Οπως ο κ. Μπάγεβιτς, έτσι και ο κ. Σημίτης αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα αλλαγής τακτικής. Εχει κερδίσει τα δύο τελευταία πρωταθλήματα βάζοντας εύκολα γκολ σε διαλυμένες αντίπαλες ομάδες, αλλά κινδυνεύει να χάσει, όπως ο προπονητής του Ολυμπιακού, το επόμενο του 2000. Γι’ αυτό είναι υποχρεωμένος, αν θέλει να είναι η ομάδα του (και όχι η ΝΔ) αυτή που θα προκριθεί στην premiere league της Ευρώπης, να αλλάξει παιχνίδι. Χρειάζεται να βάλει γκολ και να μην περιμένει τα αυτογκόλ των αντιπάλων του για να νικήσει. Τα σφυρίγματα των οπαδών και των θεατών πληθαίνουν. Ο κ. Σημίτης (όπως και ο κ. Μπάγεβιτς) έχει αρχίσει να μην πείθει. Η ομάδα δεν τραβάει. Και ως γνωστόν οι οπαδοί (και οι πολιτικοί και οι ποδοσφαιρικοί) γκρεμίζουν τα είδωλά τους με την ίδια ευκολία που τα δημιουργούν.


Ο ηγέτης του νέου ΠαΣοΚ δημιούργησε επιμελώς αυτά τα χρόνια τον μύθο ενός πολιτικού μετρημένου, σοβαρού, τίμιου. Ενός πολιτικού χαμηλών τόνων, που δεν προκαλεί ρίγη ενθουσιασμού στα πλήθη αλλά που μπορεί να ξαναβάλει τάξη στο μαγαζί του ΠαΣοΚ, να ξαναδώσει στη χώρα την αξιοπιστία της, να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή του πολιτικού μας συστήματος που είχε γίνει συντρίμμια από τον κυκλώνα Παπανδρέου. Τα κατάφερε. Επεισε και το κόμμα και τους ψηφοφόρους ότι ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή: ένας ικανός διαχειριστής της εξουσίας. Επαιξε κατενάτσιο και κέρδισε, αλλά η πολιτική απεχθάνεται την ακινησία. Πολιτικός ηγέτης είναι αυτός που κυβερνά, που δημιουργεί, που ταράσσει τα λιμνάζοντα ύδατα.


Γι’ αυτό ο διαχειριστής πρέπει να μεταλλαχθεί σε ηγέτη. Αυτή είναι η δεύτερη φάση της «επιχείρησης εκσυγχρονισμός». Αυτός ήταν ο στόχος και της συνδιάσκεψης για την Κεντροαριστερά: η συσπείρωση γύρω από μια πολιτική πρόταση που μεταβάλλει την κοινωνική φυσιογνωμία της Αριστεράς. Η δημιουργία ενός κόμματος που το πρόγραμμά του και η ιδεολογία του θα ενσωματώσουν οργανικά πλέον (και όχι ευκαιριακά, όπως έγινε στις προηγούμενες εκλογές) τη συντηρητική αστική τάξη που θεωρείται η «match winner» των εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτός είναι ο εκσυγχρονισμός ως ιδεολογία, ως πολιτική: η κοινωνία των δύο τρίτων. Αυτή είναι η κατά Σημίτη «Αριστερά τού 2000». Ο θατσερισμός με εκσυγχρονιστικό προσωπείο. Αυτή είναι η στρατηγική επιλογή της ηγετικής ομάδας του ΠαΣοΚ.


Αλλά επειδή ο κ. Σημίτης και ευφυής είναι και διαβασμένος, γνωρίζει ότι η κοινωνία των δύο τρίτων στον 21ο αιώνα θα είναι αντεστραμμένη: μια μειοψηφία τού 30% που θα κατέχει αποκλειστικά τις θέσεις – κλειδιά της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και μια πλειοψηφία τού 70% που θα απαρτίζεται από όσους «τυχερούς» θα έχουν ακόμη μια ταπεινή και ηλίθια εργασία η οποία θα τους επιτρέπει να επιβιώνουν και από όσους δεν θα έχουν καμία εργασία. Γι’ αυτό και επιχειρεί, δυστυχώς με επιτυχία, να ανεβάσει στο τρένο του εκσυγχρονισμού «αριστερούς συνοδοιπόρους». Για να διασπάσει εκβιάζοντας, παραπλανώντας ή εκμαυλίζοντας το 70%. Να στρέψει τους έχοντες εργασία ενάντια στους μη έχοντες και να πείσει ένα μεγάλο ποσοστό να δεθεί με τα ίδια του τα χέρια στο σύστημα.


Το πρώτο βήμα έγινε με τις αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς των ΔΕΚΟ, όπου μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, βοηθούντων και των «πεφωτισμένων αριστερών διανοουμένων», έχει πεισθεί ότι για όλα φταίνε οι κακοί εργαζόμενοι. Το επόμενο θα είναι οι αλλαγές των σχέσεων εργασίας και στον ιδιωτικό τομέα, αν έλθουν «όλα δεξιά» και το ΠαΣοΚ κερδίσει τις επόμενες εκλογές.


Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του εκσυγχρονισμού: να πείσει τον «κυρίαρχο λαό» να ψηφίσει ο ίδιος την περιθωριοποίησή του. Να εγκρίνει «δημοκρατικά» ότι το 30% των πλουσίων και ισχυρών μπορεί να συνεχίσει ανέξοδα να γίνεται όλο και πιο πλούσιο και ισχυρό. Χωρίς αντίσταση, χωρίς συγκρούσεις. Αυτό είναι το στοίχημα της «Κεντροαριστεράς τού 2000». Και η ανυπαρξία της «Αριστεράς τού 2000» τής δίνει πολλές πιθανότητες να το κερδίσει.