Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, από την πτώση δηλαδή των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και μέχρι την απαρχή της οικονομικής κρίσης του 2008, η δημόσια συζήτηση περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενοποίησης ορίζονταν από τη διάκριση μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Αυτή η διάκριση, ο διαχωρισμός παρέπεμπε στα ιστορικώς καταγραμμένα σύνορα, γεωγραφικά και πολιτισμικά, που η αντίθεση Ρώμης και Βυζαντίου έθεσε και στην σύγχρονη εκδοχή τους επιβεβαίωσε η γεωπολιτική διχοτόμηση, την οποία ο Ψυχρός Πόλεμος διαμόρφωσε στα μεταπολεμικά χρόνια.

Ο όρος «Δύση» είχε μια διπλή έννοια και ορίζονταν από τις ευρωατλαντικές συμμαχίες που διαμορφώθηκαν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και εκφράσθηκαν από το ΝΑΤΟ και βεβαίως από την πρόοδο, την ευημερία και την σταθερότητα που μετέδιδαν οι προηγμένες ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Στον αντίποδα, ο όρος «Ανατολή» κάλυπτε είτε τη Βαλκανική, που επανερχόταν βίαια στο προσκήνιο με τους εμφύλιους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία και την απειλή της «βαλκανοποίησης», του βίαιου σχηματισμού νέων εθνών – κρατών ως αποτέλεσμα της διάλυσης μεγαλύτερων πολυεθνικών οντοτήτων και μορφωμάτων, είτε τις πρώην κομμουνιστικές λαϊκές Δημοκρατίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες εντάχθηκαν το 2004 στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποκαθιστώντας την ενότητα του ευρωπαϊκού χώρου έπειτα από σχεδόν έξη δεκαετίες διπολισμού,συγκρούσεων και κυρίως απομόνωσης.
Για ένα μικρό διάστημα, μεταξύ του 2004 και του 2008 φάνηκε ότι οι παραπάνω διαιρέσεις έτειναν να εξαφανισθούν.Το ευρωπαϊκό ιδεώδες έμοιαζε καθολικό και ικανό να σπάσει τα συμπλέγματα του παρελθόντος στη Γηραιά Ήπειρο.

Η κινητικότητα μεταξύ των λαών, το σπάσιμο των συνόρων, η ελευθερία στο εμπόριο και ιδιαιτέρως το κοινό νόμισμα έδιναν την εντύπωση ότι η Ευρώπη μπορεί να ξεπεράσει ιστορικές αντιθέσεις και εθνικές αντιπαλότητες και να δημιουργήσει ένα ενιαίο ασφαλές οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον προόδου και ανάπτυξης.

Με την εκδήλωση της μεγάλης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 η αντίθεση Δύσης – Ανατολής υποκαταστάθηκε από εκείνη μεταξύ πλούσιου Βορρά και φτωχού Νότου.
Το «σύνορο» Βορρά – Νότου προϋπήρχε της παγκοσμιοποίησης από τις δεκαετίες του 60 και του 80.Η διάκριση αυτή υπήρχε από τότε στην Ευρώπη και φανέρωνε κυρίως την απόσταση του επιπέδου ανάπτυξης και ευημερίας, αλλά την πολιτική καθυστέρηση που συνόδευε τον ευρωπαϊκό Νότο. Οι βόρειο – κεντροευρωπαίοι όταν μιλούσαν για Νότο εννοούσαν την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες είχαν κοινό πολιτικό και οικονομικό παρελθόν αφού είχαν γνωρίσει δικτατορικά καθεστώτα και δημιουργήσει μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις πλούσιες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά.

