Εξήντα ένα χρόνια μετά τον θάνατο του Αρη Βελουχιώτη ένα μακάβριο ερώτημα περιμένει απάντηση: τι απέγινε το κομμένο του κεφάλι – «λάφυρο» των διωκτών του – μαζί με εκείνο του πρωτοπαλίκαρού του, Τζαβέλλα, μετά τη δημόσια διαπόμπευσή τους στον φανοστάτη της πλατείας των Τρικάλων; Με αφορμή την επέτειο από τον θάνατό του στις 16 Ιουνίου 1945 στη χαράδρα του Φάγγου στη Μεσούντα Αρτας, όπου εγκλωβίστηκε από παρακρατικές ομάδες και άνδρες του 118ου Τάγματος Εθνοφυλακής, «Το Βήμα» επιχειρεί να φωτίσει την τελευταία και τραγικότερη πράξη συμβολισμού του δράματος του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ και θρύλου της ΕΑΜικής εθνικής αντίστασης.


H αντίστροφη μέτρηση για τον Αρη Βελουχιώτη (Θανάσης Κλάρας) ξεκινά ουσιαστικά με τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945), η οποία προέβλεπε την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, καθώς και την εξαίρεση από τη χορήγηση πολιτικής αμνηστίας για τα πολιτικά αδικήματα «των συναφών κοινών αδικημάτων κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήταν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος», κάτι που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον δωσιλογισμό στο πλαίσιο του ανελέητου ανθρωποκυνηγητού που είχε εξαπολύσει.


Ο Βελουχιώτης καταδίκασε τη Συμφωνία της Βάρκιζας ως αποκορύφωμα των Συμφωνιών του Λιβάνου (Μάιος 1944) και της Καζέρτας (Σεπτέμβριος 1944) – οι οποίες συνιστούσαν σταδιακή διολίσθηση σε συμβιβαστικές δεσμεύσεις του EAM έναντι του βρετανικού παράγοντος και της κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου – και βεβαίως της ανοιχτής σύγκρουσης μεταξύ Βρετανών και ΕΛΑΣ τον Δεκέμβριο του ’44 στην Αθήνα, με τον Αρη να αφήνεται εκτός του πεδίου της μάχης, να κυνηγά κατ’ εντολήν της ηγεσίας του KKE τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο.


Ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ τασσόταν υπέρ της συνέχισης της ένοπλης δράσης, θεωρώντας υποχωρητική τη στάση των ηγεσιών του EAM και του KKE. Είχε μάλιστα εκπονήσει σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών προτού οι Βρετανοί – και η επίσημη κυβέρνηση – προλάβουν να ελέγξουν την κατάσταση, κάτι ωστόσο που δεν έγινε αποδεκτό.


* H αποκήρυξη


H αλληλογραφία του με το Πολιτικό Γραφείο του KKE και οι επαφές που είχαν μαζί του στελέχη με σκοπό να τον μεταπείσουν δεν απέδωσαν, όπως άλλωστε δεν καρποφόρησε και η προσπάθειά του να εξασφαλίσει κομματικό «διαβατήριο» – παρά τις διαβεβαιώσεις της ηγεσίας – για την έξοδό του από τη χώρα προς την Αλβανία και από εκεί ενδεχομένως στη Γιουγκοσλαβία ή, ακόμη, και στη Σοβιετική Ενωση, ώστε να θέσει στα «αδελφά κόμματα» τις απόψεις του. Οι διαφωνίες του σύντομα έλαβαν ανοιχτό χαρακτήρα, με τον αρχηγό του ΕΛΑΣ να κατακεραυνώνει τις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας σε κομματικές συνάξεις και την ηγεσία να πνέει μένεα εναντίον του. H διάσταση ανάμεσά τους κορυφώθηκε με την εξαγγελία από μέρους του της δημιουργίας ενός Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας (MEA).


Από την πλευρά του ο τότε γραμματέας του KKE Γιώργης Σιάντος θα εμμείνει στη «γραμμή» της «αναμονής» με το προκάλυμμα της «μαζικής πολιτικής δράσης». «Σου συνιστούμε να ξανασκεφθείς καλά αυτό το ζήτημα» θα γράψει στον Αρη στις 3 Μαρτίου του 1945. Μάλιστα σε μια προσπάθεια να θέσει τον Βελουχιώτη υπό έλεγχο θα τον καλέσει στην Αθήνα «ως εφεδρεία» ή σε αντίθετη περίπτωση θα του ζητήσει να μείνει κρυμμένος. Εκείνος δεν υπακούει. Θα στείλει τον ίδιο μήνα επιστολή προς τα μέλη της KE του KKE όπου θα διατυπώνει τις διαφωνίες του με τις κεντρικές επιλογές του κόμματος όπως αυτές αποτυπώνονταν στις υπογραφείσες συμφωνίες.


