«Δεν µπορούµε να αλλάξουµε όλο τον σχεδιασµό µας επειδή το 25% των Ιταλών ψήφισε τον Μπέπε Γκρίλο». Με αυτή τη φράση περιέγραψε στο «Βήµα της Κυριακής» υψηλόβαθµη κοινοτική πηγή τη συζήτηση που διεξάγεται σε ορισµένους κύκλους για ανατροπές στο µείγµα της πολιτικής που ακολουθείται σήµερα στην ευρωζώνη. Σε σχέση δε µε τις φωνές που ήδη ακούγονται στην Ελλάδα περί εκµετάλλευσης της συγκυρίας, ψύχραιµες φωνές υπενθυµίζουν τον βιαστικό χειρισµό µε το ζήτηµα του «λάθους» του ΔΝΤ. Προειδοποιούν δε για το ενδεχόµενο να αυξηθούν, προσεχώς, οι πιέσεις προς την Ελλάδα για επιτάχυνση των διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων, ώστε η ευρωζώνη να παραµείνει πιστή στον δρόµο που έχει χαράξει για έξοδο από την κρίση.
Στις Βρυξέλλες υπάρχει ασφαλώς ανησυχία για τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών, όχι όμως φόβος για την επόμενη ημέρα. Αν συνέβαινε πέρυσι ό,τι συνέβη την περασμένη Δευτέρα, όλοι θα άρχιζαν να μιλούν για διάλυση της ευρωζώνης. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι τα τελευταία 24ωρα ασκούνται ασφυκτικές πιέσεις προς τους Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι και Σίλβιο Μπερλουσκόνι να σχηματίσουν το ταχύτερο δυνατόν οικουμενική κυβέρνηση. Στις Βρυξέλλες θεωρείται κρίσιμος ο ρόλος του ιταλού προέδρου Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, που χαρακτηρίζεται «η φωνή της λογικής». Ενα σενάριο «α λα γκρέκα», δηλαδή η διεξαγωγή δεύτερων εκλογών σε σύντομο χρονικό διάστημα, θεωρείται πολύ κακό. Ο Γκρίλο λογικά θα ενισχυθεί, καταγγέλλοντας τους πάντες, ενώ η Αριστερά θα εισέλθει σε μάχη διαδοχής.
Επιπλέον, κοινοτικές πηγές εξηγούν ότι ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις ασκούνται από τις μετριοπαθείς δυνάμεις εντός Ιταλίας που κατανοούν τι θα σήμαινε μια παρατεταμένη περίοδος ακυβερνησίας. Αυτή θα μπορούσε να ερεθίσει τις αγορές, να εκτοξεύσει το κόστος δανεισμού και να υποχρεώσει την ΕΚΤ να ενεργοποιήσει το «μπαζούκας» της απεριόριστης αγοράς ομολόγων (ΟΜΤ). Ακόμη κι αυτό όμως απαιτεί σταθερή κυβέρνηση που θα δεχθεί ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής ως προαπαιτούμενο.
Το ερώτημα που τίθεται είναι μήπως το αποτέλεσμα των εκλογών πρέπει να εκληφθεί ως ηχηρή αποδοκιμασία της πολιτικής λιτότητας και έχει φθάσει η στιγμή για μεταστροφή προς μια χαλάρωση. Ωστόσο, τούτο δεν φαίνεται άμεσα πιθανό. Σύμφωνα με αναλυτές, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ιταλική οικονομία, συγκεκριμένα η μειωμένη ανταγωνιστικότητα και το υψηλό χρέος, δεν εξαφανίστηκαν μετά τις κάλπες.

