Ηρθε σαν την πολυθρύλητη «θεία από τη Γερμανία». Η Ανγκελα Μέρκελ έγινε χθες δεκτή ως νέα Μεσσίας στην Ουκρανία, ως η τελευταία εναπομείνασα ξένη πολιτικός που μπορεί να δώσει λύση στα αβάσταχτα οικονομικά της προβλήματα.
«Πολλοί μιλούν τελευταία για ένα σχέδιο Μάρσαλ για την Ουκρανία» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά μια μέρα νωρίτερα στη γερμανική τηλεόραση ο ουκρανός υπουργός Εξωτερικών Πάβλο Κλίμκιν. «Γιατί να μην το πούμε σχέδιο Μέρκελ»;
Η απάντηση που ήρθε στο ερώτημα από τα μέσα ενημέρωσης και όχι μόνο ήταν καταφατική. Το «σχέδιο Μέρκελ» έχει γίνει ήδη παντού της μόδας. Και όχι άδικα. Μη έχοντας πληγεί από την κρίση, η Γερμανία φαίνεται να είναι η μόνη μεγάλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης που μπορεί να προσφέρει γενναία βοήθεια. Και σε αυτό πρέπει να προστεθεί και η βούληση της καγκελαρίου να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να ενισχύσει τον ευρωπαϊκό της ρόλο παρεμβαίνοντας «ειρηνευτικά», δηλαδή με τα όπλα της διπλωματίας, στα πιο ευπαθή σήμερα ευρωπαϊκά σύνορα –τα ουκρανορωσικά.
Η ίδια δεν μίλησε βέβαια ακόμα ευθέως για αυτό. Εκείνο που επείγει για αυτήν είναι, βραχυπρόθεσμα, να σβήσει τη «φωτιά» που άναψε την παραμονή η ειρηνική, πλην όμως παράνομη, εισβολή των ρωσικών φορτηγών στην Ουκρανία και, μεσοπρόθεσμα, μια κατά το δυνατόν μόνιμη εκεχειρία στη σύρραξη ανάμεσα στην κυβέρνηση του Κιέβου και τους ουκρανούς αυτονομιστές.
Ομως οι προθέσεις της είναι φανερές. Να αντικαταστήσει ένα τουλάχιστον μέρος της χαμένης πλέον επιρροής της στη Ρωσία με μια ενισχυμένη πολιτική παρουσία στην υπόλοιπη Ευρώπη και την Ουκρανία.
Για την απώλεια αυτής της επιρροής φταίει βέβαια πριν από όλα το ίδιο το Βερολίνο. Και αυτό επειδή η περίφημη «στρατηγική συμφωνία» που είχε συνάψει με τη Μόσχα ήταν εκ των προτέρων εύθραυστη αφού στηριζόταν πρωτίστως σε δυο ιδιοτελείς στόχους. Από τη μια να κρατήσει τη Ρωσία εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης (και μόνο λόγω πληθυσμού θα γινόταν ο «ηγεμόνας» της Κοινότητας) και από την άλλη να τη μετατρέψει σε οικονομική της ενδοχώρα.
Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε αποδοτική τα τελευταία δέκα χρόνια χάρη και στην οικονομική άνοδο της Ρωσίας, η οποία, επιτυγχάνοντας φανταστικά ποσοστά ετήσιας αύξησης (ως και 8%), εκτινάχθηκε από τη 16η στην 8η θέση των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου. Αυτό τη μετέτρεψε σε Ελντοράντο των γερμανικών επιχειρήσεων, που άρχισαν να μετοικούν σωρηδόν εκεί (ο αριθμός τους προσέγγιζε τελευταία τις 6.300) και να επιχειρούν υπό προνομιακούς όρους –μεταξύ άλλων σε Ελεύθερες Οικονομικές Ζώνες.
Τα γεγονότα των τελευταίων οκτώ μηνών έδειξαν ωστόσο ότι τέτοια στρατηγική δεν έχει μεγάλες αντοχές. Η κρίση στην Ουκρανία επέφερε τη γρήγορη αποσύνθεσή της. Σε αυτό συνέβαλαν και «εξωγενείς» παράγοντες. Η επεκτατική πολιτική της Μόσχας στην Κριμαία, καθώς και η προσπάθεια των Αμερικανών να «περικυκλώσουν» περαιτέρω τη Ρωσία με την (αναβληθείσα ενδιάμεσα) ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Ο κύριος λόγος για την κατάρρευσή της ήταν όμως «εγγενής»: η «προδοσία» της ευρωπαϊκής ιδέας από το Βερολίνο, όπως την είχαν οραματιστεί ο Σαρλ Ντε ΓκωλΕυρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια») και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφτο κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι» που ήταν, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, στην ευρωπαϊκή ατζέντα αμέσως μετά την πτώση του βερολινέζικου τείχους.
Κατά παράδοξο τρόπο η «απώλεια» της Ρωσίας δεν εξασθένισε τη θέση της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το αντίθετο μάλλον. Στην κρίση με τη Ρωσία φάνηκε για πρώτη φορά ξεκάθαρα ότι έχει τον πρώτο λόγο.
Αυτό δεν προμηνύει ριζικές αλλαγές στον στρατιωτικό τομέα. Η Γερμανία ούτε μπορεί, ούτε θέλει να γίνει πολεμική δύναμη, όπως η Γαλλία ή η Αγγλία. Το στρατιωτικό βάρος της όμως θα αυξηθεί βαθμιαία. Προς αυτή την κατεύθυνση πιέζουν οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ. Η επόμενη σύνοδος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στις αρχές Σεπτεμβρίου στην Ουαλλία θα δείξει αν οι πιέσεις αυτές θα ευδοκιμήσουν σύντομα με τη μορφή, για παράδειγμα, μιας γενναίας αύξησης των γερμανικών αμυντικών δαπανών.
Η Ανγκελα Μέρκελ προσπαθεί βέβαια να ωραιοποιήσει αυτή την εξέλιξη. Σε πρόσφατο λόγο της στη γερμανική Βουλή για το ουκρανικό ζήτημα χαρακτήρισε τη γερμανική πολιτική ως τη «μεταμοντέρνα» πολιτική του 21ου αιώνα, που βάζει πάνω από όλα τις διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες –σε αντίθεση με την πολιτική της περασμένης εκατονταετίας που, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας, στηρίζεται στο δίκαιο του ισχυρότερου. Αυτό ήταν όμως μόνο η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή ήταν ότι μια στρατιωτικά αναβαθμισμένη Γερμανία θα αισθάνεται περισσότερο τον πειρασμό για ανάμειξη σε «ειρηνευτικές» αποστολές των διεθνών οργανισμών.
Ο απολογισμός των τελευταίων μηνών για τη Γερμανία συνοψίζεται λοιπόν στην εξίσωση. Από τη μια απώλεια της προνομιακής σχέσης της με τη Ρωσία, από την άλλη πολιτικά κέρδη στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ανιση εξίσωση, από την οποία όμως δεν εξάγεται σαφώς τι βαραίνει περισσότερο –το κέρδος ή η «χασούρα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