Ο νεοελληνικός πολιτισμός των τελευταίων διακοσίων χρόνων αλλά και ο παγκόσμιος έχουν επικεφαλής ένα όνομα: Μαρία Κάλλας.

Η Άννα-Μαρία-Σοφία-Καικιλία Καλογεροπούλου κόρη του Γιώργου Καλογερόπουλου και της Ευαγγελίας Δημητριάδη που μόλις είχαν εγκατασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ελλάδα και είχαν ήδη πάρει το όνομα Κάλλας, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923 στη Νέα Υόρκη και πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο Παρίσι.

Η τέφρα της διασκορπίσθηκε από τους ανέμους στην απεραντοσύνη του Αιγαίου Αρχιπελάγους, όπου θα ταξιδεύει στην αιωνιότητα και τα κύματά του θα την χαϊδεύουν τρυφερά, θα της ψιθυρίζουν τα ανείπωτα σ’ αγαπώ, θα τη λικνίζουν στους ρυθμούς των Μεγάλων Μουσουργών που ερμήνευσε.

Η φωνή της θα ακούγεται ως τ’ αστέρια, ως την ψυχή της και όλοι θα αποτίουν πάντα φόρο τιμής σ’ αυτήν την καθολικά αναγνωρισμένη προσωπικότητα την Πρώτη των Πρώτων. Τη χαρισματική και συγχρόνως τραγική αυτή Ηγέτιδα της Διεθνούς Πολιτιστικής Ζωής καθόλου δεν τίμησε, διαχρονικά, το Ελληνικό Κράτος, φοβούμενο ίσως τις συγκρίσεις, ενώ πολλές ασημαντότητες που κηδεύτηκαν δημοσία δαπάνη, συνήθως, είχαν ζήσει και δημοσία δαπάνη. Το μεγαλείο της κορυφαίας αυτής φυσιογνωμίας δεν είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις μου προς την μουσικολόγο Αθηνά Σπανούδη που ήταν προσωπική της φίλη να με παρουσιάσει σ’ εκείνη.

Όμως έχω σαφή εικόνα του σπιτιού της, Πατησίων 61, όπου έζησε από το 1937 μέχρι το 1945, γιατί στον προηγούμενο όροφο στο ίδιο ακριβώς διαμέρισμα ήταν ο οφθαλμίατρος Πολυκράτης τον οποίο επισκεπτόμουν στα παιδικά μου χρόνια στη δεκαετία του 1950.

Είναι ένα επιβλητικό νεοκλασικό μέγαρο ερειπωμένο πια σήμερα. Ολύμπια, αγέρωχη, μοναχική, τυλιγμένη στο Μύθο της, η Άννα-Μαρία-Σοφία-Καικιλία Καλογεροπούλου καλπάζει σε μακρινούς πλανήτες, σε άλλους αστερισμούς και γαλαξίες, πάνω στο φτερωτό άλογο των Μουσών, τον Πήγασο, που το οδηγεί ο Περσέας χωρίς την Ανδρομέδα του και με τιμητική φρουρά τους Μεγάλους Ποιητές πορεύεται στο ραντεβού της με την ιστορία, μέσα σ’ ένα γαλάζιο σύννεφο, δαφνοστεφανωμένη, θριαμβεύτρια ζωής και θανάτου και διέρχεται, απαστράπτουσα, κάτω από την Αψίδα που έχουν σχηματίσει όλοι οι συνάδελφοί της, διάσημοι Μουσουργοί, επιφανείς Μαέστροι, καταξιωμένοι Ερμηνευτές, κορυφαίοι Οργανίστες, για να πάρει τη θέση της στο Πάνθεων των Θρύλων της Ιστορικής Μνήμης και οδεύει στο άπειρο των οριζόντων, επιτέλους ελεύθερη, προς τη Μεγάλη Λεωφόρο της Ουράνιας Γαλήνης, της Αιώνιας Δόξας, της Αθανασίας, καλά προφυλαγμένη στις καρδιές και τις αγκαλιές των κοινών θνητών της σημερινής και των ερχόμενων γενεών.

Η Μαρία Κάλλας σφιχταγκαλιασμένη με την τύχη και την ατυχία μαζί, τις δύο καταλυτικές συνιστώσες της ύπαρξής της, δεν πρόλαβε να γεράσει στην επίγεια ζωή της ̇ κατόρθωσε όμως με σκληρές προσωπικές θυσίες, με χαρακτήρα που σε συνθήκες πολέμου σφυρηλάτησε και με το ανυπέρβλητο ταλέντο της να κατακτήσει την κορυφή του Ολύμπου και να καθίσει δικαιωματικά και διαδοχικά και στους 12 θρόνους του. Δεν έφυγε λοιπόν. Πάντα εδώ ζει. «Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε όταν τους λησμονάμε» γράφει ο Ουράνης.

