* Ποιοι κατηγορήθηκαν ως «αποστάτες» και διασπαστές * Το τρίγωνο Χαριλάου Τρικούπη, Βουλής και Καστρίου * Η κατανομή των πολιτικών ρόλων




Αν αισθάνεστε ότι έχετε χάσει συνέχειες από το μυθιστόρημα του ΠαΣοΚ, μην ανησυχείτε. Μπορείτε να αρχίσετε την ανάγνωσή του και από σήμερα. Αλλωστε, η επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας, η υποδοχή του, η απόφαση για την ίδρυση του Κινήματος, η θυελλώδης και πολυκύμαντη σχέση του με την κυρία Βάσω Παπανδρέου και οι συγκρούσεις μαζί της που κράτησαν ως το τέλος της ζωής του παρέχουν πλούσιο υλικό, που ξεπερνά τη φαντασία ακόμη και του πλέον ευφάνταστου μυθιστοριογράφου. Η εκρηκτική προσωπικότητα του ιστορικού ηγέτη του ΠαΣοΚ σκιαγραφείται από τις μαρτυρίες εκείνων που τον έζησαν από κοντά, τις ίντριγκες, τα πάθη και τα μίση που έδιναν και έπαιρναν κάτω από την ήρεμη επιφάνεια των κομματικών ισορροπιών. Η διάλυση του ΠΑΚ και η ίδρυση του ΠαΣοΚ, οι συγκρούσεις του με τους κεντρώους, τα πρώτα βήματα του νεογέννητου κόμματος που έμελλαν να αλλάξει τον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας. Οι συνωμοσίες στους διαδρόμους του Χέρφιλντ, η ρήξη με τον Αλευρά και οι πρώτες διαγραφές ξεδιπλώνονται σε ένα περιπετειώδες, γεμάτο εκπλήξεις ανάγνωσμα.


Το μυθιστόρημα του ΠαΣοΚ Πολιτική και ίντριγκες, έρωτες και μίση στις αυλές της εξουσίας Μέρος 42ον


Σε μια σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΠαΣοΚ ο κ. Μ. Χαραλαμπίδης αποκάλεσε τον Γ. Γεννηματά «αρχηγό φυλής». Από εκείνη τη στιγμή στο μυαλό πολλών καρφώθηκε η ιδέα ότι το 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί και να μην ίδρυσε κόμμα αλλά… ινδιάνικη κατασκήνωση. Και για πολλά χρόνια τα στελέχη του ΠαΣοΚ το πρώτο πράγμα που ελέγχουν είναι το «φτερό» τους. Με το πέρασμα του χρόνου μάλιστα ο κανόνας που κυριάρχησε ήταν περίπου ότι «καλός Ινδιάνος είναι ο δικός μας Ινδιάνος». Και όπως όλοι οι φύλαρχοι του κόσμου έτσι και οι φύλαρχοι του ΠαΣοΚ άρχισαν να κοιτάζονται στον καθρέφτη και να βλέπουν τον εαυτό τους «φύλαρχο των φυλάρχων».


Οσο ο Α. Παπανδρέου ήταν όρθιος αυτά ελάχιστη σημασία είχαν. Σχεδόν από την εμφάνισή του το ΠαΣοΚ είχε την πολυτέλεια να λειτουργεί λιγότερο ως συμπτυγμένη πολιτική δύναμη και περισσότερο ως άθροισμα προσώπων και τάσεων. Είκοσι πέντε χρόνια σε τίποτε δεν ζημιώθηκε από αυτή την ιδιοτυπία. Τα εσωτερικά ρεύματα κατείχαν πάντα δευτερεύοντα ρόλο ενώπιον της πολιτικής που χάρασσε ­ ενίοτε και χωρίς να συμβουλευθεί κανέναν ή συμβουλευόμενος τους πάντες και αποφασίζοντας μόνος του ­ ο Α. Παπανδρέου. Σε μερικές περιπτώσεις αυτή η πολιτική δεν ήταν εύκολο να λάβει σαφή χαρακτηρισμό. «Πρόεδρε, μήπως είσαι ΚΟΔΗΣΟ;» θα αστειευθεί μια φορά με τον Α. Παπανδρέου στους διαδρόμους της Βουλής ο Στ. Τζουμάκας, σχολιάζοντας μια ομιλία που δεν θύμιζε και πολύ ΠαΣοΚ.


Για πολλά χρόνια οι «φύλαρχοι» του ΠαΣοΚ ήταν απλές φιγούρες, λιγότερο ή περισσότερο συμπαθητικές. Απόδειξη η ευχέρεια με την οποία ο Παπανδρέου τούς ανεβοκατέβαζε στα κομματικά και κυβερνητικά αξιώματα και η ευκολία με την οποία κέρδιζε όλες τις «παρτίδες» στις κρίσιμες ψηφοφορίες, στο Κίνημα και στη Βουλή. Η χαρισματική προσωπικότητα και η αδιαμφισβήτητη παντοδυναμία του κατόρθωναν να ενοποιούν τις οποιεσδήποτε τάσεις και να τους δίνουν μια συγκεκριμένη συνολική φυσιογνωμία, ανάλογα με τη συγκυρία. Το ΠαΣοΚ ήταν ό,τι αποφάσιζε κάθε φορά ο αρχηγός του. Υπήρχαν «συνιστώσες» αλλά τη «συνισταμένη» τη διαμόρφωνε η κρίση του πρωθυπουργού.


