Ο λόγος, σήμερα, για τις «ελληνικές σπουδές» σε ξένα πανεπιστήμια· αυτές που οι κυβερνήσεις μας και οι εύποροι συμπατριώτες μας χρηματοδοτούν, με σκοπό κυρίως να προβάλουν την Ελλάδα· και, δευτερευόντως, να προαγάγουν την εκπαίδευση και την έρευνα.


Θα ήταν καλύτερο, βέβαια, να προηγούνται η εκπαίδευση και η έρευνα και να έπεται η προβολή. Οπως και αν είναι, πάντως, μου φαίνεται πως οι επιχορηγήσεις μας ούτε τον ένα σκοπό πετυχαίνουν ικανοποιητικά ούτε τον άλλον ­ πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Και όπου οι «ελληνικές σπουδές» προχωρούν καλά (σκέφτομαι, π.χ., το Princeton ή το Birmingham), αυτό δεν οφείλεται στην ελληνική γενναιοδωρία.


Ας θυμηθούμε, ξεκινώντας, πώς περίπου λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Οι επιχορηγήσεις ευνοούν κυρίως σπουδές για την αρχαιότητα ή για το Βυζάντιο ή για τη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Και οι έδρες που επιχορηγούμε εκπαιδεύουν προπτυχιακούς φοιτητές αλλά και υποψήφιους για μάστερ ή διδακτορικό ­ έλληνες και ξένους.


Από τους προπτυχιακούς φοιτητές που παίρνουν «ελληνικά» μαθήματα, ελάχιστοι ακολουθούν ένα πρόγραμμα αποκλειστικώς ή κυρίως «ελληνικών σπουδών». Οι περισσότεροι σπουδάζουν άλλα γνωστικά αντικείμενα, π.χ. νομικά ή θεολογία, ευρωπαϊκή ή αμερικανική ιστορία, πολιτειολογία ή οικονομικά, ακόμη και θετικές επιστήμες· στο δε μείγμα των μαθημάτων τους έχουν προσθέσει και ένα από τα διαθέσιμα «ελληνικά» μαθήματα του προγράμματος. Στο προπτυχιακό επίπεδο, επομένως, οι έδρες αυτές ούτε βαθύτερη γνώση του αντικειμένου προσφέρουν ούτε πολλούς φοιτητές προσελκύουν ούτε «προβάλλουν» την Ελλάδα όσο νομίζουμε.


Στον μεταπτυχιακό κύκλο τα πράγματα είναι, υποτίθεται, καλύτερα. Οι υποψήφιοι για μάστερ ή διδακτορικό ναι μεν είναι πολύ λιγότεροι (4-8 είναι ένας συνήθης μέσος όρος για μια έδρα), είναι όμως αφοσιωμένοι στο επιστημονικό τους αντικείμενο· και, όταν τελειώσουν τις σπουδές τους, θα ενταχθούν κατά τεκμήριο στην ακαδημαϊκή και κοινωνική αρχηγεσία της χώρας, από την οποία κατάγονται ή στην οποία θα σταδιοδρομήσουν. Επομένως ο μεταπτυχιακός τουλάχιστον κύκλος υποτίθεται ότι εξυπηρετεί και τους δύο στόχους που έχουν συνήθως οι ελληνικές επιχορηγήσεις: εκπαιδεύοντας στις «ελληνικές σπουδές» καλούς επιστήμονες, έλληνες και ξένους, προάγει την έρευνα για την αρχαιότητα ή για το Βυζάντιο ή για τη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία· και, παρέχοντας «ελληνική» παιδεία υψηλού επιπέδου σε φερέλπιδες νέους, ευρωπαίους, αμερικανούς ή ασιάτες, παράγει δυνάμει φιλέλληνες και προβάλλει την Ελλάδά.


Υποτίθεται. Οι υποθέσεις αυτές όμως εγείρουν ορισμένα ερωτήματα. «Προάγει την έρευνα»: άραγε, χωρίς τις δικές μας επιχορηγήσεις, η έρευνα θα εχώλαινε; «Παράγει φιλέλληνες»: γιατί τόση βεβαιότης; «Προβάλλει την Ελλάδα»: ποιαν Ελλάδα;


Ας δούμε σήμερα την πρώτη από αυτές τις αντιρρήσεις, αρχίζοντας από τις κλασικές και τις βυζαντινές σπουδές.


