Είναι εφικτό να παραγάγουμε μια έννοια για το θέατρο; Τι σημαίνει παράγω μια έννοια για το θέατρο, σε πείσμα της «παραγωγής» (δηλαδή όλου του θεατρικού, ψυχολογικού, λαϊκιστικού μηχανισμού); Σημαίνει πως παραπέμπω σε ένα παλαιό πρόβλημα αναπαράστασης, ώστε να το αντικαταστήσω με ένα άλλο, που δεν έχει ακόμη εμφανισθεί και που δεν αφορά το θέατρο ως κατάσταση των πραγμάτων, αλλά τους όρους αυτής της κατάστασης.
Προς το παρόν, αυτό το βλέπω μόνο στον σύγχρονο χορό και τον Jean-Luc Godard. Οπότε, ό,τι γράφω για το καθιερωμένο μας θέατρο καταλήγει σε μια καταγραφή a priori αποτυχημένη. Αλλά, πώς να το κάνουμε, όταν Ο ακατονόμαστος με προτρέπει να συνεχίσω: «πρέπει να συνεχίζεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, πρέπει να συνεχίσεις, θα συνεχίσω, πρέπει να λες λόγια, όσο ακόμα υπάρχουν, πρέπει να λέγονται ώσπου να με βρουν».

Ο ακατονόμαστος (ο Σάμιουελ Μπέκετ) σκέπτεται για λογαριασμό μου, οργανώνοντας το έργο του σαν ξένη γλώσσα και απαιτώντας από εμένα μετάφραση. Ως εάν η σύνταξη της ίδιας του της γλώσσας να οδηγεί τις παραστάσεις του στο αδιέξοδο: τη μόνη προϋπόθεση που αναγνωρίζω και την αντιπαραβάλλω προς τις επιτυχημένες εμπορικές παραστάσεις που (δεν) βλέπω.
Τι ήταν λοιπόν οι Ευτυχισμένες ημέρες της Σύλβιας Λιούλιου στο Bios, μισό και πλέον αιώνα μετά τη σκηνοθεσία του Rοger Blin με την Madeleine Renaud στον ρόλο της Γουίνι; Αρκούσε το εύρημα της αντικατάστασης του λόφου από παλέτες βιβλίων (στα οποία άλλωστε, όπως έλεγε ο Mallarmé, «προώρισται να καταλήξει ο κόσμος»); Εφτανε άραγε η Γουίνι –σε υψηλούς, ομολογώ, τόνους –της Ολιας Λαζαρίδου, εραλδικού πνεύματος της ελληνικής σκηνής, μιας Delphine Seyring στα καθ’ ημάς;
Οσοι λογοδοτούν, όπως ο Μπέκετ, στον θάνατο, θα όφειλαν σήμερα να βλέπουν τη Γουίνι ως mobile donna. Οχι όμως, στον διανυμένο χώρο από την επιφάνεια της γης στο χώμα όπου ενταφιάζεται. Αλλά να τη χαζεύουν να κινείται πάνω-κάτω, από τη μια άκρη της σκηνής στην άλλη, πίσω από έναν τοίχο όπου, αντί να βουλιάζει, θα άρχιζε σιγά-σιγά να εξαφανίζεται. Μια Γουίνι κινούμενη και κρυμμένη πίσω από αυτό το πλατωνικό παραπέτασμα, που θα μπορούσε να είναι μια μάντρα οικοδομών. Μια Γουίνι που δεν πεθαίνει παρά τρέχοντας.

Εχω τη γνώμη ότι ο Μπέκετ θα συμφωνούσε σήμερα με μια τέτοια χορογραφική οδηγία, διότι γνώριζε πως η στιγμή είναι μια ακίνητη τομή της θεατρικής κίνησης αλλά και πως η κίνηση στο θέατρο είναι μια ακινησία ή, για να το πω όπως ο Deleuze, η «κινητή τομή της διάρκειας». Πράγμα προφανώς που συνεπάγεται πως η κίνηση εκφράζει κάτι περισσότερο από την αλλαγή μέσα στη διάρκεια. Να τι θα μας αποκάλυπτε η Γουίνι τρέχοντας. Kαι, αντί της βραδύτητας του ενταφιασμού της, θα μας έδειχνε τη φασματική εξαφάνισή της στη νιοστή δύναμη. Διότι ο χρόνος και η παρεκκλίνουσα κίνηση που τον συγκροτεί είναι το μυστικό του Μπέκετ και στη γραφή του και στο θέατρο. Πίσω από την κίνηση και την ακινησία ο θεατρικός χρόνος γίνεται ρυθμός προκειμένου να ξεφύγει από την κοινωνική σήμανσή του σε ένα πανάκριβο ρόλεξ.
Το εύρημα που προτείνω είναι προφανώς κινηματογραφικό: υποχρεώνει να καταστεί η θεατρική εικόνα, εικόνα-χρόνος που οφείλει να αντιληφθεί τον εαυτό της ως μετατροπίας του ίδιου του ηθοποιού σε χρονοεικόνα.
Τι κάνουν για τον Μπέκετ οι περισσότεροι έλληνες σκηνοθέτες; Γιατί ανεβάζουν και ξανανεβάζουν τις Ευτυχισμένες ημέρες σαν καλλιστεία όλων των Γουίνι επί σκηνής; Γιατί δεν ακούν τη φωνή του Κραπ στη μαγνητοταινία; Γιατί να μην ακούν αυτό το θέατρο της γλώσσας ώστε να μην έχουν ανάγκη έναν διερμηνέα για να καταλάβουν τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα τους όταν διδάσκουν τους ηθοποιούς; Γιατί δεν παραδέχονται ότι το θέατρο είναι εξορία και πως ένα εισιτήριο είναι ένα διαβατήριο για έναν τόπο που δεν υπάρχει παρά ως οίκος ευγηρίας;
Διάβαζα στις «Εποχές» του Ιανουαρίου του ’64 –που μας μοίρασε τις προάλλες «Το Βήμα» –το κείμενο του Alec Reid «Ο Σάμιουελ Μπέκετ και η «αποτυχημένη μορφή»» πως σε αυτόν τον απροσδόκητο πρόμαχο της ανθρωπότητας «ας του αναγνωρίσουμε μονάχα ένα είδος συνέπειας –τη φαινομενική ασυνέπεια: οπωσδήποτε ο άνθρωπος στην καλύτερή του εκδοχή είναι ένα πλάσμα γεμάτο αντινομίες, μισό θεός, μισό κτήνος, καθώς γυρεύει να ζήσει όσο μπορεί καλύτερα το διάστημα ανάμεσα στη γέννηση και τον θάνατο». Πόσοι από μας, που βλέπουμε σήμερα τον Μπέκετ, αναγνωρίζουμε τη διπλή μας φύση;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