«Το πλέον ανησυχητικό σημείο»
τονίζει στο «Βήμα της Κυριακής» ο Ντάνιελ Γκρος, κορυφαίος αναλυτής του Centre for European Policy Studies, «είναι ότι η Ιταλία μοιάζει ανίκανη να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις. Χωρίς αυτές όμως, η ανάπτυξη θα παραμείνει αναιμική και αυτό μπορεί μακροπρόθεσμα να καταστήσει μη βιώσιμο το ήδη υψηλό χρέος». Για τον λόγο αυτό, ευρωπαίοι διπλωμάτες συνιστούν προσοχή στην ερμηνεία του αποτελέσματος. Αφήνουν να εννοηθεί ότι μεγάλο μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας οφείλεται όχι μόνο στη διακυβέρνηση του Μάριο Μόντι, αλλά και στην απαξίωση του ιταλικού πολιτικού συστήματος.
Οπως σημειώνει ευρωπαίος αξιωματούχος, «η Ευρώπη δεν λειτουργεί με ανατροπές και μετωπικές συγκρούσεις, αλλά με συμβιβασμούς». Και προσθέτει ότι η συζήτηση για αλλαγές στο μοντέλο λιτότητας έχει ήδη ανοίξει με τον γνωστό αργό ευρωπαϊκό ρυθμό. Υπάρχει επίσης η παραδοχή σε κοινοτικούς κύκλους ότι απαιτούνται προσαρμογές. Τούτο αποδεικνύεται από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τα λάθη στις προβλέψεις για την ύφεση και τις επιπτώσεις της συσταλτικής πολιτικής που καταγράφονται στις εκθέσεις όλων των διεθνών οργανισμών.

Η κρίση δεν έχει τελειώσει
Προβληματισμός για τη «μόλυνση» της Ισπανίας και της Γαλλίας

Παρατηρείται επίσης προβληματισμός για «μόλυνση» της Ισπανίας και της Γαλλίας από πιθανή ιταλική αποσταθεροποίηση. Ο ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι, αλλά και ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ αντιμετωπίζουν αυξανόμενη ύφεση και υψηλή ανεργία στις προσπάθειές τους να ελέγξουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ωστόσο, κύκλοι των Βρυξελλών τόνιζαν ότι όποτε χρειάζεται αποσυμπιέζεται ο ατμός που συσσωρεύεται λόγω της αυστηρής οικονομικής πολιτικής. Επεσήμαιναν δε επ’ αυτού ότι τόσο η Γαλλία όσο και η Ολλανδία δεν θα έχουν κυρώσεις επειδή δεν θα πιάσουν τον στόχο του 3% για το έλλειμμα.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα καλό σημείο μέσα στη συννεφιασμένη ατμόσφαιρα. Σύμφωνα με τον κ. Γ. Εμμανουηλίδη, αναλυτή στο European Policy Center, «το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών αμφισβητεί την αισιοδοξία και τον εφησυχασμό ότι η κρίση έχει τελειώσει», που είχε καταλάβει πολλούς ευρωπαίους ηγέτες μετά την ανακοίνωση του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι «να κάνει ό,τι χρειαστεί» για τη σωτηρία του ευρώ. Αυτό καταδεικνύει ότι η ευρωζώνη είναι ευάλωτη σε πολιτικά σοκ.
Λογικά, το Βερολίνο (κυρίως) αλλά και οι Βρυξέλλες θα έπρεπε να πάψουν να κωλυσιεργούν λόγω των γερμανικών εκλογών και να προχωρήσουν ταχύτερα στα επόμενα βήματα για τη σταθεροποίηση και ενδυνάμωση της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης. Ηδη παρατηρούνται σοβαρότατες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την τραπεζική ένωση, ώστε να μπορέσει η ΕΚΤ να ασκήσει πανευρωπαϊκή εποπτεία από τον Ιανουάριο του 2014.
Τον Ιούνιο αναμένονται επίσης οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον ενιαίο μηχανισμό εκκαθάρισης των τραπεζών (SRM). Ενα ζήτημα που ίσως προχωρήσει ελαφρώς ταχύτερα είναι αυτό των διμερών συμβολαίων μεταξύ κρατών-μελών και Επιτροπής, που έχουν συμπεριληφθεί στην έκθεση του Χέρμαν βαν Ρομπάι. Αυτά προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη χρηματική ενίσχυση όσων κρατών υιοθετούν μεταρρυθμίσεις για την ανταγωνιστικότητα, ώστε να απορροφώνται οι κοινωνικοί κραδασμοί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