Ας δούμε σήμερα την πρώτη από αυτές τις αντιρρήσεις, αρχίζοντας από τις κλασικές και τις βυζαντινές σπουδές.


Σε πολλά από τα μεγαλύτερα διεθνή πανεπιστήμια λειτουργούν ήδη, γύρω από τα γνωστικά αυτά αντικείμενα, ολόκληρα τμήματα ή κέντρα μελετών με παράδοση γενεών, εκπληκτικές βιβλιοθήκες και ορισμένους από τους καλύτερους επιστήμονες στον κόσμο. Οταν απλώς προστίθενται σε μια τέτοια υποδομή, οι ελληνικές επιχορηγήσεις είναι σταγόνα στον ωκεανό. Πραγματικά αναγκαίες είναι σε έκτακτες περιπτώσεις, όταν π.χ. ένα διεθνώς γνωστό πανεπιστήμιο καταργεί μια έδρα που μας ενδιαφέρει ή περικόπτει τον προϋπολογισμό της.


Βέβαια υπάρχει και μια παράλληλη, συμπληρωματική πολιτική: να δημιουργούνται νέες έδρες σε άλλα πανεπιστήμια, λιγότερο σημαντικά. Η πολιτική αυτή όμως έχει πολύ μικρότερη αποδοτικότητα. Γιατί, με τους σχετικά περιορισμένους πόρους που μπορεί να προσφέρει το ελληνικό κράτος ή ένας ιδιώτης χορηγός, μια τέτοια έδρα δεν μπορεί ποτέ να επιτύχει ούτε την πολύ υψηλή επιστημονική ποιότητα ούτε την προβολή που εξασφαλίζει ένα πανεπιστήμιο ολκής.


Ο άλλος τομέας που προσελκύει τις ελληνικές επιχορηγήσεις είναι οι σπουδές για τη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Δεν αμφισβητώ τη χρησιμότητά τους ούτε την εξαιρετική εργασία που γίνεται σε μερικές από τις υπάρχουσες έδρες. Αμφισβητήσιμη είναι η ίδρυση νέων εδρών, με το τεράστιο κόστος που συνεπάγονται. Η νεοελληνική γλώσσα είναι, ας το πάρουμε απόφαση, περιφερειακή· και ελάχιστοι είναι εκείνοι που ενδιαφέρονται να την μάθουν εις βάθος. Ετσι, μια νέα έδρα νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, προσελκύοντας σχετικά λίγους φοιτητές και περιορισμένο ενδιαφέρον από τα άλλα τμήματα του πανεπιστημίου, θα έχει αντιστοίχως περιορισμένες ευκαιρίες διαλόγου με το ακαδημαϊκό της περιβάλλον. Η περιθωριοποίηση αυτή μπορεί ίσως να αποφευχθεί με ανοίγματα προς τις συγκριτικές περιφερειακές ή πολιτισμικές σπουδές και προς αντίστοιχους, ευρύτερους τομείς του πανεπιστημίου. Και πάλι όμως μου φαίνεται αμφισβητήσιμη αλλά και πρωθύστερη η ίδρυση νέων εδρών σε πανεπιστήμια όπου θα αγνοείται εντελώς η νεότερη και η σύγχρονη Ελλάδα, η ιστορία της, η κοινωνική και οικονομική της συγκρότηση, όπου για αυτά τα θέματα δεν θα υπάρχει ούτε ένας ειδικός, δεν θα διδάσκεται ούτε ένα μάθημα, δεν θα γίνεται ούτε μία διατριβή.


Ισως είναι καιρός λοιπόν να αλλάξουν οι προτεραιότητές μας. Δηλαδή οι επιχορηγήσεις μας να στραφούν στις σπουδές για τη νεότερη και τη σύγχρονη Ελλάδα· με έμφαση όχι μόνο στη γλώσσα, αλλά κυρίως στις κοινωνικές επιστήμες και στην ιστορία. Θα χρειαστεί, μου φαίνεται, μία ακόμη επιφυλλίδα.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.