* H «δολοφονία»


Ετσι τον Απρίλιο του ’45 η 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής θα προχωρήσει στην αποκήρυξη και στη διαγραφή του. H απόφαση θα κρατηθεί κρυφή και μόνο δύο μήνες αργότερα θα δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» η τελεσίδικη καταδικαστική κρίση του Πολιτικού Γραφείου – κατά τραγική σύμπτωση την ημέρα που ο Αρης θα άφηνε την τελευταία του πνοή περικυκλωμένος από συμμορίτες στη Μεσούντα, το απόγευμα του Σαββάτου της 16ης Ιουνίου 1945. H απόφαση αυτή ανέφερε: «Ο Κλάρας αφού μια φορά πρόδωσε και αποκήρυξε το KKE επειδή λύγισε μπροστά στην τρομοκρατία του Μανιαδάκη, ξαναζήτησε στον καιρό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα να ξαναγοράσει με το αίμα του την προδοσία του εκείνη που αναγνώρισε και καταδίκασε. Το KKE του ‘δωσε τη δυνατότητα αυτή. Σήμερα όμως σε μια δύσκολη και κρίσιμη στιγμή, από δειλία και φόβο, παρά τις υποσχέσεις και τη συμφωνία που στα λόγια έδειξε, απειθαρχεί πάλι, ξαναπροδίδει το KKE με την τυχοδιωκτική και ύποπτη στάση του που μονάχα τον εχθρό ωφελεί. Στο KKE δεν έχει θέση κανένας οσοδήποτε ψηλά κι αν στέκει και οσοδήποτε μεγάλος κι αν είναι όταν οι πράξεις του δεν συμβιβάζονται με το κοινό συμφέρον και όταν παραβιάζεται η δημοκρατική εσωκομματική πειθαρχία».


H επιστροφή του γενικού γραμματέα του KKE Νίκου Ζαχαριάδη στην Ελλάδα στις 29 Μαΐου του 1945 από το στρατόπεδο του Νταχάου, όπου ήταν έγκλειστος καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, θα αναπτερώσει τις ελπίδες του Βελουχιώτη, ο οποίος πίστεψε πως θα μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του. Ο Αρης θα επιδιώξει συνάντηση μαζί του, αλλά δεν θα τα καταφέρει ποτέ. Θα μείνει περιπλανώμενος να ψάχνει μάταια για το «σημείωμα» που θα του χορηγούσε το κόμμα για να βγει – με την έγκρισή του – από τη χώρα, ώσπου θα συναντήσει τον θάνατο.


Στις 12 Ιουνίου ένα μονόστηλο στη δεύτερη σελίδα του «Ριζοσπάστη» θα διαλύσει κάθε ελπίδα του: «Ο σ. Ζαχαριάδης μάς ανακοίνωσε ότι η KE του KKE αφού συζήτησε πάνω σε εκθέσεις που ήλθαν από διάφορες κομματικές οργανώσεις, αποφάσισε να καταγγείλει ανοιχτά την ύποπτη και τυχοδιωκτική δράση του Αρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα ή Μιζέρια). Ο Βελουχιώτης και ύστερα από τη σύναψη της Συμφωνίας της Βάρκιζας συνέχισε τη δράση του. H δράση αυτή, που μονάχα την αντίδραση μπορούσε να εξυπηρετήσει, γιατί της έδινε όπλα για να χτυπάει το KKE, να παραβιάζει τη Συμφωνία της Βάρκιζας και να δικαιολογεί τα εγκλήματά της, δεν επιτρέπει πια καμία καθυστέρηση για την ανοιχτή καταγγελία του Αρη Βελουχιώτη».


* H «επικήρυξη»


Την παραμονή του θανάτου του, Παρασκευή 15 Ιουνίου 1945, ο «Ριζοσπάστης» θα επανέλθει με πρωτοσέλιδο σχόλιο υπό τον τίτλο «Χαμένος κόπος»: «H αντίδραση θορυβεί γύρω από το ζήτημα της διαγραφής του Αρη Βελουχιώτη και ανέλαβε την υπεράσπισή του. Μάταια όμως θορυβεί» έγραφε και, αφού αναφερόταν στο «στιγματισμένο» κομματικό του παρελθόν και πώς παρά ταύτα τον εμπιστεύθηκε το κόμμα καθιστώντας τον αρχικαπετάνιο του ΕΛΑΣ για να διαφωνήσει όμως εκείνος μαζί του «εξυπηρετώντας την αντίδραση», κατέληγε: «Για τους λόγους αυτούς και ανεξάρτητα από τις υπηρεσίες που προσέφερε στον αντάρτικο αγώνα, το KKE δεν δίστασε ούτε στιγμή και τον διέγραψε».


Το γεγονός της διαγραφής του παύει να είναι μυστικό με τη στενή κομματική έννοια και γίνεται ή εμφανίζεται από την ηγεσία ως στοιχείο ευρύτερης πολιτικής αντιπαράθεσης. Σε εσωκομματικό επίπεδο οι οργανώσεις του KKE είχαν ενημερωθεί σχετικά με εμπιστευτικό γράμμα που εστάλη από την Αθήνα μετά την 11η Ολομέλεια ώστε να απομονωθεί ο Βελουχιώτης – «ούτε ψωμί ούτε νερό στον δηλωσία Μιζέρια – Αρη» ήταν το σύνθημα.


* Το «ραντεβού»


Ο Βελουχιώτης δεν μπορεί παρά να είχε ειδοποιηθεί από κάποιον για την αποκήρυξή του. Παραμένει ωστόσο αδιευκρίνιστο αν έφτασε στα χέρια του και πότε η απόφαση διαγραφής του. Κατά μία εκδοχή τη μοιραία ημέρα της 16ης Ιουνίου του ενεχείρισαν ένα χαρτί. Ενας από τους άνδρες της ομάδας του, ο Δ. Καραθάνος, έχει υποστηρίξει («Αντίο Καπετάνιε», Φιλίστωρ, 1996) επικαλούμενος τις μαρτυρίες των Θάνου (Φώτης Μαστροκώστας), Εκτορα (Ιωάννης Μαδωνής) και Λέοντα (Ιωάννης Νικολόπουλος), ανταρτών επίσης του Αρη που βρέθηκαν κοντά του ως το τέλος, ότι το απόγευμα της μοιραίας ημέρας έφτασε στη χαράδρα της Μεσούντας ένας άνθρωπός του, γνωστός από το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, ο Ηλίας Τσιουμάνης, και του έδωσε «ένα διπλωμένο χαρτί» το οποίο διάβασε παράμερα. Να ήταν η απόφαση της διαγραφής που είχε δημοσιευθεί αυθημερόν στον «Ριζοσπάστη» προφανώς είναι δύσκολο.


* Ο θάνατος


Ωστόσο όλα πια είχαν κριθεί. Εκείνο το απόγευμα θα εκδηλωνόταν η χαριστική επίθεση κατά του τμήματος του Αρη, τερματίζοντας έτσι έναν «κρυφτοπόλεμο» πολλών ημερών. Τη θέση του είχαν εντοπίσει (μετά από υποδείξεις τσοπαναραίων και χωρικών) οι παρακρατικές ομάδες του Βόιδαρου, οπλαρχηγού του Ζέρβα και του Μόκκα, με μέλη τους πρώην ΕΔΕΣίτες, και οι άνδρες του 118ου Τάγματος Εθνοφυλακής. Οταν ο κλοιός έσφιγγε, ο Βελουχιώτης έδωσε τη διαταγή να τραβήξουν όλοι προς τον Αχελώο, που διασχίζει την περιοχή, ενώ εκείνος έμεινε πίσω και κατόπιν ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Οι καπετάνιοι κρατούσαν μία τελευταία σφαίρα για τον εαυτό τους. Ο Τζαβέλλας φώναξε στους άλλους πως ο αρχικαπετάνιος σκοτώθηκε. Ζήτησε να τον ακολουθήσουν στον θάνατο. Εκείνοι δεν συμφώνησαν. Το πρωτοπαλίκαρο του Αρη έσκισε τις φωτογραφίες που είχε ο αρχηγός πάνω του, έσπασε το ρολόι του και το πιστόλι του, τον «Ελβετό», και όταν απομακρύνθηκαν οι υπόλοιποι αγκάλιασε το άψυχο σώμα του και τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας «Μιλς». Αυτή είναι η μία από τις εκδοχές του θανάτου του. Υπάρχει και εκείνη που λέει ότι ο Αρης δεν αυτοκτόνησε με το πιστόλι του αλλά με τη χειροβομβίδα, έχοντας πλάι του τον πιστό του συναγωνιστή Τζαβέλλα, ενώ οι επίσημες αναφορές του Στρατού ήθελαν τον 40χρονο ηγέτη του ΕΛΑΣ να έχει πέσει από τα πυρά των διωκτών του.