Οι ομάδες και οι παρέες ήταν συστατικά στοιχεία του ΠαΣοΚ από την πρώτη στιγμή της ζωής του. Αλλωστε η σημαντικότερη πράξη μετά την ίδρυσή του ήταν ο συνεταιρισμός με τη «μεγάλη ομάδα» της Δημοκρατικής Αμυνας, με την οποία μάλιστα συνυπέγραψε και συμβόλαιο ποσοστώσεων στα όργανα! Η Δημοκρατική Αμυνα αποχώρησε και στη θέση της ανεδείχθησαν νέες ομάδες. Στις περιόδους των κρίσεων οι πιο αδύνατοι έπαιρναν την άγουσα προς την έξοδο, για να επιστρέψουν με δόξα και τιμή αργότερα μερικοί από αυτούς.


*Η εξαίρεση του κανόνα


Οι άλλοι συνέχιζαν να «συνυπάρχουν με τις αντιθέσεις τους». Οσο το ΠαΣοΚ διπλασίαζε τα εκλογικά ποσοστά του, οι «συσπειρώσεις» συνεχίζονταν σε βαθμό που μερικοί να αναρωτιούνται τι θα γινόταν αυτό το κόμμα αν ξαφνικά σταματούσαν οι «ομαδοποιήσεις». Ο πρώτος που φαίνεται να αντελήφθη τον κίνδυνο ήταν ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου, ο οποίος παρά την κατ’ επανάληψη καταδίκη τους δημιουργούσε ­ τεχνητά ­ περιθώρια για την ύπαρξή τους, επιλέγοντας συγκεκριμένα στελέχη ως καθημερινούς συνομιλητές και συνεργάτες του. Οποιος είχε «πρόσβαση στο Καστρί» θεωρούνταν αυτομάτως «ομαδάρχης» και «διαμεσολαβητής» ανάμεσα σε μια κατηγορία στελεχών του ΠαΣοΚ και στον ηγέτη του. Ο μόνος που εξαιρέθηκε εξ αρχής από αυτό τον κανόνα ήταν ο Κ. Σημίτης.


Οι ομαδοποιήσεις δεν απείλησαν την ύπαρξη του ΠαΣοΚ τις δύο πρώτες δεκαετίες γιατί η καταλυτική παρουσία του προέδρου του Κινήματος καταδίκαζε όποιον επιχειρούσε τη διάσπασή του σε αδιέξοδο. Η Δημοκρατική Αμυνα «χάθηκε νωρίς». Ο Γερ. Αρσένης και ο Αντ. Τρίτσης απέτυχαν να πάρουν με το μέρος τους ένα τμήμα της βάσης του ΠαΣοΚ, παρά το ότι υπήρξαν δημοφιλείς. Ο Ν. Καργόπουλος έμεινε «γκρουπούσκουλο». Και ο Δ. Τσοβόλας το κατόρθωσε όταν πλέον ο ιδρυτής του κόμματος δεν υπήρχε. Ο Α. Παπανδρέου δεν ήταν απλώς αρχηγός ενός κόμματος. Ηταν θεσμικός παράγοντας ενός ευρύτατου πολιτικού χώρου, του οποίου οι επιμέρους αντιθέσεις αποτελούν συστατικό στοιχείο του. Δεν είναι τυχαίο ότι κανένα από τα κορυφαία στελέχη του ΠαΣοΚ δεν χειραφετήθηκε ποτέ απέναντί του πριν από το 1989. Το «σύνδρομο Κατσιφάρα» ­ «δεν θα μας γνώριζε ούτε ο θυρωρός μας χωρίς τον Ανδρέα» ­ ελάχιστους δεν συμπεριελάμβανε.


Ωστόσο από τη στιγμή που ο Α. Παπανδρέου υποχρεώθηκε σε προσωρινή υπερορία και όταν επέστρεψε η κατάσταση της υγείας του άφησε να διαφανεί ένας ορίζοντας που δεν τον συμπεριελάμβανε, τα «υπόγεια ρεύματα» άρχισαν να βουίζουν. Στο τέλος του 1988 και ενώ δεν είχαν περάσει ούτε δύο μήνες από το Χέρφιλντ βγήκε στην τηλεόραση ο ίδιος ο πρωθυπουργός και δήλωσε στο πανελλήνιο ότι οι «ομαδάρχες νομίζουν ότι είναι ομαδάρχες». Και τους προκάλεσε «να πάρουν τις ομάδες τους και να έλθουν να αναμετρηθούμε».


Ηταν μια «κλασική κίνηση Παπανδρέου», που είχε στόχο να επιβεβαιώσει ότι αυτός κυβερνάει ­ ακόμη ­ τη χώρα. Το γεγονός ότι αυτή η προειδοποίηση πήρε δραματική επίφαση και είχε άμεσες πολιτικές επιπτώσεις ­ και στο ίδιο το ΠαΣοΚ ­ οφειλόταν στο κλίμα ανασφάλειας που είχε πλέον δημιουργηθεί στα ανώτατα κλιμάκια του κυβερνώντος κόμματος, λόγω του σκανδάλου Κοσκωτά, αλλά και της επιμονής του Α. Παπανδρέου να ορίζει εκείνη την εποχή όπως αυτός έκρινε τα ζητήματα που αφορούσαν τον ίδιο προσωπικά.