Μετά το δέος, ένα φευγαλέο, αέρινο φτερούγισμα ̇ μια μορφή να χάνεται ανάμεσα στα φυλλώματα του δάσους, όπου παιχνιδίζουν οι ηλιαχτίδες και λαμπυρίζουν σε όλα τα χρώματα της ίριδας με τα δάκρυα της βροχής του φθινοπώρου και τη μουσική υπόκρουση των πουλιών ̇ μια φιγούρα λουσμένη στο εκτυφλωτικό κίτρινο, μπλε ή κόκκινο φως που στέλνει το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, να βαδίζει ανάλαφρα στην ακρογιαλιά, ενώ το κύμα χορεύει σε ρυθμούς βαλς και τανγκό ̇ η σκιά μιας αυστηρής Αμαζόνας με δωρική κορμοστασιά ίσως της ίδιας της Μυρίνας να αγναντεύει μελαγχολικά από ένα παράθυρο το Πύργου των Καταιγίδων, ακίνητη, το ατέλειωτο πάρκο, μέσα στην αχλύ του δειλινού, ένα τρυφερό βελούδινο χάδι ψυχής ̇ ένα φιλί αγάπης και στοργής, που δείχνει ότι νικήθηκε, επιτέλους, ο φόβος όλων, η μοναξιά ̇ κάποιο δάκρυ κρυφό και καυτό, εναλλασσόμενο με ένα κάποιο χαμόγελο ̇ ο απόηχος από το παρατεινόμενο στο διηνεκές χειροκρότημα ενός ολόκληρου κόσμου, που αγωνίζεται να ψηλώσει για να φτάσει τη Μαρία ̇ εκείνη τη Μαρία που, πανταχού πλέον παρούσα στα 54 χρόνια της, διασχίζοντας τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας σταματάει για να χαϊδέψει τα ανοιξιάτικα τριαντάφυλλα ̇ κατόπιν διαπλέει τον Αχέροντα για να φτάσει με τους ήχους της άρπας του Ορφέα, στις χιονισμένες όχθες της Αχερουσίας, όπου με ενθουσιασμό την υποδέχονται παλιοί γνώριμοι και αφήνοντας πολύτιμη εθνική παρακαταθήκη τη φωνή της ερμηνεύει για μιαν ακόμα φορά την Casta Diva, αποθέωση, σφραγίδα και κύκνειο άσμα για τη Μαρία Κάλλας που συγκινημένη υποκλίνεται στο παγκόσμιο κοινό. Μετά τη λεηλασία της ζωής της και έχοντας αποφύγει τη λαφυραγώγηση της ψυχής της, καθώς ο κύκλος θα ολοκληρώνεται και η Βενετιά θα χάνει πραγματικά το χρυσό της βελόνι, η Μαρία θα εξομολογηθεί στο Τζιουζέπε ντι Στέφανο, δύο χρόνια πριν γραφεί ο επίλογος στα νερά του Αιγαίου: «κάθε μέρα που περνάει είναι για μένα μια μέρα λιγότερη από το τέλος».

Με κυρίαρχο το αδαμάντινο αστέρι της υστεροφημίας της και χωρίς να βαραίνει τις αποσκευές και τους απολογισμούς της με ουτοπίες και χίμαιρες παρά μόνο με τρόπαια και αναπόφευκτες θύελλες, θα μπει στην τελική ευθεία ακολουθώντας στο τόσο πρόωρο λυκόφως την αδυσώπητη Νομοτέλεια και αφήνοντας στο πέρασμά της ένα μεθυστικό άρωμα γαζίας, θα ψιθυρίσει addio del passato και θα αποσυρθεί αργά και μεγαλόπρεπα, κλείνοντας μόνη της την Αυλαία. Δε μένει παρά ο Αποχαιρετισμός.

Υστερόγραφο για να λυθούν τυχόν απορίες: Στα παλιά ρομαντικά τραγούδια, ποιήματα και μυθιστορήματα μαθαίναμε ότι η Αγάπη μπορεί και βουνά να κινήσει. Αφού λοιπόν μπορεί να το κάνει αυτό η κινητήριος δύναμης, μοχλός και καταλύτης στη ζωή των πάντων, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά της, με χίλιους και έναν τρόπους, στους τυχερούς που εκείνη επέλεξε και ευνόησε, γιατί να μην μπορεί να γράψει και ένα λυρικό κείμενο όπου να διαχέονται όνειρο και νοσταλγία, κάνοντας μάλιστα τεράστια άλματα μέσα στο χρόνο, μέσα στις εποχές, στην ιστορία και στο μύθο μαζί, σε θρύλους και παραδόσεις, σε τόπους κοντινούς και μακρινούς. Ε λοιπόν ναι το ομολογώ: αυτή η Κυρία το έγραψε.