Ο κ. Κ. Καραµανλής παραιτήθηκε την εποµένη των εκλογών από την ηγεσία της Ν∆ για να µην του ζητηθεί να παραµείνει, υποστηρίζει στο νέο του βιβλίο ο επικοινωνιολόγος κ. Ι. Λούλης, αναλύοντας ταυτόχρονα τα αίτια της κατάρρευσης της κυβέρνησης Καραµανλή και τις συνθήκες που ανέδειξαν διάδοχό του τον κ. Αντ. Σαµαρά. Το νέο βιβλίο του κ. Ι. Λούλη θα κυκλοφορήσει τις επόµενες µέρες µε τίτλο «Ο δρόµος προς την άβυσσο – Οι συνέπειες της κρίσης του κοµµατικού συστήµατος 1981-2011». «Το Βήµα της Κυριακής» παρουσιάζει σήµερα ορισµένα αποσπάσµατα του βιβλίου αυτού, τα οποία είναι βέβαιον ότι θα προκαλέσουν κλυδωνισµούς στο εσωτερικό της Ν∆.

Επιχειρώντας µια καταγραφή των πολιτικών γεγονότων της τελευταίας 30ετίας στην Ελλάδα, ο πρώην σύµβουλος του κ. Καραµανλή χαρτογραφεί τα αίτια που οδήγησαν στη χρεοκοπία του κοµµατικού συστήµατος, που οφείλεται κατά την άποψή του στο πελατειακό κράτος που ανέπτυξε ο Ανδρέας Παπανδρέου και δεν τόλµησαν στη συνέχεια να κατεδαφίσουν ο κ. Κ. Σηµίτης, ο κ. Κ. Καραµανλής και ο κ. Γ. Παπανδρέου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο που αναλύει τα αίτια της αποχώρησης του κ. Κ. Καραµανλή από την ηγεσία του κόµµατος αµέσως µετά την εκλογική συντριβή του 2009.

«Ο τρόπος παραίτησης του Καραµανλή το βράδυ της εκλογικής ήττας του 2009 είχε σηµαντικές πολιτικές επιπτώσεις. Αλλωστε, δεν παραιτήθηκε απλώς. Ταυτόχρονα από την πρώτη στιγµή έδειξε πως θέλει να πάρει αποστάσεις από τα πολιτικά δρώµενα, πράγµα που προφανώς εξηγεί τη σιωπή του» υπογραµµίζει ο κ. Ι. Λούλης.

«Αλλοι ηγέτες παραιτούνται εύλογα, εφόσον κρίνουν ότι µετεκλογικά θα ανατραπούν, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που αναµένουν έπειτα από µια εκλογική ήττα µια περίοδο σκληρής αµφισβήτησής τους, την οποία κρίνουν πως δεν µπορούν να αντέξουν. Προφανώς, τίποτε από τα παραπάνω δεν ίσχυε για τον Κώστα Καραµανλή.

Αν ο Καραµανλής αποφάσιζε να παραµείνει στην ηγεσία της Ν∆, ουδείς θα τον αµφισβητούσε. Ηταν, άλλωστε, µέχρι τέλους το πιο ισχυρό και εντέλει το µόνο χαρτί που απέµεινε στο κόµµα του.

Τραυµατισµένος µπορεί να ήταν ο Καραµανλής, “φθαρµένος” όµως δεν ήταν. Το κόµµα του αντίστοιχα ήταν όµως βαθύτατα “φθαρµένο”. Γιατί λοιπόν παραιτήθηκε;

Προφανώς, ο Καραµανλής ανησυχούσε ότι, αν δεν παραιτούνταν ακαριαία το βράδυ των εκλογών, το κόµµα του όχι µόνο δεν θα τον πίεζε να παραιτηθεί αλλά αντίθετα θα τον πίεζε να µην παραιτηθεί! Η αγωνία του λοιπόν ήταν ότι θα εγκλωβιζόταν στην ηγεσία της Ν∆, πράγµα που προφανώς απευχόταν. Αρα, αν κάτι τον προβληµάτιζε δεν ήταν ότι θα διαµορφωνόταν ένα ρεύµα υπέρ της ανατροπής του αλλά ένα ρεύµα υπέρ της παραµονής του στην ηγεσία. Παραιτούµενος άµεσα δηµιουργούσε ένα fait accompli».

Τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο οπλίζουν µε επιχειρήµατα όσους υποστηρίζουν ότι ο κ. Κ. Καραµανλής υπήρξε άτολµος πρωθυπουργός και ο κ. Αντ. Σαµαράς αρχηγός µε έντονα χαρακτηριστικά λαϊκισµού στη στρατηγική του. Ο κ. Λούλης αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη στρατηγική τού «όχι» που ακολουθούσε µέχρι πρότινος ο πρόεδρος της Ν∆. «Ο Σαµαράς δεν επιθυµούσε η Ν∆ να αποκτήσει περιθώρια ευελιξίας. Ηθελε να εγκλωβίσει το κόµµα του σε µια άτεγκτα συγκρουσιακή γραµµή. Το πλαίσιο προσέγγισης του Σαµαρά ήταν απλό στην καθαρότητά του: “∆εν έχω κανένα περιθώριο συναίνεσης µε µια κυβέρνηση που υπέγραψε το µνηµόνιο”.

Εχουµε ήδη µιλήσει για το φαινόµενο του λαϊκισµού και τους τρόπους που αυτός µπορεί να εκφραστεί. Ενα πάντως είναι δεδοµένο: ο λαϊκισµός επιδιώκει να είναι ευχάριστος στους ψηφοφόρους, να υπόσχεται πολλά και απραγµατοποίητα, να προσφέρει απλοϊκές λύσεις και µαγικές συνταγές.

Ο Σαµαράς και η οµάδα του, διέθεταν ως πολιτικο-ιδεολογικές πεποιθήσεις ένα ρηχό κράµα λαϊκισµού και εθνικισµού, δύο έννοιες άλλωστε που αλληλοσυµπληρώνονται και αλληλοτροφοδοτούνται.

Οι απαντήσεις που έχει δώσει κατά καιρούς ο Σαµαράς στο κρίσιµο αυτό ερώτηµα στερούνται στοιχειώδους σοβαρότητας. Στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στη ∆ΕΘ, σε µια αποστροφή που πέρασε εν πολλοίς απαρατήρητη, ο αρχηγός της Ν∆ διατύπωσε έναν εξωφρενικό ισχυρισµό: Αν κανείς δανείζεται λιγότερα χρήµατα από µια τράπεζα, τότε το πάνω χέρι το έχει η τράπεζα. Αντίθετα, αν έχει δανειστεί πολλά, τότε το πάνω χέρι το έχει ο ίδιος! ∆ιότι, αν χρεοκοπήσει, τότε η τράπεζα θα υποστεί σοβαρό κόστος. Το παραπάνω είναι κλασικό δείγµα λαϊκιστικής προσέγγισης. Σε ώρες που η κοινή γνώµη νιώθει ανηµποριά και αδυναµία ο λαϊκιστής πολιτικός µετατρέπει την πραγµατική αδυναµία σε φανταστική δύναµη!».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