Στις 17 Δεκεμβρίου 1988 θα πει: «Υπάρχουν διάφορες φήμες, που διαρρέουν ακόμη και από πρόσωπα του περιβάλλοντός μου, που προβλέπουν είτε προσωρινή είτε μόνιμη αποχώρησή μου από την πολιτική ζωή του τόπου. Θα τους απογοητεύσω». Είναι η εποχή που θεωρεί τον Απ. Λάζαρη υποψήφιο να τον ανατρέψει. «Είναι ενδιαφέρον ότι φεύγουν ορισμένοι υπουργοί, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται έντιμοι, για να παραμείνουν φαίνεται οι μη έντιμοι. Αραγε δεν φέρουν ευθύνη όταν τόσα χρόνια συνεργάστηκαν και τώρα ανακαλύπτουν ότι υπάρχει διαφθορά; Ξέρετε, είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Θεό». Σε λίγες ημέρες θα χαρακτηρίσει την ψήφιση του προϋπολογισμού ψήφο εμπιστοσύνης. «Αν δεν υπερψηφισθεί ο προϋπολογισμός η κυβέρνηση θα παραιτηθεί με τις συνέπειες που μια τέτοια πράξη συνεπάγεται». Κέρδισε με ελάχιστες απώλειες. Οταν πήγε να κάνει την ίδια κίνηση πολλά χρόνια αργότερα ο Κ. Σημίτης, λίγο έλειψε να πέσει η κυβέρνηση!


Ο Α. Παπανδρέου συνήθιζε, όσες φορές αισθανόταν ότι απειλείται πραγματικά, να επιστρατεύει το «σύνδρομο της Αποστασίας» και της «διάσπασης της δημοκρατικής παράταξης». Ο Κ. Σημίτης κατηγορήθηκε για τα «κεντροδεξιά σενάρια». Ο Ι. Αλευράς και ο Απ. Λάζαρης απειλήθηκαν ως «αποστάτες». Ο Γ. Γεννηματάς ετέθη υπό παρακολούθηση ως «ύποπτος για τη δημιουργία κόμματος».


Η εξουσία του Α. Παπανδρέου στο ΠαΣοΚ στηρίχθηκε σε ένα τρίγωνο που αποτελούσαν η Χαριλάου Τρικούπη και η Βουλή, με το Καστρί πάντα στην κορυφή του. Ανάμεσά του άρχισαν, μετά το 1981 κυρίως, να διαπλέκονται ποικίλες σχέσεις και να δημιουργούνται ποικιλώνυμες διασυνδέσεις στο όνομα κάποιων παραγόντων, των οποίων η πολιτική ισχύς άρχιζε από την κατανομή της κυβερνητικής και κρατικής εξουσίας και τελείωνε στη δημιουργία πολιτικών υποθηκών, για τη «μετά Παπανδρέου εποχή», η οποία είναι απαγορευμένη φράση ως τη στιγμή που θα τη χρησιμοποιήσει ο ίδιος, για να προειδοποιήσει το 1994 ότι «η μετά Παπανδρέου εποχή μπορεί να είναι μετά ΠαΣοΚ εποχή».


*Οι προσπάθειες των δελφίνων


Ως το 1989 στο ΠαΣοΚ το πρωτεύον δεν ήταν η μάχη για την ηγεσία αλλά η εύνοια αυτής της ηγεσίας στην κατανομή των πολιτικών ρόλων. Οι πρώτες συντεταγμένες προσπάθειες των δελφίνων για τη διαδοχή άρχισαν μετά το 1990 και στην πραγματικότητα αυτός που οργάνωσε μια τυπική «έφοδο», η οποία θα μπορούσε να καταλήξει ακόμη και σε απόπειρα ανατροπής του Α. Παπανδρέου, ήταν αυτός που κέρδισε τελικά: ο Κ. Σημίτης. Ο Γ. Γεννηματάς δεν πρόλαβε και ο Α. Τσοχατζόπουλος ήλπιζε ότι «θα πάρει το μαγαζί» με τη συγκατάθεση του ιδρυτή. Ο εσωκομματικός χάρτης του ΠαΣοΚ, στον οποίο στηρίχθηκαν οι μετέπειτα εξελίξεις, διαμορφώθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1980.


Στη Βουλή και στην ΚΟ δεσπόζει η παρουσία του Ι. Αλευρά, που έχει σταθερά τη συμπάθεια ενός σημαντικού τμήματος των βουλευτών του ΠαΣοΚ. Στην «ομάδα Αλευρά» εντάχθηκαν κατά περιόδους οι Δ. Βραδελής, Γ. Αντωνακούδης, Ι. Σκουλαρίκης, Π. Βάλβης, Αθ. Φιλιππόπουλος, Ευ. Στάικος, Ορ. Παπαστρατής, Βασ. Πεντάρης, Γ. Παπαδημητρίου, Ηλ. Παπαηλίας, Αντ. Ντεντιδάκης, Χρ. Οικονόμου, Μ. Νάτσινας, Κ. Μπαντουβάς, Θεμ. Λούλης, Φ. Κούτσικας, Γ. Κτενάς, Ηλ. Κατριβάνος, Παν. Κατσαρός, Κλ. Ζερβός, Σ. Αναστασάκος, Βασ. Κεδίκογλου, Στ. Αλεξανδρής, Παυσ. Ζακολίκος, Σύλβα Ακρίτα, Ν. Ακριτίδης και ο Ευ. Γιαννόπουλος, προτού αποκτήσει δικό του «καπετανάτο». Αντιθέτως η επιρροή του Ι. Αλευρά στην Κεντρική Επιτροπή του ΠαΣοΚ ήταν πάντα εξαιρετικά ισχνή. Η «κεντρώα φυσιογνωμία» του και η τάση του για «κοινοβουλευτικοποίηση του Κινήματος» καθιστούσε ασαφές το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του. Ποτέ δεν διακινδύνευσε το κύρος του με «ακραίες» τοποθετήσεις και επεδίωκε να συγκεντρώνει ευρύτερη αποδοχή μέσα και κυρίως έξω από το ΠαΣοΚ. Δεν τοποθετήθηκε ποτέ σε μεγάλα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει πουθενά κανένα γραπτό κείμενο του Ι. Αλευρά. «Τα γραπτά μένουν» έλεγε. Παρά τη μακρόχρονη θητεία του στο Εκτελεστικό Γραφείο του ΠαΣοΚ δεν κατόρθωσε στην ουσία ποτέ να τα πάει καλά «με τα όργανα».


