Τι λένε οι έλληνες αρχαιολόγοι





Ενα κοσμογονικό γεγονός όπως η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης πριν από 3.500 χρόνια είναι φυσικό να απασχολεί τον επιστημονικό κόσμο ως τις ημέρες μας, ενώ ακόμη οι αρχαιολόγοι δεν έχουν κατορθώσει να συμφωνήσουν σε μία απόλυτη χρονολόγηση της έκρηξης. Η έκρηξη και η ηφαιστειακή τέφρα που σκέπασε την προϊστορική πόλη στο Ακρωτήρι της Θήρας είχε επιπτώσεις και στις ακτές της βόρειας Κρήτης και κατά συνέπεια και στον μινωικό πολιτισμό; Οι απόψεις των ελλήνων αρχαιολόγων αν δεν διίστανται, πάντως δεν συμπίπτουν απόλυτα, ενώ όλοι εκδηλώνουν ενδιαφέρον για το πείραμα του αυστραλού καθηγητή εφαρμοσμένων μαθηματικών κ. Τζο Μόναχαν και περιμένουν να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των ερευνών του.


«Το Βήμα» αναζήτησε τον κ. Μόναχαν στη Μελβούρνη και ο αυστραλός μαθηματικός επιβεβαίωσε τα πειράματα που έκανε εφέτος το καλοκαίρι και τις πληροφορίες που ελπίζει να του δώσουν τα δείγματα των γεωτρήσεων (καρότα) που πήρε από τη βόρεια ακτή της Κρήτης. Παράλληλα δύο έλληνες αρχαιολόγοι, ο διευθυντής των ανασκαφών στο Ακρωτήρι καθηγητής κ. Χρίστος Ντούμας και ο διευθυντής των ανασκαφών των Μυκηνών ακαδημαϊκός κ. Σπύρος Ιακωβίδης, αναφέρθηκαν στις επιπτώσεις της έκρηξης υποστηρίζοντας ο καθένας την άποψή του για το τι συνέβη στην Κρήτη των μέσων της 2ης χιλιετίας π.Χ.


«Πήραμε μερικά γεωλογικά δείγματα από μεγάλο βάθος σε ένα σημείο κάπου μισό χιλιόμετρο από την ακτή της βόρειας Κρήτης», είπε ο κ. Μόναχαν, ο οποίος θα ανακοινώσει την ακριβή θέση όταν ολοκληρωθούν οι αναλύσεις, οπότε και θα γίνει η δημοσίευση των αποτελεσμάτων του πειράματός του. «Τα δείγματα χρειάζονται τώρα προσεκτικές αναλύσεις, ορισμένες από τις οποίες θα γίνουν στο Κόβεντρι της Αγγλίας και άλλες στη Ζυρίχη. Είμαστε ωστόσο πολύ ευχαριστημένοι γιατί μπορέσαμε να βρούμε ένα σημείο και να τρυπήσουμε το έδαφος αρκετά βαθιά για να πάρουμε συνεχή δείγματα από τους χρόνους του Χαλκού. Αυτό που αναζητούμε τώρα είναι κυρίως άμμος από τον βυθό της θάλασσας και ελπίζουμε να την εντοπίσουμε. Ενα ανάλογο τσουνάμι (παλιρροϊκό κύμα) υπήρξε στο Αιγαίο και πριν από 40 χρόνια, το 1956, και βρήκαμε άμμο από αυτό στα σημεία των δειγμάτων που είναι κοντύτερα στην επιφάνεια του εδάφους. Ο λόγος τώρα που μας ώθησε στην έρευνα αυτή είναι οι αμφισβητήσεις για την ακριβή χρονολόγηση της έκρηξης και ελπίζουμε το συνδυασμένο πρόγραμμα αυτής της έρευνας να μας βοηθήσει να επιτύχουμε καλύτερη χρονολόγηση. Αν είμαστε τυχεροί θα βρούμε ηφαιστειακή τέφρα και επίσης και κάποιες ενδείξεις από το τσουνάμι. Μέχρι στιγμής πάντως ενδιαφέρον έχουν δύο πολύ μικρά θραύσματα από αγγεία που ανασύρθηκαν με το δείγμα και τα οποία θα εξεταστούν από τους αρχαιολόγους», κατέληξε ο κ. Μόναχαν.