Και οι τρεις αυτές χώρες διεκδίκησαν και επέτυχαν την ένταξή τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια προσδοκώντας κυρίως οφέλη από τον εκδημοκρατισμό και την πολιτική σταθερότητα, από την άρση της απομόνωσης και την μεταρρυθμιστική δυναμική, αλλά και από την αναπτυξιακή δυναμική που οι κοινοτικοί πόροι μπορούσαν να εξασφαλίσουν και να ανεβάσουν το βιοτικό επίπεδο των λαών. Και όντως για σχεδόν τρεις δεκαετίες απήλαυσαν τη αγαθά της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 φανέρωσε ωστόσο τις ατέλειες,τις υστερήσεις και βεβαίως την εξάρτηση από τους πόρους και τον περιβάλλον οικονομικής σταθερότητας, που κι αυτή ακόμη η ατελής Ευρώπη προσέφερε. Και βεβαίως όταν έλειψαν οι άφθονοι χρηματοδοτικοί πόροι, τα ελλείμματα ενοποίησης αποκαλύφθηκαν και οι παλαιές αντιθέσεις, οι παλαιοί διαχωρισμοί επανήλθαν στο προσκήνιο.

Μόλις «πέταξε» το πέπλο της χρηματοπιστωτικής προστασίας που κάλυπτε τα κενά προόδου, ανάπτυξης και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ανεδύθη και πάλι η διαφορά Βορρά – Νότου. Η επανεμφάνιση του συγκεκριμένου διαχωρισμού δεν αποδίδει τίποτε άλλο παρά τις εσωτερικές ανισορροπίες της ευρωζώνης και της Ευρώπης ολόκληρης.

Ο Βορράς περικλείει τις χώρες με παραγωγική και ανταγωνιστική διάρθρωση των οικονομιών τους, τις οποίες συνοδεύει και στηρίζει ένα σωστά οργανωμένο επιτελικό κράτος,που είναι ικανό να επωφελείται από το ενιαίο νόμισμα και ο Νότος χώρες με ένα αγροτικό,μεσογειακού τύπου άναρχο παραγωγικό μοντέλο που συνοδεύεται και υποστηρίζεται προβληματικά από αδύναμες κεντρικές διοικήσεις και ανίσχυρο πολυπληθές ανοργάνωτο κράτος, το οποίο δεν δύναται βηματίσει αποτελεσματικά στο απολύτως ανταγωνιστικό περιβάλλον της ευρωζώνης και του κόσμου ολόκληρου.

Στην δική μας περίπτωση, στην περίπτωση της Ελλάδας, η διαφορά Βορρά – Νότου δεν αποτυπώνει μόνο το οικονομικό αδιέξοδο. Λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς της χώρας με μια άλλη εστία κρίσεων, τη Μέση Ανατολή,η διατήρηση του διαχωρισμού ενέχει και τον κίνδυνο του πολιτικού αδιεξόδου, ο οποίος μπορεί να εκφρασθεί και με αυτό που αποκαλούμε «πολιτική εκτροπή».

Έννοια την οποία πολύ καλά γνωρίζουμε στην χώρα μας. Η επιρροή της «Αραβικής Άνοιξης» σε μια κοινωνία που διακατέχεται από έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς η συλλογική φαντασίωση της ανατροπής ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος κατά το πρότυπο των εξεγέρσεων των λαών της Αιγύπτου ή της Λιβύης, οι προπηλακισμοί πολιτικών, η δημόσια διαπόμπευση πρεσβευτών, οι αναφορές σε λιντσαρίσματα και η εκθείαση, άμεση ή έμμεση, της πολιτικής – κινηματικής βίας, από δεξιά και αριστερά, είναι στοιχεία ικανά να διαρρήξουν την κοινωνική ειρήνη και να καταστήσουν κενή περιεχομένου την από πολλούς επαναλαμβανόμενη ιστορική ρήση «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα».

