Το τρομερό παιδί του ΠαΣοΚ




Η απομάκρυνση του κ. Β. Κεδίκογλου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠαΣοΚ και η επικείμενη διαγραφή του από το κόμμα αποτελούν το τέλος μιας πολιτικής διαδρομής που αποτυπώνει την ίδια την πορεία του ΠαΣοΚ και τις διακυμάνσεις της. Το καλοκαίρι του 1977 εξελέγη από την Πανελλήνια Συνδιάσκεψη του ΠαΣοΚ μέλος του Πειθαρχικού και το ίδιο αξίωμα κατέλαβε και στο συνέδριο του 1984. Σε αυτό το διάστημα διέγραψε ή επικύρωσε τις διαγραφές ουκ ολίγων στελεχών του Κινήματος. Επιθετικός στις διατυπώσεις του και αυστηρός στην τήρηση της κομματικής νομιμότητας, δεν υπήρξε περίπτωση να δώσει συχωροχάρτι σε όσους βρέθηκαν «εκτός γραμμής» ή προσέβαλαν το ΠαΣοΚ, τον πρόεδρό του και τα στελέχη του. Πολλοί θυμούνται μια φράση που χρησιμοποιούσε συχνά: «Με ποιο σκεπτικό, σύντροφε Παγουρόπουλε, τους διαγράφουμε;». Το 1978 ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και πήρε μέρος σε μια ιστορική συνεδρίαση του Πειθαρχικού, στην οποία «εκκαθαρίστηκαν» εκατοντάδες στελέχη της Νεολαίας και ανάμεσά τους ο νυν βουλευτής κ. Ελ. Τζιόλας. Ελάχιστοι ­ μεταξύ των οποίων οι κκ. Ι. Μαγκριώτης και Ι. Δατσέρης ­ διεσώθησαν τότε. Η μοίρα το έφερε και ο ίδιος ο κ. Κεδίκογλου θα πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει το πρώτο «πειθαρχικό» που στήνεται επί των ημερών τού κ. Κ. Σημίτη, με το ερώτημα της διαγραφής από τους κομματικούς καταλόγους. Εχοντας στην πλάτη του δύο απομακρύνσεις από την Κοινοβουλευτική Ομάδα, σε δύο διαφορετικές περιόδους και από δύο διαφορετικούς προέδρους του ΠαΣοΚ, υποθέτει κανείς πως ελάχιστα τον ενδιαφέρει η τρίτη απομάκρυνσή του.



Ο κ. Β. Κεδίκογλου είναι από τα πρώτα μέλη του ΠαΣοΚ. Προσχώρησε σε αυτό όντας ήδη επιτυχημένος «μεγαλομηχανικός» της Εύβοιας ­ άλλωστε, σύμφωνα με τις τελευταίες δηλώσεις του «πόθεν έσχες», συμπεριλαμβάνεται στους πλουσιότερους βουλευτές ­ και σε μια συγκέντρωση υποψηφίων βουλευτών που συγκάλεσε ο Α. Παπανδρέου το 1974 τον άκουσαν να λέει: «Πρόεδρε, εμείς πρέπει να γίνουμε ένα αστικό κόμμα, αλλιώς δεν έχουμε μέλλον». Το 1975 είχε εξελιχθεί σε «σκληρό μαρξιστή» και στις συνελεύσεις ανέφερε «τσιτάτα».


