Η εβδομάδα που πέρασε ήταν σημαντική για την Ενωμένη Ευρώπη. Οχι, δεν ελήφθη κάποια ουσιαστική απόφαση για το μέλλον της. Αρκούσαν μία επέτειος και μία ανακοίνωση. Κατ’ αρχήν, η συμπλήρωση 50 ετών από την υπογραφή της Συμφωνίας των Ηλυσίων, το πιστοποιητικό γέννησης του γαλλογερμανικού άξονα. Και, παράλληλα, η πολυαναμενόμενη ομιλία του πρωθυπουργού της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον που δρομολόγησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το μέλλον της Γηραιάς Αλβιώνος στην Ευρωπαϊκή Ενωση.Οι συμβολισμοί δεν θα μπορούσαν να είναι πιο χαρακτηριστικοί. Από τη μία πλευρά, η καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ και ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ βρέθηκαν στις 22 Ιανουαρίου στο Βερολίνο δηλώνοντας πίστη στο μέλλον του άξονα που έχει χαρακτηριστεί «η ατμομηχανή» της Ευρώπης. Δυτικότερα όμως, πέρα από το Στενό της Μάγχης, ο Συντηρητικός Κάμερον έλαβε μια απόφαση αμφιλεγόμενη και ριψοκίνδυνη με το βλέμμα του στραμμένο στο εσωτερικό ακροατήριο, προκαλώντας ανάμεικτες αντιδράσεις.

Δύο είναι τα κορυφαία στιγμιότυπα της μεταπολεμικής «γαλλογερμανικής Αντάντ». Το πρώτο, αναμφίβολα, η υπογραφή της Συνθήκης Φιλίας του 1963 από τον Κόνραντ Αντενάουερ και τον Σαρλ ντε Γκωλ. Το δεύτερο, ακόμη πιο φορτισμένο συναισθηματικά, η φωτογραφία του Φρανσουά Μιτεράν και του Χέλμουτ Κολ πιασμένων χέρι-χέρι στο πεδίο μάχης του Βερντέν, όπου τουλάχιστον 700.000 συμπατριώτες τους είχαν χάσει τη ζωή τους στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εν συγκρίσει με αυτά, οι εικόνες της Μέρκελ και του Ολάντ στο Βερολίνο είναι πολύ ουδέτερες, κατά πολλούς και αμήχανες. Οσοι περίμεναν κάποια βαρύγδουπη ανακοίνωση για το μέλλον της ευρωζώνης διαψεύστηκαν. Οι δύο ηγέτες δήλωσαν ότι τον Μάιο θα παρουσιάσουν από κοινού προτάσεις για την πορεία του ενιαίου νομίσματος, ενώ παρουσιάστηκαν και δύο κείμενα συμφωνιών. Το πρώτο εξ αυτών, η Διακήρυξη του Βερολίνου, επιβεβαιώνει τους βασικούς τομείς συνεργασίας της Συμφωνίας του 1963. Το δεύτερο περιλαμβάνει κοινά σχέδια σε τομείς όπως η οικονομία, η απασχόληση και η εκπαίδευση.