Κατά τον ίδιο τρόπο ο Αντ. Λιβάνης, πρόσωπο που κινήθηκε στο παρασκήνιο, από την ίδρυση του ΠαΣοΚ, δεν κατέστησε ποτέ και σε κανέναν γνωστές τις πολιτικές απόψεις του. Ως γενικός διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, απλώς «διευθύνει στελέχη». Το αξίωμα που κατείχε και η σχέση του με τον Α. Παπανδρέου του προσέδωσαν την όψη ισχυρού άνδρα και μια μερίδα βουλευτών του ΠαΣοΚ δεν έκανε τίποτε χωρίς να τον συμβουλευθεί. Στην «ομάδα των λιβανέζων» μετείχαν κατά περιόδους οι Χ. Ατματζίδης, Ι. Γκλαβίνας, Αλ. Δαριβιανάκης, Γ. Καπουράλος, Ι. Καραμπάτσας, Δ. Κεφαλίδης, Στ. Κεχαγιόγλου, Ευ. Κουλουμπής, Παν. Κρητικός, Χρ. Μπασαγιάννης, Αθ. Μπάτσος, Λάζ. Μπουλάκης, Ι. Παπαδονικολάκης, Μ. Παπαστεφανάκης, Γ. Παππάς, Γ. Περάκης, Εμμ. Σκουλάκης, Γρ. Σολωμός, Γ. Τερζόπουλος, Κ. Τσιγαρίδας, Γ. Χιωτάκης, Ν. Χούλης, Μ. Γικόνογλου, Μ. Βάθης, Γ. Βαρκάρης, Ελ. Βερυβάκης, Ι. Φλώρος, Τ. Σεχιώτης, Δ. Μαρούδας. Δεν είχε ποτέ επιρροή στην ΚΕ ως το 1994.


*Σε διπλό ταμπλό


Η «άσπονδη φιλία» του Ι. Αλευρά με τον Αντ. Λιβάνη υποχρέωνε πάντα κάποιους βουλευτές να φροντίζουν να διατηρούν καλές σχέσεις και με τους δύο. Και σε αυτή την κατηγορία ανήκαν οι Β. Αγοράστης, Κ. Αμανατίδης, Ελ. Γκλίναβος, Γ. Δαβιδόπουλος, Α. Δαμιανίδης, Ρούλα Κακλαμανάκη, Ι. Καναβάκης, Ελ. Κιοσκλής, Λ. Κοντοπόδης, Θ. Κουτσομπίνας, Ι. Κωνσταντινίδης, Αλ. Λιαροκάπης, Ι. Μιχελογιάννης, Ι. Ντεγιάννης, Δ. Παπαδόπουλος, Ι. Παπαδόπουλος, Σπ. Ράλλης, Ν. Αθανασόπουλος, Δ. Φουντάς, Μπ. Ανθόπουλος. Στην επικυριαρχία Λιβάνη – Αλευρά στην ΚΟ στηρίχθηκε ο Α. Παπανδρέου το 1990, όταν ήταν αποφασισμένος να διαλύσει το ΠαΣοΚ αν έχανε τη «μάχη του Πεντελικού» στην ΚΕ.


Ο τρίτος «της τρόικας που δεν έγινε ποτέ τρόικα» στο «κοινοβουλευτικό ΠαΣοΚ» ήταν ο Μ. Κουτσόγιωργας. Η ισχύς του πήγαζε κυρίως από τις στενές σχέσεις του με τον πρωθυπουργό και την ιδιότυπη αποδοχή του «στυλ» του από μια μερίδα της κοινής γνώμης που συμπυκνώνεται στο γνωστό «πες τα, Μένιο». Ωστόσο οι πραγματικές επιρροές του στην ΚΟ ­ ακόμη και την εποχή της ισχύος του ­ ήταν πάντα περιορισμένες και εξαντλούνταν στους Δ. Τσοβόλα, Γ. Κατσιμπάρδη, Δ. Τσακλίδη, Στ. Μαρινίδη ενώ στην ΚΕ στους Ι. Παπασπύρου, Παν. Θερμό, Γ. Αδαμόπουλο και Λ. Σακελλάρη.


Το ιδεολογικό στίγμα του Μ. Κουτσόγιωργα περιοριζόταν σε έναν ιδιόμορφο «ριζοσπαστισμό», που δεν ευαγγελιζόταν αλλαγές στην κοινωνία αλλά νικηφόρα αποτελέσματα «κατά της Δεξιάς». Το επίκεντρο της δραστηριότητάς του ήταν η διαπαραταξιακή διαμάχη με μια ρητορική που κινείται στα όρια της «πρόκλησης». Με τον Αντ. Λιβάνη και τον Ι. Αλευρά τούς χώριζαν πολλά αλλά παρά τις προσωπικές αντιθέσεις ταυτίζονταν στην «πολιτική μέσω του κράτους». Ηταν οι άνθρωποι που «χειρίζονταν υποθέσεις» και «συμβούλευαν τον πρωθυπουργό», έχοντας σε αυτό μόνο έναν ανταγωνιστή: τον Αντ. Στρατή.


Ιδιαίτερη ήταν πάντα η περίπτωση του Γ. Παπανδρέου, τον οποίο μετά το 1985 περιστοιχίζουν στελέχη όπως οι Δ. Παλαιοθόδωρος, Ι. Χατζόπουλος, Ι. Παπαδάτος, Μαρία Αρσένη, Κ. Σφυρίου, Δ. Γαϊτανίδης, Βασ. Καφίρης, Φλ. Κωνσταντίνου, Φίλ. Πετσάλνικος, Γ. Χαρδαλιάς. Εκπροσωπούσε το «άλλο πρότυπο» που περιέγραφαν οι πρωτοβουλίες του, όπως η συμμετοχή στην ανάληψη της Ολυμπιάδας που χάθηκε στο Τόκιο, η ελεύθερη ραδιοφωνία και οι νέες τεχνολογίες, και εντυπωσιάζει όταν προσέρχεται στις συνεδριάσεις με τον προσωπικό υπολογιστή του. Ο Γ. Παπανδρέου ήταν ίσως το μόνο από τα στελέχη του ΠαΣοΚ με ευρύ δίκτυο διεθνώς επαφών.


*Με το πρότυπο του τεχνοκράτη


Ο άλλος ήταν ο Κ. Σημίτης, έχοντας το πρότυπο του ευρωπαίου τεχνοκράτη και ανάλογες διασυνδέσεις στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ιστορικό στέλεχος του ΠαΣοΚ, με διακυμάνσεις στη συμμετοχή του στο κόμμα και στην κυβέρνηση, και με αποστάσεις από τον Α. Παπανδρέου δεν είχε «οργανωμένη ομάδα» ως το 1994 αλλά επηρέαζε στελέχη όπως οι Αννα Καραμάνου, Ειρήνη Λαμπράκη, Δ. Μαυράκης, Αν. Μαντέλης, Κ. Σφάγγος, Διον. Κλάδης ενώ για μια περίοδο στο περιβάλλον του βρέθηκε και ο Κ. Σκανδαλίδης. Περιορισμένη επιρροή ­ με χαρακτηριστικά ομάδας ­ είχε στο ΠαΣοΚ ο Μιχ. Χαραλαμπίδης. Η «ομάδα των Ιταλών» περιελάμβανε τους Ι. Νάο, Χρ. Κηπουρό, Δ. Παϊπουτλίδη, Χρ. Σταματόπουλο, Κ. Ασλάνη και Δημ. Βουνάτσο. Η «ομάδα των λοχαγών» δημιουργήθηκε μετά το 1985 και την αποτελούσαν οι Δ. Ρέππας, Χ. Καστανίδης, Μ. Σταυρακάκης, Ευ. Μαλλέσιος, Ι. Νικολάου, Στ. Μανίκας, Μ. Νεονάκης ενώ συχνά τους ακολουθεί και ο Θ. Τσουκάτος.


Ως το 1989 οι «ομάδες» του ΠαΣοΚ ήταν υποχρεωμένες να συνυπάρξουν υπό τον Α. Παπανδρέου και οι «φύλαρχοι» του Κινήματος γνώριζαν ότι η τύχη τους ήταν συνδεδεμένη με τον «μάγο της φυλής». Η ομάδα που δημιούργησε ο Κ. Σημίτης μετά το 1993 και στηρίχθηκε σε όσα συγκλόνισαν το ΠαΣοΚ ύστερα από την απώλεια της εξουσίας το 1989. Το γεγονός ότι αυτή η ομάδα επεκτάθηκε και κατέστη κυρίαρχη με την επάνοδο του Α. Παπανδρέου στην εξουσία οφείλεται κατ’ αρχάς στον θάνατο του Γ. Γεννηματά και στην προφανή αδυναμία του Α. Παπανδρέου ακολούθως.


Αυτό που αλλάζει μετά το 1994 και κυρίως μετά το 1996 στο ΠαΣοΚ είναι ότι ανάμεσα στις ομάδες υπάρχουν πλέον σαφείς διαχωριστικές γραμμές και από ένα σημείο και πέρα γίνεται «δύο κόμματα σε ένα», με τον Κ. Σημίτη και τους συμμάχους του στον έναν πόλο και τον Α. Τσοχατζόπουλο στον άλλο. Το ΠαΣοΚ δεν είναι πλέον το παλαιό «μωσαϊκό», έχει δύο ορατές όψεις. Ολες οι παλαιές ομαδοποιήσεις ανασυντάχθηκαν και προσανατολίστηκαν στη μία ή στην άλλη πλευρά και εκεί μένουν ακόμη, με ελάχιστες αποσκιρτήσεις. Το ΠαΣοΚ δεν είναι «το κόμμα του Σημίτη», απλώς έχει την πλειοψηφία, και έλειψαν εκείνοι που έλεγαν ότι «αυτός θα μας αλλάξει την ταμπέλα». Απλώς υπάρχουν εκείνοι που με τη σειρά τους ελπίζουν να τον διαδεχθούν, όπως είναι η Βάσω Παπανδρέου, ο Ι. Παπαντωνίου, ο Θ. Πάγκαλος, όπως ελπίζει να διαδεχθεί τον Α. Τσοχατζόπουλο ο Χρ. Παπουτσής ή όπως ελπίζουν να αναδειχθούν ως τρίτος, κοινός, πόλος ο Γ. Παπανδρέου, ο Ευ. Βενιζέλος και ο Κ. Λαλιώτης. Ρόδα είναι και γυρίζει.