* H διαπόμπευση


Τη Δευτέρα 18 Ιουνίου 1945 η ανταπόκριση των «Νέων» από την Πάτρα ανέφερε: «Εξω της Αρτης και παρά την θέσιν Μεσίντα τμήματα Εθνοφυλακής ενεπλάκησαν με την συμμορίαν του Αρη Βελουχιώτη. Μετά πολύωρον μάχην η συμμορία του Βελουχιώτη διελύθη, ενώ αυτός ούτος ο Βελουχιώτης μετά του καπετάν Τζαβέλλα εφονεύθησαν. Προστίθεται, ότι η συμπλοκή εγένετο την 3ην απογευματινήν του Σαββάτου και ότι συνελήφθη ο εγκληματίας Σωτήριος Δράκος, μέλος της συμμορίας. Αι κεφαλαί των φονευθέντων μεταφέρονται εις Τρίκκαλα».


Την είδηση του θανάτου θα επιβεβαιώσει και ο «Ριζοσπάστης», μιλώντας όμως για αυτοκτονία. Το δημοσίευμα της Τρίτης 19 Ιουνίου στη δεύτερη σελίδα έφερε τον τίτλο: «Ο Αρης αυτοκτόνησε αφού τραυματίστηκε σε συμπλοκή με Αγγλους, Εθνοφύλακες και μοναρχικούς ληστοσυμμορίτες». H ανταπόκριση από τη Λάρισα σημείωνε ότι «κατά τη διάρκεια της μάχης ο Αρης τραυματίστηκε και για να μη συλληφθεί αιχμάλωτος αυτοκτόνησε με χειροβομβίδα της οποίας προκάλεσε την έκρηξη». Και κατέληγε: «Με την ίδια χειροβομβίδα σκοτώθηκε και ο Τζαβέλλας. Τα κεφάλια του Βελουχιώτη και του Τζαβέλλα τα έκοψαν με μαχαίρια και τα μετέφεραν στα Τρίκκαλα, όπου τα κρέμασαν στους φανοστάτες της κεντρικής πλατείας».


* Ο κανιβαλισμός


Τα κεφάλια έκοψε ο καπετάν Δράκος με σουγιά κατ’ εντολήν του Βόιδαρου.


H μαρτυρία του ΕΔΕΣίτη A. Λύκκα από την Ελάτη Αρτας, όπως την κατέγραψε ο γιατρός X. Γκούβας το 1985, είναι συγκλονιστική: «Ο Βόιδαρος ήταν όλο χαρά και διέταξε τον Δράκο να κόψει το κεφάλι του Αρη με τον σχιά (σουγιά). Εκείνος δεν μπορούσε ούτε ανάσα να πάρει. Εβγαλε έναν σχιά, απ’ αυτούς που διπλώνουν στα δύο, και πήγε κοντά να κόψει το κεφάλι του Αρη. Ελα όμως που ο σχιάς δεν έκοβε και ταλαιπωρήθηκε ο έρμος. Πρέπει να ‘κανε περισσότερα από δεκαπέντε λεπτά ν’ αποκόψει το κεφάλι. Δυσκολεύθηκε εκεί που είναι τα νεύρα. Ο Βόιδαρος έπιασε το κεφάλι από τα μαλλιά και το σήκωσε ψηλά να το δουν όλοι όσοι ήταν εκεί τριγύρω. Καθώς έσταζε ακόμα αίματα, το έβαλαν στον τουρβά. Για να μη μυρίσει στη διαδρομή το παραφούσκωσαν με αλάτι».


Τα «λάφυρα» μεταφέρθηκαν μέσω Μεσούντας (στην πλατεία της οποίας στήθηκε γλέντι από τους παρακρατικούς) και Μυρόφυλλου (όπου τα επεδείκνυαν ακουμπισμένα σε ένα πεζούλι έξω από το καφενείο του χωριού), στα Τρίκαλα. Το έγγραφο του στρατιωτικού διοικητή Λάρισας συνταγματάρχη Μουκανάκη της 18ης Ιουνίου αναφέρει: «Αι κεφαλαί των Αρη και Τζαβέλλα εξετέθησαν εις κοινήν θέαν εις την πλατείαν της πόλεως Τρικκάλων. Εδόθη διαταγή να ταφώσι μετά την λήψιν των διαφόρων φωτογραφιών κτλ. παρά της σημάνσεως Χωροφυλακής Τρικκάλων». Τάφηκαν όμως;


* Οι μαρτυρίες


Οι μαρτυρίες, σε συνδυασμό με τα δημοσιεύματα της εποχής, για το πόσο έμειναν κρεμασμένα τα κεφάλια στον φανοστάτη διαφέρουν. Αλλού προκύπτει πως ήταν από 18 ως 20 Ιουνίου και αλλού από 17 ως 19 Ιουνίου, και στις δυο περιπτώσεις πάντως λιγότερο από 48 ώρες. Ηταν πιασμένα με σχοινί (ή συρματόσχοινο) από τις άκρες ενός πασάλου, ο οποίος δέθηκε σε προσιτό για τα μάτια των αποσβολωμένων πολιτών σημείο του πανύψηλου φανοστάτη που έστεκε στην κεντρική πλατεία Ρήγα Φεραίου. H «Ακρόπολη» θα γράψει: «Πυκνά πλήθη παρήλασαν από την πλατείαν όπου ήσαν ανηρτημέναι αι κεφαλαί διά σχοινίων από τον πάσσαλον. Το θέαμα ήτο φρικιαστικόν…». Ενώ ο δημοσιογράφος και μέλος του 118ου Τάγματος Εθνοφυλακής Ρίζος Μπόκοτας («Ποιος κρύβει το κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη», Γλάρος, 1984) θα καταγράψει: «Το κρέμασμα των κεφαλιών ακολουθεί μια γιορτή ζούγκλας που διαρκεί ως το ξημέρωμα της άλλης μέρας, με πίπιζες, νταούλια, ζουρνάδες, βασιλικά θούρια και με το «Ζέρβα μ’, σε θέλει ο βασιλιάς…»».


Στο ρεπορτάζ της 19ης Ιουνίου η «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα αναφέρει ότι «αι κεφαλαί των δύο αρχηγών εξετέθησαν προς κοινήν θέαν εις την κεντρικήν πλατείαν των Τρικκάλων καθ’ όλην την ημέραν τής χθες, χιλιάδες δε κόσμου παρήλασαν διά να ίδουν την κεφαλήν του φοβερού Αρη». H εφημερίδα μεταφέρει και την εξής σημαντική πληροφορία: «Αργά την νύκτα αι Αρχαί απέσυρον τας εκτεθειμένας κεφαλάς, πιστεύεται δε ότι αύται ταριχευόμεναι θα μεταφερθούν ενταύθα. Τα πτώματα εγκατελείφθησαν εις τον τόπον της μάχης». H πληροφορία για ενδεχόμενη μεταφορά των κεφαλιών στην Αθήνα έχει το ειδικό ενδιαφέρον της, σε συνδυασμό με το ταξίδι του Ναπολέοντα Ζέρβα στα Τρίκαλα, ενώ ως προς τις σορούς των δύο ανταρτών οι επικρατέστερες εκδοχές, που προκύπτουν από μαρτυρίες, είναι δύο: ή ότι πετάχτηκαν επί τόπου στον Αχελώο ή ότι τις περιέφεραν στα χωριά με κάρο και κατόπιν τις πέταξαν. Σε κάθε περίπτωση θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι δεν βρέθηκαν και δεν ετάφησαν ποτέ. Ωστόσο ούτε για τις σορούς έχει αποκαλυφθεί τι πραγματικά συνέβη.