Στα 68 χρόνια του ο πολιτικός μηχανικός από την Ιστιαία της Εύβοιας έχει διανύσει μεγάλο μέρος του πολιτικού εκκρεμούς. Εξελέγη δέκα φορές βουλευτής ­ αν και τον περασμένο Απρίλιο δυσκολεύτηκε ­, μπήκε δύο φορές στις κυβερνήσεις του Α. Παπανδρέου και τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον κατ’ εξοχήν αντίπαλό του: τον κ. Σημίτη. Το 1992 ο νυν Πρωθυπουργός ήταν για τον κ. Κεδίκογλου το «κόσμημα του ΠαΣοΚ» ­ αλλά τώρα τον χαρακτηρίζει faux. Για χάρη του όμως τότε εξόργισε τον ιδρυτή του Κινήματος, με αποτέλεσμα να βρεθεί μια Κυριακή πρωί εκτός Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Υπήρξε, μαζί με τον κ. Χ. Καστανίδη και τον κ. Α. Μαντέλη, από τους «πρώιμους» «σημιτικούς» του ΠαΣοΚ σε μια περίοδο όπου το είδος ήταν εξαιρετικά σπάνιο, αφού για όποιον ήθελε να περάσει «απέναντι» υπήρχε η ομπρέλα του Γ. Γεννηματά. Ο κ. Κεδίκογλου στις 10 Φεβρουαρίου 1992 έβαλε ευθέως εναντίον του Α. Παπανδρέου, προτείνοντας να ορισθεί αναπληρωτής του «επειδή ο μαέστρος της ορχήστρας έχει πρόβλημα». Ο κ. Σημίτης υπερασπίστηκε και τον ίδιο και τους κκ. Καστανίδη και Η. Παπαδόπουλο ­ που απομακρύνθηκαν μαζί του ­ χαρακτηρίζοντας «άκυρη» τη διαγραφή, αλλά δεν μπόρεσε να τον σώσει. Δεν φανταζόταν ότι λίγα χρόνια αργότερα θα τον διέγραφε δύο φορές ο ίδιος. Την πρώτη γιατί αρνήθηκε να υπερψηφίσει τον προϋπολογισμό. Τώρα γιατί κατελήφθη από ένα είδος «αμόκ» και «ξεπέρασε κάθε όριο».


Μπήκε στην πολιτική προ της δικτατορίας συμμετέχοντας στους Δημοκρατικούς Συνδέσμους που καθοδηγούσε ο κ. Αντ. Λιβάνης, την ίδια εποχή όπου ο κ. Σημίτης πρωταγωνιστούσε στον Ομιλο Παπαναστασίου. Σε μια συγκέντρωση στο «Χίλτον» συνάντησε για πρώτη φορά τον κ. Π. Αυγερινό, που μετείχε στην οργάνωση ως μέλος μιας ομάδας «δημοκρατικών γιατρών» που συναποτελούσαν ο Ν. Βγενόπουλος, ο κ. Ν. Φαρμάκης, αλλά μάλλον δεν τον συμπάθησε, ασπαζόμενος και επαναλαμβάνοντας αυτό που έλεγε πρόσφατα ο κ. Λιβάνης στην παρουσίαση ενός βιβλίου του κ. Χρ. Παπουτσή: «Ο Παρασκευάς ήταν ο μόνος που επιβίωσε όλων των καταστάσεων». Στην «έχθρα» του με τον κ. Ευ. Γιαννόπουλο δεν έχει αφήσει χαρακτηρισμό που να μην έχει εκτοξεύσει αλλά και εισπράξει. Εκτός από «ταγματασφαλίτης» και άλλα παρόμοια, του προσάπτει τώρα ότι «δεν πήγε ούτε να θάψει τον Μανδηλαρά».


Ο μεταξύ τους πόλεμος ξεκίνησε όταν ο κ. Γιαννόπουλος ήθελε να διώξει έναν εισαγγελέα από τη Χαλκίδα. Ο κ. Κεδίκογλου του επετέθη και έκτοτε αμφότεροι ανταλλάσσουν τις χειρότερες των «φιλοφρονήσεων». Εχοντας πρόσβαση σε ορισμένα στρατιωτικά αρχεία ­ με τη συνδρομή του αδελφού του, πρώην αντιστρατήγου καθώς λέγεται ­ ξεκίνησε έναν «αγώνα» για να αποδείξει ότι «ο Γιαννόπουλος δεν υπήρξε ποτέ του αντιστασιακός, αλλά ήταν προδότης».


