Στα χέρια των πιστωτών βρίσκεται η λύση για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος και να απελευθερωθεί η δόση. Σύμφωνα με ανάλυση της Eurobank, αν εφαρμοστούν όλα τα μέτρα που περιλαμβάνει η σχετική λίστα που έχουν στα χέρια τους οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης, το ελληνικό χρέος υποχωρεί κάτω από το 120% το 2020 χωρίς να χρειαστεί να «κουρευτούν» τα δάνεια του επίσημου τομέα. Συγκεκριμένα, διαμορφώνεται στο 118% του ΑΕΠ και στη συνέχεια υποχωρεί περαιτέρω στο 104% του ΑΕΠ το 2022. Είναι προφανές ότι τα τεχνικά μέσα που θα καταστήσουν βιώσιμο το χρέος είναι διαθέσιμα και πως είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης για να διαμορφωθεί το μείγμα μέτρων που θα είναι πολιτικά το λιγότερο επώδυνο για τους πιστωτές μας.
Με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν περιθώρια λήψης πρόσθετων μέτρων που θα οδηγούσαν στη δημιουργία μεγαλύτερων πλεονασμάτων από το 2013 και μετά, η συζήτηση περιστρέφεται σε τρόπους αναδιάρθρωσης του χρέους.
Η επαναγορά
Στην κορυφή της ατζέντας βρίσκεται η επαναγορά χρέους. Οι λεπτομέρειες του πώς αυτό θα γίνει είναι σημαντικές για το πού θα διαμορφωθούν οι τιμές των ελληνικών ομολόγων, οι οποίες τις τελευταίες ημέρες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο μετά τις σχετικές συζητήσεις. Μάλιστα, οι τιμές των νέων τίτλων, που αντικατέστησαν τα «κουρεμένα» ομόλογα, έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από τον περασμένο Ιούλιο, όταν διακινούνταν σε μια τιμή περί τα 18 λεπτά το ευρώ. Σήμερα η τιμή τους έχει διαμορφωθεί περί τα 35 λεπτά το ευρώ και η εκτίμηση είναι ότι θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν.
Η εξέλιξη αυτή δυσκολεύει την επιτυχία ενός προγράμματος επαναγοράς. Και τούτο διότι όσο πιο χαμηλή είναι η τιμή των ομολόγων τόσο μεγαλύτερο χρέος διαγράφεται με τα ίδια κεφάλαια. Για παράδειγμα, με την τιμή στα 25 λεπτά το ευρώ, με 10 δισ. ευρώ διαγράφεται χρέος 40 δισ. ευρώ, ενώ με την τιμή στα 50 λεπτά το ευρώ διαγράφεται χρέος 20 δισ. ευρώ. Οπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, «τα προγράμματα επαναγοράς δεν συζητιούνται, ανακοινώνονται».
Η επαναγορά ομολόγων αφορά τους νέους τίτλους που αντικατέστησαν τα ομόλογα που κουρεύτηκαν. Οι τίτλοι αυτοί είναι ένα ποσοστό της τάξεως του 20% του ελληνικού χρέους και η επαναγορά τους μπορεί να γίνει μόνο σε εθελοντική βάση γιατί τα νέα ομόλογα έχουν εκδοθεί με βάση το βρετανικό δίκαιο και όχι το ελληνικό όπως παλιά. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβάλει συλλογικούς όρους, τα περίφημα CACs, γεγονός που σημαίνει ότι αν η πλειοψηφία των ομολογιούχων αποφασίσει την επαναγορά, η μειοψηφία υποχρεούται να ακολουθήσει. Ετσι, θεωρείται δύσκολο να συγκεντρωθεί κάποιο σημαντικό ποσό καθώς εκτός από τις ελληνικές τράπεζες, τους συνήθεις εθελοντές «αιμοδότες» του ελληνικού Δημοσίου, συμμετοχή αναμένεται και από επενδυτικά κεφάλαια που αγόρασαν τους τίτλους σε χαμηλές τιμές, ακόμα και κάτω από τα 15 λεπτά το ευρώ που είχαν υποχωρήσει την εποχή που κυριαρχούσαν οι εκτιμήσεις εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν ομόλογα συνολικής αξίας 7-8 δισ. ευρώ σε σύνολο περίπου 60 δισ. ευρώ που κυκλοφορούν στην αγορά, άρα η συμμετοχή τους από μόνη της δεν είναι αρκετή. Σημασία έχει η τιμή στην οποία θα γίνει η επαναγορά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυτή θα κυμανθεί περί τα 30-33 λεπτά το ευρώ.
Νέο «κούρεμα»
Τα ομόλογα αυτά είναι διάρκειας από 10 ως 30 έτη και έχουν αρχικά χαμηλό επιτόκιο, το οποίο στη συνέχεια αυξάνεται. Ως εκ τούτου θεωρείται ότι το δημοσιονομικό όφελος από την αναδιάρθρωση των τίτλων αυτών είναι μικρό.
Επιπλέον, μια νέα αναδιάρθρωση των ομολόγων του ιδιωτικού τομέα θα σήμαινε ότι η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές μετατίθεται στο απώτερο μέλλον. «Θα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια για να ξεχάσουν οι αγορές ενδεχόμενο διπλό «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων» σημειώνουν τραπεζικοί κύκλοι. Επιπλέον, θα πληγεί και η αξιοπιστία της ΕΕ.
Η συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα επαναγοράς δεν εκτιμάται μεγαλύτερη από 10-12 δισ. ευρώ. Για να έχει επιτυχία το πρόγραμμα υπολογίζεται ότι θα πρέπει να επαναγοραστούν ομόλογα ονομαστικής αξίας περί τα 30 δισ. ευρώ.
Αλλες επιλογές
Και εδώ μπαίνει ένα θέμα πώς θα χρηματοδοτηθεί η επαναγορά. Αλλες επιλογές είναι η επιμήκυνση του χρέους κατά 10 χρόνια που θα δώσει ανάσες στην ελληνική οικονομία, η αναβολή στην πληρωμή των τόκων στα δάνεια του EFSF και η μείωση των επιτοκίων στα διμερή δάνεια, της οικονομικής βοήθειας του πρώτου μνημονίου. Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος κάποιες χώρες να δανείζουν την Ελλάδα με υψηλότερο επιτόκιο από αυτό που οι ίδιες δανείζονται από τις αγορές.
Επίσης, στη λίστα βρίσκεται και το ενδεχόμενο να αυξήσει η ΕΚΤ το ποσό των εντόκων γραμματίων που δέχεται ως ενέχυρο από τις ελληνικές τράπεζες. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι ελληνικές τράπεζες να χρηματοδοτούν το Δημόσιο αγοράζοντας έντοκα και στη συνέχεια να τα καταθέτουν στην ΕΚΤ για να παίρνουν ρευστότητα. Η ιδέα είναι να υπερδιπλασιαστεί το επιτρεπόμενο όριο και να διαμορφωθεί στα 20 δισ. ευρώ. Ομως θα πρέπει να καμφθούν πρώτα οι αντιρρήσεις του ευρωπαίου κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι ο οποίος δεν θέλει η ΕΕ να κρύβει τα προβλήματά της κάτω από το χαλί της ΕΚΤ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