* Ο προσκεκλημένος


Ο ιδρυτής του ΕΔΕΣ φέρεται να ανέβηκε με κουστωδία από την Αθήνα για να συγχαρεί τους εθνικόφρονες για τη μεγάλη επιτυχία τους να πιάσουν τον «αρχισυμμορίτη» – και θανάσιμο αντίπαλό του – Βελουχιώτη (με τον οποίο είχε μακρινή συγγένεια). Μετά τις κανιβαλικές εκδηλώσεις γύρω από τον φανοστάτη και την αποκαθήλωσή τους τα κεφάλια μεταφέρθηκαν μέσα σε τσουβάλι από παρακρατικούς και χωροφύλακες στην τότε Διοίκηση Χωροφυλακής, σε ένα υπόγειο, και τοποθετήθηκαν μέσα σε τσίγκινο καζάνι με πάγο και αλάτι ώσπου να τα δει ο Ζέρβας. Οι παρακρατικοί δεν θα διστάσουν να κυκλοφορήσουν στην πόλη χλευαστικά τη φήμη ότι τα κεφάλια τα πέταξαν «σε βόθρο» ή ότι τα έριξαν «στα σκυλιά»!


Υπάρχει ωστόσο η εκδοχή ότι τα κεφάλια δεν πετάχτηκαν ούτε θάφτηκαν, αλλά μεταφέρθηκαν. Ο αρχηγός του ΕΔΕΣ φθάνει στα Τρίκαλα (το ταξίδι του τοποθετείται χρονικά γύρω στις 20 – 21 Ιουνίου) και οδηγείται στη διοίκηση για να δει τα «τρόπαια», ενώ το βράδυ θα οργανωθεί γλέντι προς τιμήν του υψηλού προσκεκλημένου στη σάλα κάτω από το ξενοδοχείο «Πανελλήνιον», παρουσία γνωστών συμμοριτών του θεσσαλικού κάμπου, όπως ο Σούρλας από τα Φάρσαλα και ο Τσιαντούλας από τα Τρίκαλα.


«Αι δύο κεφαλαί ενεταφιάσθησαν ήδη»…


Τα κεφάλια φέρεται να είχαν τοποθετηθεί σε δοχείο πετρελαίου που σφραγίστηκε και κατόπιν γεμίστηκε με οινόπνευμα από το στόμιο, ενώ τα ίχνη τους χάνονται με την αναχώρηση του Ζέρβα για την Αθήνα. Κατά τον ισχυρισμό του Μπόκοτα – αλλά και τις υποψίες άλλων – τα κεφάλια μεταφέρθηκαν στην Αθήνα «για να καταλήξουν στο Εγκληματολογικό Μουσείο, δίπλα σε εκείνα των λήσταρχων Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Τζαμήτρα κ.ά.». H φήμη αυτή ωστόσο ουδέποτε επιβεβαιώθηκε, ενώ κατηγορηματικά τη διέψευσε – εμφανώς ενοχλημένος – ο σημερινός υπεύθυνος του Εγκληματολογικού Μουσείου καθηγητής Ιατροδικαστικής κ. Σ. Κουτσελίνης όταν του θέσαμε το θέμα. (Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1933 και βρίσκεται στην Ιατρική Σχολή στην περιοχή Γουδί, ενώ η πρόσβαση σε αυτό δεν επιτρέπεται στο ευρύ κοινό και στους δημοσιογράφους.)


H «Ελεύθερη Ελλάδα», το όργανο του EAM, ζητούσε στις 20.6.1945 να κατεβάσουν τα κεφάλια από τον φανοστάτη και να τα μεταφέρουν στον Γοργοπόταμο για να ταφούν, «εκεί που ο Αρης δόξασε την Ελλάδα». Και καλούσε «να μη μιλούν για ταρίχευση και για μεταφορά του λειψάνου στην Αθήνα». H «Ακρόπολις» ωστόσο θα γράψει την επομένη ότι «αι δύο κεφαλαί ενεταφιάσθησαν ήδη συμφώνως προς εντολήν των Αρχών», κάτι που θεωρείται από πολλούς το πιο πιθανό. Πού όμως; Κανείς δεν έμαθε ποτέ! Κάποιοι από εκείνους που έζησαν τα μακάβρια γεγονότα εικάζουν ότι τα κεφάλια θάφτηκαν εν όσω ήταν στα Τρίκαλα – και σε άγνωστο σημείο για να μη γίνουν πόλος προσέλκυσης των ομοϊδεατών του Αρη – και ότι ουδέποτε μετεφέρθησαν στην Αθήνα. Παρά τις προσπάθειες όμως που κατέβαλαν επί σειρά ετών οι ανιψιές του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ, θυγατέρες του αδελφού του, Μπάμπη Κλάρα, αλλά και συναγωνιστές του, δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν την αλήθεια.