Παρά τη θητεία του στους Δημοκρατικούς Συνδέσμους ο κ. Κεδίκογλου δεν τα πήγε ποτέ καλά με τον κ. Λιβάνη, έχοντας στενές σχέσεις με τον άλλο ισχυρό άνδρα της εποχής, τον Ι. Αλευρά, με την υποστήριξη του οποίου μπήκε στην κυβέρνηση ως υπουργός Εμπορίου το 1984. Δεν έμεινε στη θέση του πάνω από επτά μήνες καθώς συγκρούστηκε με το σύνολο των επιχειρήσεων ποινικοποιώντας την «κερδοσκοπία». Εκείνη την περίοδο επέβαλε στη Χαλυβουργική της οικογένειας Αγγελοπούλου το κολοσσιαίο ­ για την εποχή ­ πρόστιμο των 8 δισ. δρχ. και στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής στις κρατικές προμήθειες για πέντε χρόνια, προκαλώντας την οργή του ίδιου του Α. Παπανδρέου αλλά και του τότε πανίσχυρου κ. Γερ. Αρσένη που είπε: «Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι δεν πρέπει να συγχέει την αστυνόμευση των τιμών με το σοσιαλιστικό πρόγραμμα». Ο κ. Κεδίκογλου έχασε τη μάχη με το «κατεστημένο που ψυχορραγούσε» αλλά και το υπουργείο του, αφού απελύθη στις 21 Σεπτεμβρίου 1984, μαζί με τον Αντώνη Τρίτση, αλλά για αυτόν δεν υπήρχε επιστολή ανάλογη με το «έγραψες ιστορία». Εμεινε σχεδόν τέσσερα χρόνια εκτός κυβερνήσεως και τις ταραγμένες ημέρες του Νοεμβρίου του 1988 ­ με το σκάνδαλο Κοσκωτά να συγκλονίζει το ΠαΣοΚ ­ επέστρεψε ως υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, αλλά δεν έμεινε στη θέση του πέρα από τον Μάρτιο του 1989. Από τότε πήρε τις αποστάσεις του από τον Α. Παπανδρέου και στράφηκε προς τον κ. Σημίτη. Παρ’ ότι κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, υπήρξε επικριτής του· έφθασε μάλιστα στο σημείο να επικρίνει σκληρά και τον κ. Δ. Κρεμαστινό την εποχή του Ωνασείου.


Κάποτε ο μέσος οπαδός του ΠαΣοΚ θεωρούσε τον κ. Κεδίκογλου «αποφασισμένο αγωνιστή, με κάποιες ιδιοτροπίες, που τα λέει έξω από τα δόντια». Τα τελευταία χρόνια η φράση που ακούει κανείς είναι: «Ο Κεδίκογλου είναι τρελός». Στις συνεδριάσεις της Βουλής τουλάχιστον μία φορά τον μήνα ο κ. Α. Κακλαμάνης «ιδρώνει για να τον βάλει σε τάξη». Μπορεί να μην έχει πάντα άδικο, αλλά «του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και δεν ξέρει τι κάνει» λένε. «Είσαι ανάγωγος και υβριστής» του είπε μόλις προχθές ο κ. Φ. Ιωαννίδης. Ο βουλευτής Ευβοίας ­ με την «αποκλίνουσα συμπεριφορά» για τους περισσότερους συναδέλφους του, οι οποίοι μάλλον τον αποφεύγουν ­ κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να επιβεβαιώσει τους χαρακτηρισμούς. Κυριολεκτικά από το χέρι του, το οποίο μια φορά μέσα στη Βουλή επέπεσε επί του προσώπου τού τότε βουλευτή του ΚΚΕ κ. Ευστρ. Κόρακα, ενώ άλλη μία δοκίμασε την παλάμη του ένας άτυχος ­ και τυφλός ­ τηλεφωνητής του ΚΑΤ. Μερικές φορές, λένε, η οργή του δεν είναι και τόσο ανιδιοτελής: συνήθως επιτίθεται σε όσους δεν του κάνουν τα χατίρια. Ο κ. Γ. Μίρκος δέχθηκε τα πυρά του ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας για κάποιον τοπικό εργολάβο, ο κ. Αρσένης γιατί δεν προήγαγε τον αδελφό του, ο πρώην νομάρχης Ευβοίας χαρακτηρίσθηκε «τενεκές» γιατί τον αγνοούσε στις εξυπηρετήσεις, ενώ στον συνυποψήφιό του κ. Δ. Πιπεργιά καταλόγισε στο περιστύλιο της Βουλής ότι κυκλοφορούσε με το κότερο του επιχειρηματία κ. Βαρβουτή, μέρες που είναι.