Την περασμένη Δευτέρα ο ΟΟΣΑ ανακοίνωσε τα αποτέλεσμα έρευνας που έκανε για το κόστος της κινητής τηλεφωνίας ανάμεσα στις χώρες-μέλη του. Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα είναι η πιο ακριβή χώρα στις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας από τις 35 χώρες-μέλη του Οργανισμού. Οπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας, μια σύνδεση κινητού με πακέτο μεσαίας χρήσης (π.χ. 300 κλήσεις και 1 GB δεδομένα) στην Ελλάδα κοστίζει 62,13 δολάρια και είναι η δεύτερη υψηλότερη χρέωση μετά την Ιαπωνία (66,23 δολάρια).
Οι χρεώσεις όμως αυτές αναφέρονται σε ονομαστικές τιμές και αν μετασχηματιστούν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης –με βάση τις οποίες μπορεί να γίνει σύγκριση -, τότε η Ελλάδα είναι με διαφορά η πιο ακριβή χώρα, αφού η μηνιαία χρέωση ανέρχεται σε 82,84 δολάρια, στην Ιαπωνία σε 69,71 δολάρια και ο μέσος όρος των 35 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ σε 29,78 δολάρια.
Σύμφωνα με τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα, οι προαναφερόμενες χρεώσεις είναι τιμές καταλόγου και όχι αυτές που πληρώνει τελικά ο καταναλωτής. Οπως υποστηρίζουν, οι περισσότεροι πελάτες επιλέγουν προσφορές, οι τιμές των οποίων είναι πολύ χαμηλότερες εκείνων του τιμοκαταλόγου τους. Επιπλέον, σημειώνουν ότι οι τιμές στην Ελλάδα επηρεάζονται σημαντικά από την υψηλή φορολογία, η οποία αντιστοιχεί περίπου στο 40% του μηνιαίου λογαριασμού.
Η κινητή τηλεφωνία δεν είναι ο μόνος τομέας στον οποίο η Ελλάδα είναι ακριβότερη σε σχέση με άλλες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ ή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΕ (Ιούλιος 2017), οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα είναι 4% πάνω από τον μέσο όρο των 26 χωρών-μελών της ΕΕ. Η Ελλάδα, σε ονομαστικές τιμές, είναι ακριβότερη από χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Ανάλογη είναι η εικόνα και στα είδη ένδυσης – υπόδησης, στα έπιπλα, στις μεταφορές, στα καύσιμα, ποτά κλπ.
Εκτός βεβαίως από την υψηλότερη φορολογία, η ακρίβεια που καταγράφεται στη χώρας μας είναι κυρίως αποτέλεσμα της έλλειψης ανταγωνισμού. Παρά τους νόμους που έχουν ψηφιστεί για το άνοιγμα αγορών και επαγγελμάτων, που θα επέτρεπε την είσοδο νέων παικτών και την ένταση του ανταγωνισμού προς όφελος των καταναλωτών, στην πράξη τα εμπόδια στις περισσότερες περιπτώσεις παραμένουν στη θέση τους.
Ομως το θέμα ότι δεν είναι μόνο νομοθετικό. Η χώρα δεν διαθέτει κουλτούρα ανταγωνισμού. Δηλαδή, ο έμπορος ή ο επαγγελματίας δεν έχει κύριο μέλημα να διαφοροποιηθεί από τον ανταγωνιστή του προσφέροντας διαφορετικά προϊόντα ή υπηρεσίες σε χαμηλότερες τιμές. Αντ’ αυτού, ο κανόνας στη χώρα μας είναι όλοι να αντιγράφουν αυτό που θεωρείται επιτυχημένη συνταγή και να βαδίζουν στην πεπατημένη αντί να ανοίγουν νέους δρόμους, με το ρίσκο που αυτό έχει.
Ετσι καταλήγουμε να βλέπουμε την εικόνα που συχνά συναντάμε σε τουριστικούς προορισμούς, όπως π.χ. στο Ναύπλιο, όπου όλοι σερβίρουν με τον ίδιο τρόπο το ίδιο φαγητό (π.χ. μπριζόλα με ρύζι και βραστά λαχανικά) ή πωλούν τα ίδια αναμνηστικά και greek art αντικείμενα στην ίδια τιμή. Αντί δηλαδή να διαφοροποιηθούμε ο ένας από τον άλλο, με κίνδυνο κάποιος να πετύχει και κάποιος να αποτύχει, προτιμούμε με «στήσουμε» το παιχνίδι και να μοιραστούμε τα χρήματα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσουμε εκτός παιχνιδιού όσους επιθυμούν να ανταγωνιστούν με ίσους όρους.
Είναι προφανές ότι όσο αυτή η νοοτροπία είναι κυρίαρχη, όσες μεταρρυθμίσεις και αν περάσουν από τη Βουλή, όσοι νόμοι και αν ψηφιστούν, θα υπάρχουν άλλα τόσα «παραθυράκια» που στην πράξη θα τις ακυρώνουν, καθιστώντας έτσι τη χώρα τη φτωχότερη και ακριβότερη στην ευρωζώνη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