συζήτηση περί μεταρρυθμίσεων ή/και μέτρων και αντιστοιχεί σε ένα ποσό που ξεπερνά τα 3,5 δισ. ευρώ.
«Δώστε χρήματα να σας πληρώσουμε»


Με τη συζήτηση να φθάνει σε οριακό σημείο, η τακτική της ελληνικής κυβέρνησης παραμένει δυσανάγνωστη και δύσκολα ερμηνεύσιμη εντός και εκτός χώρας.
Για παράδειγμα, στην Αθήνα καλλιεργήθηκε ένα κλίμα ελεγχόμενης ευφορίας έπειτα από την επίσκεψη του κ. Τσίπρα στο Βερολίνο την προηγούμενη εβδομάδα. Εκεί ο Πρωθυπουργός έκανε σε επίπεδο ρητορικής πολλά βήματα προσέγγισης με την καγκελάριο Μέρκελ υπογραμμίζοντας και πάλι τη δέσμευση για τήρηση υποχρεώσεων.
Ηδη όμως από την επόμενη ημέρα στη ρητορική της κυβέρνησης μπήκε το στοιχείο της ρήξης. Αρχής γενομένης από την κουβέντα «στο πόδι» μεταξύ του Ι. Βαρουφάκη και θαυμάστριάς του στα Χανιά («Ναι, αλλά να είστε [μαζί μας] και μετά τη ρήξη» είπε ο υπουργός Οικονομικών), τη σκυτάλη της πολεμικής ρητορικής πήρε την Παρασκευή ο Ευκλ. Τσακαλώτος, ο οποίος είπε σε τηλεοπτική συνέντευξή του ότι «είμαστε έτοιμοι, αν δεν πάνε καλά τα πράγματα, για μια ρήξη».
Ταυτόχρονα και σε πλήρη αντίθεση με τις δεσμεύσεις του Πρωθυπουργού, την Παρασκευή σε έναν μακροσκελή απολογισμό του διμήνου η κυβέρνηση ανακοίνωσε επισήμως πως έχει ενημερώσει τους εταίρους ότι «δεν πρόκειται να συνεχίσει την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους από ίδιους πόρους αν οι δανειστές δεν προχωρήσουν άμεσα στην εκταμίευση των δόσεων τις οποίες καθυστερούν από το 2014».
Επιπλέον, για πρώτη φορά ανακοίνωσε/επιβεβαίωσε ότι «ανέπτυξε πρωτοβουλία για την προσέλκυση επενδυτών/χρηματοδοτήσεις από τρίτες χώρες όπως κυρίως η Κίνα στην οποία μετέβη επίσημη αποστολή υπό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης».
Σε αυτή την ατμόσφαιρα τα ερωτήματα ακόμη και για κοινοβουλευτικά στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι πολλά, ενώ οι κυρίαρχες ερμηνείες δύο: κατά κάποιους, εν αναμονή τελικών συζητήσεων και συμβιβασμού, οι τόνοι ανεβαίνουν για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους. Αλλοι δεν κρύβουν την ανησυχία τους μήπως η ρήξη είναι ορατή και απλώς κάποιοι αποφεύγουν να κοιτούν στην κατεύθυνση αυτή.


Οι απορίες της Ανγκελα Μέρκελ,η «στροφή» του ΑΛ. Τσίπρα καιο κίνδυνος εσωκομματικής κρίσης
«Τι είναι ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ;»

Ο Αλ. Τσίπρας και η Ανγκελα Μέρκελ έχουν ένα κοινό σημείο: υπήρξαν και οι δύο μέλη κομμουνιστικών νεολαιών. Με τις διαφορές που μπορεί να έχει η υποχρεωτική ένταξη στο ΚΚ της ΛΔ της Γερμανίας τη δεκαετία του 1960-70 και στην ΚΝΕ της δεκαετίας του 1980-90, κάποιοι θεωρούν ότι το «κοινό» παρελθόν του Πρωθυπουργού και της καγκελαρίου μπορεί και να αποτέλεσε αφορμή για τη μεταξύ τους αναγνωριστική συζήτηση το βράδυ της προηγούμενης Δευτέρας στην Καγκελαρία.
Γεγονός είναι ότι ένα από τα λιγοστά στοιχεία της συζήτησης μεταξύ του έλληνα πρωθυπουργού και της γερμανίδας καγκελαρίου που επιβεβαιώνουν συνομιλητές του κ. Τσίπρα ήταν… ο ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος στις «διαρροές»

Οπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, η κυρία Μέρκελ επεδίωξε κατά τη συζήτησή της με τον κ. Τσίπρα να αποκρυπτογραφήσει τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ, όπως μεταφέρεται, η ενημέρωσή της για πρόσωπα και πράγματα ήταν εκτενής σε βαθμό εντυπωσιακό.
Κατά τα λοιπά, στην Αθήνα και στο Βερολίνο η πεποίθηση που έχει σχηματιστεί είναι παρεμφερής. Η Μέρκελ και ο Τσίπρας φάνηκε πως συμφώνησαν ότι τα ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών και το κοινό μέλλον στην ΟΝΕ είναι πολύ σημαντικά για να εξαρτώνται από δηλώσεις, διαρροές, αντεγκλήσεις και αντιπαραθέσεις, όπως αυτές μεταξύ των κ.κ. Βαρουφάκη και Σόιμπλε. Ως εκ τούτου, εκτιμάται με βεβαιότητα ότι η βασική συμφωνία μεταξύ των δύο ήταν: «Στο εξής ό,τι λέγεται πίσω από κλειστές πόρτες θα μένει εκεί».
Με δεδομένο ότι η κυρία Μέρκελ στις δημόσιες δηλώσεις της αναφέρθηκε ειδικώς στα θέματα διμερούς ενδιαφέροντος μιλώντας για την ελληνογερμανική συνεργασία στους τομείς της Υγείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης, καλά πληροφορημένες πηγές εκτιμούν ότι στην κατ’ ιδίαν συζήτηση υπήρξε «εμβάθυνση». Χωρίς να είναι γνωστό αν υπήρξαν δεσμεύσεις, οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι στον τομέα της Υγείας το γερμανικό ενδιαφέρον έγκειται σε μια γενική αναδιάρθρωση, με συνδυασμό νοσηλευτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, αναβάθμιση τεχνολογικών και λοιπών υποδομών κ.τ.λ.
Στην αυτοδιοίκηση κατ’ αντιστοιχία υπάρχουν τα πεδία των υποδομών, των δικτύων, της διαχείρισης απορριμμάτων κ.τ.λ. Το συνολικό ύψος επενδύσεων και στα δύο πεδία υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 10 δισ. ευρώ.
Διλήμματα και αποφάσεις

Το ενδιαφέρον της γερμανίδας καγκελαρίου για τον ΣΥΡΙΖΑ συνδυάστηκε με μια αλλαγή ρητορικής από πλευράς του έλληνα πρωθυπουργού, η οποία επισημάνθηκε από κομματικά στελέχη στην Αθήνα. Κατά την εκτίμηση μελών της εσωκομματικής αντιπολίτευσης ο Αλ. Τσίπρας μετά την επίσκεψή του στο Βερολίνο εμφανίζεται έτοιμος για μία ακόμη στροφή και «αναβάπτιση» του κόμματός του –αφότου όμως διαμορφωθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Οι ίδιες πηγές θεωρούν ότι εν όψει μιας συνολικής συμφωνίας για το νέο «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα το ερχόμενο καλοκαίρι θα έχει προετοιμαστεί το έδαφος ώστε ο κ. Τσίπρας να θέσει τους διαφωνούντες με τη «σοσιαλδημοκρατική» μετάβαση προ διλημμάτων και αποφάσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει μια μερίδα στελεχών –είτε μέλη του Αριστερού Ρεύματος είτε άλλων τάσεων είτε «ανένταχτοι» –που αυτή τη στιγμή δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να αποδεχθούν τα διλήμματα και θα προτιμήσουν να διαχωρίσουν τη θέση τους ακόμη και εντός Κοινοβουλίου. Οπως σημειώνουν δε, «αν κάποιοι ξεχάσουν με μαγικό τρόπο την κριτική κατά των επιλογών της ηγεσίας, η αξιοπιστία τους θα εκμηδενιστεί».
Υπό αυτές τις συνθήκες, για μια μερίδα του κόμματος η «ρήξη» έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και η στάση της συνοψίζεται στο ότι αν δεν εκδηλωθεί προς τα έξω (δηλαδή, με τους δανειστές), μοιραία θα εκδηλωθεί προς τα μέσα (δηλαδή, με το κόμμα).
Οι εκτιμήσεις αυτές συνδυάζονται με την παρατήρηση της γενικής κινητικότητας στο πολιτικό σκηνικό και μάλιστα κατά κάποιους εντάσσονται σε μια αναπόφευκτη διαδικασία που λαμβάνει πάντως ως δεδομένο το σενάριο συμβιβασμού με τους εταίρους και παραμονής της χώρας στην ΟΝΕ. «Ακόμη κι αν υπάρξει αυτή η νέα «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν μεγάλα τμήματα των ψηφοφόρων του που μπορούν να αρκεστούν σε ένα ελάχιστο επίπεδο παροχών ή οικονομικών ανακουφίσεων» αναφέρει μέλος της ΚΕ του κόμματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