Οι «ανένταχτοι» και η σιωπηλή μειοψηφία


Ενας μεγάλος αριθμός στελεχών απέφευγε να ενταχθεί στις «ομάδες», τουλάχιστον στην πρώτη φάση της διαμόρφωσής τους, και παρέμεινε προσηλωμένος στον Α. Παπανδρέου. Σε αυτούς καταγράφονται μεταξύ άλλων οι Π. Λάμπρου, Σ. Βαλυράκης, Χαρ. Γεωργακάκης, Αντ. Δροσογιάννης, Τζ. Καραβέλη, Γ. Κατσιφάρας, Γ. Κίσσονας, Μελίνα Μερκούρη, Γ. Μπιρδημίρης, Κ. Παπαναγιώτου, Κ. Τσίμας, Μ. Παπασταύρου, Γ. Ζιάγκας, Γ. Χαραλαμπόπουλος, Χρ. Μαρκόπουλος, Γ. Σερπάνος, Τ. Παπαγεωργόπουλος, Αν. Πεπονής, Στ. Παπαθεμελής, Γ. Πέτσος, Σ. Κωστόπουλος. Ανένταχτοι παρέμειναν για πολλά χρόνια οι Παρ. Αυγερινός, Θ. Πάγκαλος, Παν. Ρουμελιώτης, Ι. Ποττάκης, Αντ. Τρίτσης, Κάρ. Παπούλιας, Ι. Καψής, Απ. Λάζαρης. Πάντα υπήρχε επίσης και μια «σιωπηλή μειοψηφία», τα ονόματα των μελών της οποίας σχεδόν αγνοούνται και από το ίδιο το ΠαΣοΚ.


Πέραν αυτών των συσπειρώσεων, υπήρχαν στο ΠαΣοΚ και στελέχη που συνδέονταν μεταξύ τους «συναισθηματικά», με αναφορά σε γεγονότα του παρελθόντος: Πολυτεχνείο, ΠΑΚ, «1-1-4», Εθνική Αντίσταση, προδικτατορική δράση του Α. Παπανδρέου, ιδιαίτερες σχέσεις με τον «Γέρο» κτλ. Κατά καιρούς ως «ομάδα» εμφανίζονται οι «συνδικαλιστές», οι «συνεταιριστές», οι «τεχνοκράτες», οι ΕΔΗΝίτες ενώ για μια περίοδο υπήρχε και η «ομάδα της ΕΓΕ» από στελέχη που διατηρούσαν σχέσεις με τη Μαργαρίτα Παπανδρέου: Χρυσάνθη Λαΐου, Καλλιόπη Μπουρδάρα, Λ. Λαγάκος, Θ. Στάθης κ.ά.


Αυτοί οι διαχωρισμοί δεν είχαν ποτέ πάγια χαρακτηριστικά και πολύ συχνά σημειώνονταν μετατοπίσεις και αλλαγές συμπαθειών. Οι πρώτοι σχηματισμοί στο εσωτερικό του ΠαΣοΚ δεν μπορούσαν να έχουν μονιμότητα και συχνά πήγαζαν απλώς από την τάση των στελεχών να αναζητούν «διόδους» προς την ηγεσία του. Οι πρώτες ομάδες δημιουργήθηκαν με βάση την κομματική και κυβερνητική εξουσία ορισμένων παραγόντων και όχι στη βάση πολιτικών απόψεων. Δεν ήταν πολιτικά ρεύματα ούτε «ιδεολογικές πτέρυγες» αλλά συγκυριακές συσπειρώσεις με προφανή σκοπιμότητα, ελάχιστη συνοχή και αβέβαιο μέλλον. Το πρώτο συγκροτημένο ρεύμα ήταν οι «εκσυγχρονιστές» και προήλθαν μάλλον κατ’ αντιπαράθεση προς τους «λαϊκιστές».


