Μετά το καθυστερημένο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, όλοι πλέον συμφωνούν –τουλάχιστον στα λόγια –ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εστιάσει στην ανάκαμψη της οικονομίας και στην επίτευξη βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης. Βεβαίως τα ίδια λέγαμε και πριν από έναν χρόνο, με το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, αλλά τελικά μας πήρε 12 μήνες για να ολοκληρώσουμε κάτι που προβλεπόταν να γίνει το πολύ σε ένα εξάμηνο. Με την επόμενη αξιολόγηση να έρχεται το προσεχές φθινόπωρο και μαζί της ζητήματα που αποτελούν «κόκκινες» γραμμές για τα συγκυβερνώντα κόμματα και για πολλά κυβερνητικά στελέχη, όπως η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, είναι πολύ πιθανόν να βρεθούμε και πάλι… στο ίδιο έργο θεατές.
Με τα δείγματα γραφής και τις μέχρι τώρα επιδόσεις της κυβέρνησης, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να έχουμε εκ νέου καθυστερήσεις στο κλείσιμο της επόμενης αξιολόγησης. Ωστόσο, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο Πρωθυπουργός εμφανίζεται διατεθειμένος να βαδίσει τον δρόμο της ανάκαμψης και στο πλαίσιο αυτό σχεδιάζει ανασχηματισμό, τοποθετώντας στην κυβέρνηση υπουργούς που θα υλοποιήσουν χωρίς αναστολές την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και θα εφαρμόσουν χωρίς καθυστερήσεις όσα έχει ψηφίσει μέχρι σήμερα το Κοινοβούλιο και έχουν γίνει νόμοι του κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι μετά τη δόση των 8,5 δισ. ευρώ, με την οποία θα πληρωθούν τα ομόλογα ύψους 7 δισ. ευρώ που λήγουν τον Ιούλιο, οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου είναι καλυμμένες μέχρι το 2019, η χρηματοδότηση της χώρας αποσυνδέεται από την πορεία της αξιολόγησης. Ετσι, μέχρι το 2019, που ούτως ή άλλως είναι έτος πολλαπλών εκλογών, η χώρα μπορεί να ζήσει με δικές της δυνάμεις. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η οικονομία θα αναπτύσσεται και θα μπορεί να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα.
Αρα η επόμενη περίοδος είναι κρίσιμη για να μπουν οι βάσεις για μια υγιή και βιώσιμη ανάπτυξη. Τι σημαίνει όμως βιώσιμη ανάπτυξη; Σίγουρα όχι η ανάπτυξη που έχει σήμερα η ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η χώρα το πρώτο τρίμηνο του 2017 εμφάνισε ανάπτυξη 0,8% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2016. Η εξέλιξη αυτή είναι κυρίως αποτέλεσμα της αύξησης της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 1,7% και της Γενικής Κυβέρνησης κατά 1% το πρώτο τρίμηνο του 2017 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2016. Είναι προφανές ότι τέτοιου είδους ανάπτυξη ούτε βιώσιμη είναι ούτε διατηρήσιμη είναι.
Εξάλλου, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ μέχρι το 2011 το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ήταν υψηλότερο από τη συνολική ιδιωτική κατανάλωση κατά 1,3 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2016 ήταν μικρότερο κατά 10,6 δισ. ευρώ. Δηλαδή ενώ μέχρι το 2011 συνολικά περίσσευαν χρήματα στα νοικοκυριά για να αποταμιεύουν, έκτοτε χρησιμοποιούν τις αποταμιεύσεις τους για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, να καλύψουν τις πάγιες δαπάνες τους, να πληρώσουν τους φόρους τους, να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους κ.λπ.
Την ίδια στιγμή, συνεχίζεται η αποεπένδυση της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το 2009 και μετά ο καθαρός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλαδή οι ακαθάριστες επενδύσεις μείον τις αποσβέσεις, είναι αρνητικός. Δηλαδή όχι μόνο δεν δημιουργείται νέο παραγωγικό κεφάλαιο, αλλά αποξηλώνεται και όσο απέμεινε, πράγμα που σημαίνει μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας.
Για να επιτύχει η ελληνική οικονομία υγιείς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας (κατοικίες, κατασκευές, αγροτική παραγωγή, μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό κ.λπ.). Και οι πηγές από που μπορούν να αντληθούν αυτά τα χρήματα είναι συγκεκριμένες: αποταμίευση, επιστροφή καταθέσεων, δημόσιες επενδύσεις, απορρόφηση κοινοτικών πόρων και προσέλκυση ξένων καταθέσεων.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει λοιπόν να εστιάσει η κυβερνητική προσπάθεια για την επίτευξη βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης και όχι στην πρόσκαιρη ανάκαμψη που στηρίζεται στην αύξηση της κατανάλωσης ή σε μια καλή τουριστική περίοδο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