Είναι σαφές ότι ο γαλλογερμανικός άξονας πάσχει. Τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει στην ΕΕ χωρίς αυτόν, αλλά και τίποτε δεν είναι ίδιο μέσα σε αυτόν. Η ανισορροπία είναι εμφανής και ουδείς την αποτυπώνει καλύτερα από τον Ζακ Ντελόρ. «Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι η Γερμανία κυριαρχεί οικονομικά και η Γαλλία υποφέρει πολύ εξαιτίας του χρέους και της ανεπαρκούς ανταγωνιστικότητας. Επομένως, η σχέση είναι ετεροβαρής» δήλωσε πρόσφατα μιλώντας στους «Financial Times» ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τόσο ο Ολάντ όσο και ο προκάτοχός του, ιδεολογικά συγγενής της γερμανίδας καγκελαρίου, Νικολά Σαρκοζί προσπάθησαν να απαντήσουν σε αυτό το πρόβλημα, αλλά «η κρίση της ευρωζώνης έχει εξελιχθεί στον ρυθμό των αποφάσεων –και την έλλειψη αποφάσεων –της κυρίας Μέρκελ. Δεν είναι ωραίο να το λέει κανείς, αλλά έτσι είναι» συμπληρώνει ο κ. Ντελόρ.
Ο Ολάντ προσπάθησε στην αρχή της θητείας του να αποφύγει την κατηγορία της υποταγής που πολλοί είχαν προσάψει στον Σαρκοζί. Φλέρταρε με την Ιταλία του Μάριο Μόντι και με την Ισπανία του Μαριάνο Ραχόι σε μια προσπάθεια να εξισορροπήσει τη γερμανική ισχύ και προς το παρόν κέρδισε τις εντυπώσεις. Το αποκορύφωμα ήταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2012, όταν μπήκε για πρώτη φορά στο τραπέζι η απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Από τότε όμως η Μέρκελ κατάφερε να φρενάρει τις εξελίξεις τόσο στην τραπεζική ένωση όσο και στην απευθείας ανακεφαλαιοποίηση επικαλούμενη τις γερμανικές εκλογές.
Με τη γαλλική οικονομία να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, ο Ολάντ προτίμησε να μην αποξενωθεί από το Βερολίνο διακινδυνεύοντας να ταυτιστεί με την περιφέρεια. Το ερώτημα είναι πώς θα συμβιβαστεί το γερμανικό όραμα για μια πιο «ομοσπονδιακή Ευρώπη», ώστε το Βερολίνο να πληρώσει για τη σταθερότητα της ευρωζώνης, με τη γαλλική άποψη περί μιας πιο διακυβερνητικής Ευρώπης, η οποία όμως θα έχει στη διάθεσή της όπλα όπως τα ευρωομόλογα.
Στους πρωθυπουργούς της Βρετανίας αρέσουν οι σπουδαίες ομιλίες. Το 1946, από τη Ζυρίχη, ο Γουίνστον Τσόρτσιλ κάλεσε τη Γαλλία και τη Γερμανία να δημιουργήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Η Βρετανία θα έμενε –φυσικά –απέξω. Το 1988, στην περίφημη ομιλία της στην Μπρυζ του Βελγίου, η «σιδηρά κυρία» Μάργκαρετ Θάτσερ είχε εκφράσει την αντίθεσή της σε ένα ευρωπαϊκό «υπερκράτος». Ηταν όμως προσεκτική στις διατυπώσεις της: «Η Βρετανία δεν ονειρεύεται την άνετη και απομονωμένη ύπαρξή της στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η μοίρα μας είναι στην Ευρώπη, ως μέλος της Κοινότητας».
Ο Ντέιβιντ Κάμερον πραγματοποίησε επίσης μια σημαντική ομιλία. Το βλέμμα του όμως ήταν στραμμένο προς το εσωτερικό του μέτωπο και στις εκλογές του 2015. Υποσχέθηκε ότι εφόσον οι Τόρις επανεκλεγούν, θα αναδιαπραγματευθεί τη σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ και θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας σε αυτήν περί το 2017. Το μήνυμα του Κάμερον μοιάζει τουλάχιστον εκβιαστικό: «Δώστε μας ό,τι θέλουμε, ως τότε που το θέλουμε, αλλιώς μπορεί να φύγουμε». Ηδη στο Παρίσι βράζουν, ενώ στο Βερολίνο διατηρούν, δημοσίως έστω, την ψυχραιμία τους, με την Ανγκελα Μέρκελ να εμφανίζεται πρόθυμη να συζητήσει έναν «έντιμο συμβιβασμό».
Η ομιλία Κάμερον έγινε υπό τον φόβο ότι το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) του χαρισματικού –πλην λαϊκιστή –Νάιτζελ Φάρατζ θα μπορούσε να πλήξει βάναυσα τις εκλογικές προοπτικές των Συντηρητικών, καθώς στις δημοσκοπήσεις κινείται μεταξύ 8% και 14%, όταν στις εκλογές του 2010 είχε λάβει 3,1%. Επιπλέον, η δεξιά πτέρυγα των Τόρις γίνεται ολοένα και πιο συντηρητική στις απαιτήσεις της, λέγοντας ότι η συνεχιζόμενη συμμετοχή της Βρετανίας στην ΕΕ επηρεάζει την ευημερία των Βρετανών.
Υπό την επιρροή των «ρεαλιστών του Whitehall», της ομάδας συμβούλων που είχαν κάποτε εργαστεί στους ευρωπαϊκούς θεσμούς αλλά και στο πλευρό του Τόνι Μπλερ, ο Κάμερον επεδίωξε μια δύσκολη ισορροπία. Δεν ξεκαθάρισε όμως αν θέλει να αλλάξει την ΕΕ ή να κερδίσει την επιστροφή ορισμένων εξουσιών που έχουν εκχωρηθεί σε αυτήν. Σύμφωνα με τον Τσαρλς Γκραντ, του Κέντρου Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης (CER), «οποιαδήποτε αλλαγή Συνθήκης απαιτεί ομοφωνία και οι εταίροι της Βρετανίας δεν έχουν καμία πρόθεση να της προσφέρουν συγκεκριμένες εξαιρέσεις».
Αποφάσεις
Η ευρωζώνη σε αναμονή

Την ίδια στιγμή που ο γαλλογερμανικός άξονας αναζητεί σταθερό βηματισμό και οι Βρετανοί παραμένουν αναποφάσιστοι, στις Βρυξέλλες μοιάζει να επικρατεί ένας περίεργος εφησυχασμός. Οι γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου έχουν παραλύσει σχεδόν τα πάντα, ενώ οι κινήσεις του Μάριο Ντράγκι στο μέτωπο των αγορών έχουν εξασφαλίσει ηρεμία.
Ωστόσο η απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ESM στην οποία μελλοντικά προσβλέπει και η χώρα μας για την ελάφρυνση του χρέους συναντά υψηλά εμπόδια. Το ζήτημα συζητήθηκε εκτενώς στο πρόσφατο Eurogroup, όπου η Γερμανία, η Αυστρία και η Φινλανδία στύλωσαν και πάλι τα πόδια. Οι χώρες του Βορρά επιμένουν ότι οι εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να αναλάβουν και εκείνες μέρος της κάλυψης των απωλειών των τραπεζών τους ώστε να μην εξανεμιστούν οι πόροι του ESM, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα επονομαζόμενα «legacy assets», δηλαδή χρέη που έχουν συσσωρευθεί σε τράπεζες εξαιτίας της ελλιπούς εποπτείας από τις εθνικές τους αρχές.
Το σημείο-«κλειδί» είναι η αναδρομικότητα της ανακεφαλαιοποίησης. Οταν αναλάβει επίσημα η ΕΚΤ την εποπτεία των ευρωπαϊκών τραπεζών, θα μπορούν να επωφεληθούν της ανακεφαλαιοποίησης χώρες όπως π.χ. η Ιρλανδία, με χρέος σοβαρά επιβαρημένο από τη διάσωση των τραπεζών τους; Αυτό είναι ακόμη άγνωστο αν θα γίνει και πώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