Είμαι σοβαρός, εργατικός και σέβομαι τον δάσκαλό μου





Σ
τον απέναντι πόλο ­ στη Χαριλάου Τρικούπη ­ από ένα σημείο και πέρα αρχίζει να αναδεικνύεται το άστρο του Γ. Γεννηματά. Πολιτικός με έντονη προσωπικότητα ανήκε στην «ιστορική ηγεσία» του ΠαΣοΚ και στην «τρόικα» αλλά ταυτοχρόνως είχε διαμορφώσει δικό του πολιτικό ύφος, το οποίο θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο σύνθημα: «Είμαι σοβαρός, είμαι εργατικός, σέβομαι τον δάσκαλό μου». Η «ομάδα Γεννηματά» έχει τις ρίζες της στο συνδικαλιστικό κίνημα του Τεχνικού Επιμελητηρίου και της Αγροτικής Τράπεζας των αρχών της δεκαετίας του ’70 και σε αυτή μετείχαν όταν ζούσε οι Σπ. Κατηνιώτης, Αθ. Τσούρας, Αυγ. Πετραλιάς, Χρ. Φωτίου, Μιλτ. Παπαϊωάννου, Ηρ. Ματράγκας, Τ. Αμαλλος, Γ. Βαϊνάς, Κ. Γείτονας, Κ. Σφυρίου, Ευδοκία Σερέλλη, Μεν. Γκίβαλος, Θ. Καπετανάκης, Αντ. Παπαθανασόπουλος, Μίκα Κουτσιλέου, Γερ. Μπριστογιάννης, Π. Μόραλης, Γ. Νικολάου, Βασ. Παπαδιονυσίου, Ι. Σουλαδάκης. Η επιρροή του εκτεινόταν και σε αρκετά μεσαία στελέχη του ΠαΣοΚ, σε όλη την επικράτεια, καθώς και σε παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το μεγάλο πλεονέκτημά του ήταν η αμεσότητα στην επαφή με το κοινό αλλά μειονεκτούσε στις διεθνές σχέσεις.


Το «οργανωμένο ΠαΣοΚ», με εξαίρεση την «ομάδα Γεννηματά», ήταν ως το συνέδριο του 1990 ένας κυλιόμενος χώρος στον οποίο κινήθηκαν με τις ιδιαιτερότητές τους τα περισσότερα κομματικά στελέχη, όπως οι Κ. Λαλιώτης, Γ. Παπανδρέου, Α. Τσοχατζόπουλος, Στ. Τζουμάκας, Βάσω Παπανδρέου, Χρ. Παπουτσής και ο Απ. Κακλαμάνης, που είχε σταθερά κεντροαριστερούς προσανατολισμούς. Σε αυτό τον χώρο του «κυρίως ΠαΣοΚ» έδρασαν και τα στελέχη που «παρήγαγε» ο Α. Παπανδρέου μετά το 1974 και κατά καιρούς στοιχίζονταν πίσω από τα μέλη της «ιστορικής ηγεσίας». Σε αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται οι Αθ. Αθανασούλης, Δ. Βουνάτσος, Γ. Δασκαλάκης, Μαν. Δασκαλάκης, Μιχ. Δωρής, Γ. Θωμάς, Σπ. Καλούδης, Ν. Καρακωσταντάκης, Αν. Καρράς, Χ. Καστανίδης, Αντ. Κοτσακάς, Κ. Κουλούρης, Αθ. Κουρματζής, Μ. Κυπριωτάκη, Γ. Κυριόπουλος, Ευ. Μελέσιος, Κ. Λάμπος, Π. Λάμπρου, Ι. Λασκαράκης, Στ. Μανίκας, Ν. Μιχαλόπουλος, Γ. Μωραΐτης, Μιχ. Νεονάκης, Α. Ντούτσος, Π. Οικονόμου, Γ. Παιδακάκης, Ι. Παναγιωτόπουλος, Βασ. Παπαγιάννης, Συλβάνα Ράπτη, Α. Ριζόπουλος, Δ. Ρέππας, Γ. Σιάκαρης, Θ. Κατσανέβας, Κ. Σκανδαλίδης, Χρ. Σμυρλής, Μ. Σταυρακάκης, Μαν. Τρικούκης, Α. Φούρας, Θ. Χαλάτσης, Γ. Χαραλάμπους, Φ. Χατζημιχάλης, Μαν. Χατζηνάκης, Αθ. Ανθόπουλος, Γ. Παπαδάτος, Αθ. Τσούρας, Μαρία Αρσένη, Χρ. Γαϊτανίδης, Φλ. Κωνσταντίνου, Σ. Κωστόπουλος, Γ. Χαρδαλιάς, Χρ. Καζακλάρης, Μ. Αλεξανδρίδης κ.ά.


Ο Κ. Λαλιώτης, κορυφαίο στέλεχος του ΠαΣοΚ από την ίδρυσή του, είχε από νωρίς προσωπική επιρροή σε ορισμένα από αυτά στελέχη, όπως οι Στ. Μανίκας, Μιχ. Νεονάκης, Χρ. Σμυρλής, Μ. Σταυρακάκης, Α. Φούρας, Θ. Χαλάτσης, και ορισμένους της νεότερης γενιάς, όπως οι Φ. Χατζημιχάλης και Βασ. Τόγιας.


Η «ομάδα Σημίτη» και το «κόμμα του Ακη»



