Η ελληνική κρίση χρέους ανάγκασε την ευρωζώνη να πάρει αποφάσεις τις οποίες σκόπιμα δεν θέλησε να υιοθετήσει στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Πράγματι, ήδη από το 1992 οι ειδικοί είχαν προβλέψει ότι ο «ασύμμετρος» σχεδιασμός των δύο σκελών της ΟΝΕ θα οδηγούσε σε προβλήματα.
Από τη μία έχουμε τη νομισματική πολιτική με πλήρη εναρμόνιση και κοινούς κεντρικούς θεσμούς (ΕΚΤ) για τη νομισματική πολιτική και από την άλλη την οικονομική πολιτική, αποκεντρωμένη στα κράτη-μέλη με διαφορετικές αντιλήψεις για τη διαχείριση των προϋπολογισμών τους. Οι χώρες του Βορρά πίστεψαν ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας (ως 3% επιτρεπόμενο έλλειμμα και όχι πάνω από 60% δημόσιο χρέος) σε συνδυασμό με την «απαγόρευση αμοιβαίας ανάληψης χρεών» (no bail out clause) ήταν επαρκή εργαλεία για τη σταθερότητα του κοινού νομίσματος. Οταν όμως το 2010 σήμανε η καμπάνα της κρίσης χρέους στην Ελλάδα και στη συνέχεια σε άλλες χώρες της ΕΕ, έγινε αντιληπτό ότι τα «φάρμακα» δεν ήσαν επαρκή.
Στις 10/5/2010 δόθηκε μια προσωρινή απάντηση στα προβλήματα αυτά, δρομολογήθηκε όμως ταυτόχρονα μια πιο μόνιμη λύση. Η λύση αυτή αποτελείται από τον μηχανισμό χρηματοδότησης, από νέους σκληρούς κανόνες για δημοσιονομική πολιτική και κυρίως την επιτήρηση των προϋπολογισμών όλων των χωρών της ευρωζώνης από την Επιτροπή και την Ευρωομάδα. Οσο για το πρώτο πρόβλημα, την περίφημη απαγόρευση ανάληψης χρεών από τα μέλη της ευρωζώνης, αυτή ξεπεράστηκε και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε έλαβε αργότερα την ευλογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Μιας και η Συνθήκη δεν το επέτρεπε, και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν δεχόταν αλλαγή της ώστε η ευρωζώνη να μπορέσει να προχωρήσει στο πλαίσιο της κοινοτικής διαδικασίας, δεν έμενε τίποτε άλλο από το να παρακάμψουν το πλαίσιο της ΕΕ και να εργαστούν στη σφαίρα του Διεθνούς Δικαίου. Ετσι έχτισαν εκεί τους μηχανισμούς που τους έλειπαν: τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ΕΜΣ) και τη Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση της oικονομικής πολιτικής.
Το άμεσο πρόβλημα βρήκε απάντηση, αλλά μια απάντηση που δεν διασφάλιζε τη δημοκρατικότητα, τη λογοδοσία και την αλληλεγγύη που επιτρέπει / επιβάλλει το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. Πώς λοιπόν μπορούν όλα αυτά να αλλάξουν; Ολοι μιλούν για την ανάγκη μεταρρύθμισης της ευρωζώνης, πολλοί για την ανάγκη εκδημοκρατισμού της. Το ζητούμενο όμως είναι με ποια μέθοδο. Θα συνεχίσουμε όπως τώρα με τη διακυβερνητική μέθοδο (διεθνείς κανόνες) που προβλέπουν ομοφωνία; ‘Η θα αποφασίσουμε να επιστρέψουμε στην κοινοτική μέθοδο με τα γνωστά checks and balances τα οποία λειτούργησαν ως τώρα ισορροπώντας τους μικρούς και τους μεγάλους, τους θεσμούς μεταξύ τους με μια όλο και μεγαλύτερη δημοκρατική λογοδοσία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (σχεδόν απόν από τα τεκταινόμενα στην ευρωζώνη);
Ποια είναι αυτή τη στιγμή η εικόνα που καταγράφουμε, προτού αρχίσει ο ουσιαστικός διάλογος που προβλέπει η Λευκή Βίβλος;
Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πολιτική πραγματικότητα που προέκυψε από τις εκλογές στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Τσεχία και στην Αυστρία. Και αυτή, εκτός από το ζήτημα της εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας στην ΕΕ, δεν ευνοεί τη μεταφορά πόρων από τους ισχυρούς στους αδύναμους, πέραν των προβλεπομένων από τον εξισορροπητικό μηχανισμό των κοινοτικών ταμείων. Και αυτά μάλλον θα μειωθούν μετά τη βρετανική έξοδο και την απώλεια 11 δισ. ετησίως από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το όραμα του Μακρόν και του Γιούνκερ για έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης δεν θα βρει υποστήριξη στο σύνολό του.