Κακά τα ψέματα Ευρώ και Αραβική Άνοιξη είναι τα δύο μέτωπα που πιέζουν ασφυκτικά την Ελλάδα και διαμορφώνουν τάσεις εκρηκτικές,διαλυτικές. Μια μερίδα πολιτών υποστηρίζει το θεσμικό πολιτικό σύστημα, μια άλλη το αμφισβητεί ανοιχτά και μια τρίτη τοποθετείται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους προσεγγίζοντας, ανάλογα με τη συγκυρία, πότε τον ένα και πότε τον άλλο πόλο. Για να αρθεί το διπλό αδιέξοδο – πολιτικό και οικονομικό – και να αποκατασταθεί στοιχειώδης συνοχή στην ελληνική κοινωνία,η δημόσια συζήτηση θα πρέπει να μετατοπισθεί σταδιακά από την οικονομία στην πολιτική.

Με άλλα λόγια θα πρέπει να επέλθει διαχωρισμός ανάμεσα στην »πολιτική» και στην »οικονομία».Από τις εκλογές του 2009 έχουν διαχυθεί η μία μέσα στην άλλη με αποτέλεσμα η πολιτική κρίση να καθιστά δύσκολη την εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και η οικονομική κρίση να καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξεύρεση σταθερών πολιτικών λύσεων.

Πρακτικά, τα τρία τελευταία χρόνια η δημόσια συζήτηση κατακλύζεται από οικονομικούς και τεχνικούς όρους (κούρεμα, PSI, OSI, CDS κ.λ.π.) και η ψυχολογία από την αγωνία της επόμενης δόσης. Όπως ευφυώς έγραψαν ΤΑ ΝΕΑ «ακόμη δεν την πήραμε τη δόση και εμφανίζω στερητικό σύνδρομο αναζήτησης της επόμενης».

Οι Δημοκρατίες ωστόσο δεν μπορούν να επιβιώσουν με λήθη γύρω από τα πολιτικά πράγματα.Εκτός από το παραγωγικό υπόδειγμα,δηλαδή το οικονομικό μοντέλο, έχουν ανάγκη από όραμα, από ένα εθνικό αφήγημα της δεκαετίας, αποδεκτό και σταθερό πολίτευμα, σταθερούς θεσμούς αντιπροσώπευσης και αν όχι χαρισματικές,τουλάχιστον αποτελεσματικές ηγεσίες ικανές να οργανώσουν το κράτος,επιλέγοντας αξιόπιστο και καταρτισμένο στελεχιακό δυναμικό.

Μια πολιτική συζήτηση για μια κάποιου τύπου Προεδρική Δημοκρατία, για ένα μικρότερο Κοινοβούλιο, για καλύτερη αντιπροσώπευση των πολιτών με άλλη περιφερειακή δομή και συγκρότηση, μια πολιτική συζήτηση για το μέγεθος και τον χαρακτήρα του κράτους κι ακόμη μια για το μοντέλο της οικονομίας που θέλουμε θα μπορούσε να εγγυηθεί τη συνοχή, είτε οδηγεί στην αποδοχή,είτε στην απόρριψη, διότι απλούστατα δίνει υπόσταση στις διαφορές, οργανώνει τις όποιες συγκρούσεις σε συντεταγμένη διαμάχη γύρω από το μέλλον της χώρας.

Μόνο έτσι θα μπορέσει η χώρα να υπερβεί την σημερινή συγκυριακή, πολιτικά ευκαιριακή, οικονομικά και ιστορικά άστοχη αντίθεση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Γιατί απλούστατα τι κοινό μπορεί να έχουν o αντιμνημονιακός κ. Αλ. Τσίπρας με τον επίσης αντιμνημονιακό κ. Π. Καμμένο για να μην μιλήσουμε για τον κ. Μιχαλολιάκο και ξεσηκωθούν και οι πέτρες.

Η Ελλάδα λοιπόν πρέπει να ανοίξει μια συντεταγμένη πολιτική συζήτηση για το μέλλον. Και να γίνει αυτό το ταχύτερο. Γιατί απλούστατα δεν αντέχει την ανελέητη σύγκρουση που θα την σπρώξει από τον δύσκολο ευρωπαϊκό Νότο στην προβληματική Μέση Ανατολή.