Η «ομάδα Σημίτη» ξεκίνησε σαν ένα «ρεύμα» που τροφοδοτήθηκε από τους νέους βουλευτές που μπήκαν για πρώτη φορά στη Βουλή μετά το 1990 και στα πρόσωπα που εισήλθαν στην ΚΕ μετά το 1994. Εν τέλει δημιούργησε την πιο συμπαγή ομάδα, στην οποία σήμερα εντάσσονται οι Θ. Τσουκάτος, Χρ. Πρωτόπαπας, Γ. Δρυς, Α. Φούρας, Ι. Κρανιδιώτης, Μ. Χρυσοχοΐδης, Δ. Ρέππας, Στ. Μπένος, Λ. Αποστολίδης, Αν. Μαντέλης, Εμμ. Σκουλάκης, Ν. Σαλαγιάννης, Φ. Χατζημιχάλης, Φρ. Παπαδέλλης, Γ. Πασχαλίδης, Γ. Φλωρίδης, Ευ. Μαλέσιος, Ρ. Σπυρόπουλος, Ι. Νικολάου, Χρ. Βερελής, Δημ. Θάνος, Αθ. Παπαγεωργίου, Μ. Σταυρακάκης, Ι. Κουτσούκος, Φ. Ιωαννίδης, Δ. Καρύδης, Λ. Παπαδήμας, Ν. Γκεσούλης, Χρ. Πάχτας, Λ. Αγγέλου, Γ. Θωμάς, Αλ. Μπαλτάς, Λ. Κατσικαρέλης, Αλ. Σπάθης, Ν. Χριστοδουλάκης, Εμμ. Λουκάκης, Δ. Σωτηρλής, Ελισάβετ Παπαζώη, Θ. Κολιοπάνος, Χρ. Σμυρλής, Δ. Κατσαντώνης, Χρ. Σαλαλές, Ι. Ζαφειρόπουλος, Θ. Κατσανέβας, Ι. Γρίβας, Χρ. Ροκόφυλλος, Κ. Σφυρίου, Βασ. Κόκκας, Γ. Ρωμαίος, Γ. Σακελλίων, Β. Θεοδωρίδης, Π. Λούσκος, Στ. Σουμάκης, Αλ. Ακριβάκης, Ν. Ηλιάδης, Γ. Εξάρχου, Ροδούλα Ζήση, Σούλα Ευθυμίου, Αννα Καραμάνου, Ιωάννα Πανοπούλου, Αλέκα Μαρκογιαννάκη, Σταυρούλα Δήμου, Γιώτα Γαζή, Δήμητρα Σπηλιοπούλου, Γ. Λυμπερόπουλος, Γ. Λατζουράκης, Γ. Κατηφόρης, Γ. Πανταγιάς, Κ. Χαρισιάδης, Ν. Μπάκουλης, Α. Κολλάς, Γ. Τσελέντης, Δ. Τζουβάνος κ.ά.


Ο Κ. Σημίτης ωστόσο στηρίζεται περισσότερο στους «συμμάχους» του. Οι Γ. Παπανδρέου, Ευ. Βενιζέλος, Στ. Τζουμάκας, Κ. Σκανδαλίδης, Κ. Λαλιώτης, Θ. Πάγκαλος, Παρ. Αυγερινός, Ευ. Γιαννόπουλος, Αλ. Παπαδόπουλος, Βάσω Παπανδρέου, Γ. Παπαντωνίου, Απ. Κακλαμάνης, Ι. Σουλαδάκης, Γ. Αρσένης, Γ. Ανωμερίτης, Τηλ. Χυτήρης, Π. Λάμπρου, Ν. Αθανασάκης, Ι. Μαγκριώτης, Γ. Λιάνης, Δ. Κρεμαστινός, Γ. Κατσιφάρας, Φ. Πετσάλνικος και οι «γεννηματικοί» Κ. Γείτονας, Μ. Παπαϊωάννου, Λ. Κανελλόπουλος, Χρ. Πολυζωγόπουλος, Ι. Κουτσούκος, Δημ. Κουσελάς είναι αυτοί που διαμορφώνουν ευνοϊκούς συσχετισμούς για τον Πρωθυπουργό στο κόμμα και στην κυβέρνηση.


Στην άλλη πλευρά υπάρχει «το κόμμα του Ακη». Τον Α. Τσοχατζόπουλο ακολουθούν σταθερά στελέχη που βρέθηκαν μαζί του μετά το 1990, όπως Χρ. Παπουτσής, Κ. Παπούλιας, Αθ. Τσούρας, Μαρία Αρσένη, Τόνια Αντωνίου, Γ. Μωραΐτης, Νόρα Κατσέλη, Μιχ. Καρχιμάκης, Γ. Παναγιωτακόπουλος, Σ. Βαλυράκης, Αν. Κοτσακάς, Ν. Μαδεμλής, Γρ. Νιώτης, Τ. Παππάς, Γ. Δασκαλάκης, Ν. Σηφουνάκης, Κ. Κουλούρης, Αν. Μακρυπίδης, Ειρήνη Λαμπράκη, Ι. Χαραλάμπους, Χρ. Αηδόνης, Κ. Βασιλικόπουλος, Γ. Αγραφιώτης, Στ. Σπάθης, Θ. Μωραΐτης, Ευ. Χωραφάς, Γ. Αδαμόπουλος, Δ. Γαϊτανίδης, Β. Βασιλακάκης, Δ. Καλογερόπουλος, Χρύσα Αράπογλου, Ι. Σμπώκος, Χ. Τσιόκας, Εμμ. Στρατάκης, Λ. Λωτίδης, Β. Τσιλίκας, Ι. Δριβελέγκας, Ν. Αφεντουλίδης, Χρυσάνθη Κίσκηρα, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, Βάσω Τσιμπίδα, Γ. Ραυτόπουλος, Αθ. Θεοχαρίδης, Νότα Παπαδοπούλου, Χρ. Μαγκούφης, Κ. Μαμέλης, Γ. Κύρκος, Χρ. Σουλελές, Ασπα Παπαηλιού, Ν. Ακριτίδης, Σ. Στολίδης, Κ. Παπαντωνίου, Χρ. Λιακόπουλος, Αφροδίτη Παπαθανάση, Ηλ. Κοντόπουλος, Β. Νούσιος, Δ. Κωνσταντινίδης. Υπολογίζει όμως και στους Ι. Χαραλαμπόπουλο, Αν. Πεπονή, Χ. Καστανίδη, Ι. Καψή, Αντ. Λιβάνη, Παντ. Οικονόμου.