Το βλέπουμε και στη νέα αδύναμη πρόταση της Ε. Επιτροπής για την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ενωσης. Η άρνηση της κοινοτικής ανάληψης εγγυήσεων για καταθέσεις μικρότερες από τα 100.000 ευρώ από τους οικονομικά ισχυρούς δεν επιτυγχάνει τον στόχο της εμπιστοσύνης. Οι καταθέτες παραμένουν επιφυλακτικοί.
Το βλέπουμε από τις γερμανικές προτάσεις για διεύρυνση της παρέμβασης του ΕΜΣ για στήριξη κρατών σε κρίση και στις τράπεζες, και τη μετατροπή του σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο –και ταυτόχρονα ακούμε ότι αυτό θα παραμείνει διακυβερνητικό.
Το βλέπουμε στην αντίσταση για τη δημιουργία του θεσμού του ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών και των αρμοδιοτήτων του.
Το βλέπουμε στην άρνηση πλήρους εμπλοκής του υπάρχοντος Κοινοβουλίου στη λειτουργία της ευρωζώνης. Ο Μακρόν μιλά για «ένα» Κοινοβούλιο της Ευρωζώνης. Θα είναι αυτό πιο αποδεκτό από τους άλλους;
Τι θα σημάνουν όλες αυτές οι παρεκκλίσεις από το κοινοτικό θεσμικό κεκτημένο; Πιθανότατα μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα σε όσους είναι στην ευρωζώνη και όσους μένουν εκτός.
Ο χρόνος που διαθέτει η Ενωση για να ρυθμίσει τα του οίκου της δεν είναι άπειρος. Η σχεδόν δεκαετής, έστω και μέτρια, ανάπτυξη μπορεί κάθε στιγμή να ανατραπεί. Αρκεί ένα σπίρτο να ανάψει στις φούσκες που δημιουργεί η ανεπαρκής εποπτεία των χρηματαγορών, κάποιος αναπάντεχος πόλεμος, ή η αντιμετώπιση της κινεζικής πρόκλησης για την κυριαρχία της στην επωαζόμενη ψηφιακή εποχή.
ο ευρώ και η αποθετική αξία του και η μεγάλη εσωτερική αγορά είναι τα ατού που θα διατηρήσουν την ΕΕ στην ομάδα των ηγετικών οικονομικών δυνάμεων την κρίσιμη δεκαετία που έρχεται. Συνεπώς για τους ισχυρούς είναι αδιαπραγμάτευτη η ύπαρξή του. Επομένως; Επομένως θα πρέπει να αποδεχτούμε το διαμορφωμένο πλέον νέο πολιτικό τοπίο στην ΕΕ και να ελπίσουμε ότι οι διαπραγματεύσεις στα συμβούλια κορυφής θα διαφυλάξουν κάποιες από τις επιθυμητές κοινοτικές διαδικασίες για όσους πιστεύουν στην ολοκλήρωση της ΕΕ προς μια ομοσπονδιακή κατεύθυνση. Μέχρι την επόμενη μεγάλη κρίση…
Η κυρία Ζωρζέττα Λάλη είναι πρώην διευθύντρια της Ε. Επιτροπής. Ο κ. Αντώνης Τριφύλλης πρώην στέλεχος της ΕΕ και μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της διαΝΕΟσις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