Από την άλλη πλευρά ο καθηγητής Χρίστος Ντούμας εξέφρασε ορισμένες επιφυλάξεις για τη σύμπτωση των χρονολογήσεων επειδή, όπως είπε, «οι καταστροφές που βρίσκουμε στην Κρήτη απέχουν μερικές δεκαετίες από την έκρηξη του ηφαιστείου, για την οποία υπάρχουν δύο απόψεις. Η μία τοποθετεί την έκρηξη μεταξύ 1648 και 1626 π.Χ. και η άλλη στα 1550, ενώ η καταστροφή του μινωικού πολιτισμού έρχεται αργότερα. Με άλλα λόγια η έκρηξη τοποθετείται στην Υστερομινωική περίοδο, ενώ οι καταστροφές στην Κρήτη χρονολογούνται στην Υστερομινωική και όποια νέα χρονολόγηση και αν δώσουμε υπάρχει η απόσταση μιας πολιτιστικής φάσης, δηλαδή το λιγότερο 30-40 χρόνων. Οσον αφορά τώρα τις επιπτώσεις που είχε η έκρηξη του ηφαιστείου και το τσουνάμι στην αγροτική οικονομία της Κρήτης, η οποία έγινε εύκολη λεία σε εξωτερικές επιδρομές και εσωτερικές επαναστάσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχουμε ενδείξεις ούτε για εξωτερικές επιδρομές ούτε για αναρχία στο εσωτερικό. Η μόνη ένδειξη που έχουμε για τυχόν απέξω επέμβαση είναι η κατάληψη του ανακτόρου της Κνωσού από τους Μυκηναίους, που όμως έγινε πολύ αργότερα. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει γίνει αποδεκτό από όλον τον αρχαιολογικό κόσμο ότι η κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού δεν έχει καμία σχέση με την έκρηξη του ηφαιστείου. Αλλωστε, αν υπήρξε ένα τόσο καταστρεπτικό τσουνάμι θα έπρεπε να είχε καταστραφεί και το Παλαίκαστρο, που είναι παραλιακή πόλη στην ανατολική Κρήτη και τώρα με τις ανασκαφές που γίνονται διαπιστώνεται ότι διατηρήθηκε. Οπωσδήποτε όμως η μέθοδος και τα πειράματα του καθηγητή Μόναχαν μας ενδιαφέρουν πολύ και περιμένουμε τα αποτελέσματα όταν αυτά ανακοινωθούν».


Τέλος, μια άλλη άποψη διατύπωσε ο καθηγητής Σπύρος Ιακωβίδης, ο οποίος αναφέρθηκε σε άρθρο του πρώτου ανασκαφέα του Ακρωτηρίου της Θήρας καθηγητή Μαρινάτου, όπου υποστηρίζει ότι η Κρήτη καταστράφηκε αμέσως μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και ένα μέρος της καταστροφής οφείλεται στο παλιρροϊκό κύμα που έπληξε την Κρήτη. «Με ενδιαφέρει πολύ να μάθω πού θα καταλήξουν τα πειράματα του καθηγητή Μόναχαν», είπε. «Γιατί, όπως αναφέρεται στο άρθρο, το τσουνάμι ανάλογα με το σημείο εκκινήσεώς του ακολουθεί μία κατεύθυνση, δεν απλώνεται, και η μεγαλύτερη καταστροφή που κάνει είναι όταν τραβιέται πίσω στη θάλασσα. Και ο Μαρινάτος διατύπωσε τη θεωρία του για ένα παλιρροϊκό κύμα επί τη βάσει αρχαιολογικών ευρημάτων στην Αμνυσο, το επίνειο της Κνωσού, όπου παρατήρησε ότι υπήρχαν κτίρια τα οποία είχαν καταρρεύσει και οι τοίχοι τους είχαν παρασυρθεί προς την παραλία. Στην Κρήτη έχουν γίνει και άλλες μετρήσεις με τις οποίες διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν και κατάλοιπα τέφρας. Και εκείνο το οποίο είναι βέβαιο από τα πειράματα αυτά και άλλες παρατηρήσεις στο σύμπλεγμα Θήρας Κρήτης ως και την Κύπρο είναι ότι η έκρηξη ήταν τρομερή, η τέφρα πρέπει να περιφερόταν επί καιρό στην ατμόσφαιρα και να είχε σκοτεινιάσει ο ουρανός, ενώ ο βρόντος ακούστηκε σχεδόν ως την Υεμένη. Επομένως δεν είναι δυνατόν η Κρήτη να μη σκεπάστηκε από τέφρα και να μην κατακλύστηκε η βόρεια ακτή της από το παλιρροϊκό κύμα, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι σοδειές και η κτηνοτροφία και γενικότερα να εξασθενήσει ο πληθυσμός. Μετά ήρθαν οι Μυκηναίοι που εγκαταστάθηκαν στην Κνωσό, στη Φαιστό και στα Χανιά και κυριάρχησαν χωρίς να εξοντώσουν τον πληθυσμό. Πάντως ενδείξεις από καταστροφές που προκλήθηκαν από επιδρομές δεν έχουν βρεθεί στην Κρήτη, όπου φαίνεται πως οι όποιες καταστροφές έχουν προκληθεί από σεισμούς, όχι από επιδρομές».