Για τους γνώστες και τους προσεκτικούς παρατηρητές της ελληνικής πολιτικής σκηνής, η συμμετοχή βουλευτών του ΛΑ.Ο.Σ. στην κυβέρνηση Παπαδήμου, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η εκλογική ενίσχυση του ΛΑ.Ο.Σ. και η κοινωνική επιρροή του, είχε ήδη γίνει σαφής αρκετό καιρό πριν. Στις εθνικές εκλογές του 2004, δεν εκλέχτηκε υποψήφιος του ΛΑ.Ο.Σ., όμως ο αριθμός των 162.103 ψήφων που συγκέντρωσε το κόμμα, δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητος, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι, μετά τη δεκαετία του 1980, κανένα κόμμα της ελληνικής άκρας δεξιάς δεν ξεπέρασε τις 51.000 ψήφους.

Στις ευρωεκλογές του 2004, ο ΛΑ.Ο.Σ. κέρδισε μια έδρα στο ευρωκοινοβούλιο – η τελευταία φορά που εκλέχτηκε Έλληνας ευρωβουλευτής από το χώρο της άκρας δεξιάς ήταν το 1984 με την εκλογή του Χρύσανθου Δημητριάδη της Εθνικής Πολιτικής Ενώσεως. Στις εθνικές εκλογές του 2007, εκλέχτηκαν δέκα υποψήφιοι του ΛΑ.Ο.Σ. – η τελευταία φόρα που κόμμα της ελληνικής ακροδεξιάς πέτυχε κάτι ανάλογο, ήταν η εκλογή πέντε υποψηφίων της Εθνικής Παρατάξεως στις εθνικές εκλογές του 1977. Στις ευρωεκλογές του 2009, ο ΛΑ.Ο.Σ. κέρδισε δύο έδρες, ενώ στις εθνικές εκλογές του ίδιου έτους, όχι μόνο πέτυχε ξανά την είσοδο του στο ελληνικό κοινοβούλιο (και μάλιστα για δεύτερη συνεχόμενη φορά), αλλά η επιτυχία του αυτή συνοδεύτηκε από αύξηση των εδρών του.

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε τα εξής: ο ΛΑ.Ο.Σ. είναι το μόνο κόμμα της Μεταπολίτευσης που προέρχεται από κόμμα εξουσίας και κέρδισε έδρες σε δύο εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις, το πιο επιτυχημένο κόμμα της μεταπολιτευτικής ακροδεξιάς και, τέλος, από τις εθνικές εκλογές του 2004 έως και τις εθνικές εκλογές του 2009, συμπεριλαμβανομένων και των ευρωεκλογών, ο αριθμός των ψήφων του αυξάνεται διαρκώς – (ακόμα) ένα σημάδι της συνεχούς αύξησης της κοινωνικής επιρροής του. Το 2010, με τη χώρα να βυθίζεται σε μια γενικευμένη κρίση, ο ΛΑ.Ο.Σ. έπαιξε το χαρτί του «πραγματισμού» και αυτοπροβλήθηκε ως «υπεύθυνη» πολιτική δύναμη, υποστηρίζοντας αρχικά το Μνημόνιο και, το 2011, τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας.

Πρόκειται για πολιτικές κινήσεις υψηλού ρίσκου, καθώς η δανειακή σύμβαση της χώρας είναι στο στόχαστρο ενός ευρύτατου πολιτικά-ιδεολογικά «αντιμνημονιακού» μετώπου και, ο ΛΑ.Ο.Σ., κινδυνεύει να χάσει το πιο συντηρητικό/εθνικιστικό τμήμα των ψηφοφόρων του που δεν θέλει συνεργασία με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και επικύρωση συμφωνιών που οδηγούν σε «απώλεια εθνικής κυριαρχίας».

Ο ΛΑ.Ο.Σ. ίσως επέλεξε να εγκαταλείψει ένα τμήμα των ψηφοφόρων του, προσδοκώντας εκλογικά κέρδη από μια –σαφώς ευρύτερη- εκλογική βάση που κινείται κοντά στο χώρο του κέντρου που δεν έχει καμία επιθυμία για παιχνίδια με την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Αλλά επιδίωξε και πέτυχε τη συμμετοχή σε κυβερνητικό σχήμα, στην κυβέρνηση περιορισμένου χρόνου (;) του Παπαδήμου, ώστε να καταστεί ο «τρίτος πόλος» στην πολιτική ζωή του τόπου και να αντλήσει ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση, ρίχνοντας τις δυσάρεστες αναμνήσεις του παρελθόντος στην πολιτική-εκλογική λήθη.

Καθώς κανένα κόμμα εξουσίας δεν πλησιάζει σε ποσοστό αυτοδυναμίας και η χώρα καταρρέει, αν και δεν υπάρχει πολιτική κουλτούρα συναίνεσης/διαπραγμάτευσης, το δημοσκοπικό προβάδισμα της Ν.Δ. έναντι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., τα εκλόγιμα ποσοστά του ΛΑ.Ο.Σ. και η πάντα δεδηλωμένη επιθυμία του να συμμετάσχει σε κυβερνητικό σχήμα, σε συνδυασμό με τη «συντηρητικοποίηση» της Ν.Δ. υπό την ηγεσία του Α. Σαμαρά και της σύμπλευσης της με τον ΛΑ.Ο.Σ. σε πολιτικά διακυβεύματα της σύγχρονης άκρας δεξιάς (π.χ. μεταναστευτικό) και σε ζητήματα που απασχολούν ένα σημαντικά μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων (εθνικά θέματα) και ενεργοποιούν εθνικιστικά και φοβικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, ίσως οδηγήσει σε κυβέρνηση συμμαχίας μεταξύ των δύο κομμάτων, αναβαθμίζοντας έτσι το ΛΑ.Ο.Σ. σε κυβερνητικό εταίρο κατά τα πρότυπα ευρωπαίων «συγγενών» του (π.χ. αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας, ιταλική Εθνική Συμμαχία). Όμως, γιατί ο ΛΑ.Ο.Σ. πέτυχε και ισχυροποιήθηκε, ενώ οι Έλληνες «ομοϊδεάτες» του απέτυχαν παταγωδώς, θα αποτελέσει αντικείμενο επόμενου άρθρου.

| Θανάσης Θεοφιλόπουλος, υπ. διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου