ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟδιακόσιες ογδόντα οκτώ χιλιάδες έλληνες ψηφοφόροι που άσκησαν κανονικά το εκλογικό τους δικαίωμα στις εθνικές εκλογές του Μαρτίου του
2004δεν προσήλθαν στην ευρωκάλπη η οποία στήθηκε τρεις μήνες αργότερα. Στην εκλογική εκείνη αναμέτρηση κατεγράφη η χαμηλότερη- τουλάχιστον μεταπολιτευτικά, αν όχι και μεταπολεμικά- συμμετοχή του εκλογικού σώματοςκαθώς η αποχή των ψηφοφόρων έφθασε στο
36,77% των εγγεγραμμένων,ποσοστό που ήταν κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το προηγούμενο ρεκόρ που είχε παρατηρηθεί πέντε χρόνια νωρίτερα, στις ευρωεκλογές του 1999, κατά τις οποίες είχαν ψηφίσει 430.000 περισσότεροι πολίτες.

Το φαινόμενο της παραδοσιακά υψηλής αποχής από τις ευρωκάλπες, αποχής μάλιστα που γίνεται υψηλότερη σε κάθε επόμενη αναμέτρηση, αποτελεί τον μεγαλύτερο εφιάλτη τόσο για τα κομματικά επιτελεία όσο και για τους αναλυτές των εταιρειών δημοσκοπήσεων που διενεργούν αυτό το διάστημα απανωτές μετρήσεις επιχειρώντας να διαγνώσουν την πρόθεση ψήφου που θα εκδηλώσουν οι εκλογείς στην επικείμενη ευρωαναμέτρηση της 7ης Ιουνίου. Δεν είναι λίγοι μάλιστα οι πολιτικοί αναλυτές που υποστηρίζουν ότι ο βαθμός συμμετοχής των ψηφοφόρων, που μαζί με τη σειρά κατάταξης των κομμάτων και το αθροιστικό ποσοστό των δύο παρατάξεων εξουσίας θα είναι τα τρία ζητούμενα αυτής της αναμέτρησης, θα αποτελέσει τον κύριο «νομιμοποιητικό παράγοντα» για τις όποιες εξελίξεις δρομολογηθούν μετά τις ευρωεκλογές.

Το πόσοι ψηφοφόροι θα προσέλθουν στην κάλπη και κυρίως ποιοι θα είναι εκείνοι που θα επιλέξουν να απέχουν από την εκλογική διαδικασία θεωρείται κομβικό σημείο για την πρόγνωση αλλά, πολύ περισσότερο, για την ερμηνεία του αποτελέσματος και του μηνύματος που θα στείλει με τη συμπεριφορά του το εκλογικό σώμα. Η εμπειρία του 2004
Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε το προηγούμενο του 2004, κατά το οποίο το γεγονός ότι επέλεξαν τη ΝΔ 726.000 ψηφοφόροι λιγότεροι από εκείνους που την είχαν ψηφίσει στις προ τριμήνου βουλευτικές εκλογές δεν μείωσε τη σημασία της ευρείας νίκης που πέτυχε το κυβερνών κόμμα στις ευρωεκλογές, αφού στη δεύτερη αυτή αναμέτρηση το ΠαΣοΚ είχε ακόμη μεγαλύτερες απώλειες, που έφθασαν στις 919.000, μειώνοντας σχεδόν κατά το 1/3 τους ψηφοφόρους που το είχαν επιλέξει στις εκλογές του περασμένου Μαρτίου.

Ετσι η «ψαλίδα» της διαφοράς ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα από 5% που είχε καταγραφεί στις προηγηθείσες εθνικές εκλογές (ΝΔ 45,36%, ΠαΣοΚ 40,55%) στις ευρωεκλογές εκτινάχθηκε στις εννέα ποσοστιαίες μονάδες, με τη ΝΔ να συγκεντρώνει 43,01%, που ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό που είχε καταγράψει σε ευρωκάλπες, ενώ το ΠαΣοΚ υποχώρησε στο 34,03%, που ήταν το δεύτερο πιο χαμηλό ευρωποσοστό του μετά το 1999, όταν είχε συγκεντρώσει 32,91%.

Οι αθροιστικές πάντως «διαρροές» οπαδών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων προς την αποχή που σημειώθηκαν στις ευρωεκλογές του 2004 ήταν- και αυτό ίσως αποτελεί το πλέον σημαντικό στοιχείο αυτής της αναμέτρησης- τετραπλάσιες από τη μετακίνηση ψηφοφόρων τους προς τους μικρότερους πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι παραδοσιακά προσελκύουν μεγαλύτερο αριθμό εκλογέων από εκείνους που τους επιλέγουν στις βουλευτικές εκλογές. Η προϊστορία πάντως των ευρωεκλογών καταδεικνύει ότι διαφοροποιήσεις στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών εμφανίζονται τόσο όταν οι ευρωκάλπες συμπίπτουν με τις βουλευτικές εκλογές όσο και όταν οι πολίτες κλήθηκαν να εκλέξουν μόνο τους έλληνες αντιπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Οι μονές και οι διπλές κάλπες
Ακόμη και στην πλέον οξυμένη ευρωαναμέτρηση, όπως ήταν εκείνη του 1984, το ΠαΣοΚ συγκέντρωσε 2.477.445 ψήφους (ποσοστό 41,59%), όταν έναν χρόνο αργότερα που έγιναν οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 1985 προτιμήθηκε από 2.916.735 εκλογείς (ποσοστό 45,82%). Αντιστοίχως, η ΝΔ, που ψηφίστηκε από 2.266.088 πολίτες (38,04%) στην ευρωκάλπη του 1984, συγκέντρωσε 2.599.681 ψήφους (40,84%) στις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν σε λιγότερο από έναν χρόνο.

Η αποχή στις ευρωκάλπες του 1984 ήταν επισήμως 19,41%, παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με ποσοστό 19,97% το 1989 που οι ευρωεκλογές διεξήχθησαν από κοινού με τις βουλευτικές εκλογές, για να ακολουθήσουν έντονα ανοδικές και αυξανόμενες τάσεις στις επόμενες τρεις ευρωαναμετρήσεις: 26,81% το 1994, 29,74% το 1999, για να φθάσει στο ανυπέρβλητο 36,77% του 2004.