Θωμάς Κοροβίνης, «Κανάλ Ντ’ Αμούρ». Αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης του ’80. Εκδόσεις «Αγρα», Αθήνα 1996, σελίδες 60.


Στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα, όπου το βιβλίο έχει καταντήσει πρωτίστως εμπορικό είδος και η διακίνηση των ιδεών γίνεται από άλλα κανάλια και όπου ο αναγνώστης βαθμηδόν αναισθητοποιείται από την πληθώρα των προσφερομένων τίτλων, σπάνιες είναι πια οι περιπτώσεις όπου ένα βιβλίο θα ξεχωρίσει για κάποιο λόγο άλλον από την εμπορικότητά του.


Ως εκδότης δεν μπορώ να αρνηθώ τη συμμετοχή ­ ή και ενδεχομένως συνενοχή ­ μου σε αυτή την κατάσταση. Μπορώ όμως να επισημάνω κάποια βιβλία που αναδύονται από τον περιρρέοντα χαρτοπολτό και λάμπουν διά της παρουσίας τους, που δίνουν στον αναγνώστη μιαν άγρια χαρά, την ικανοποίηση ότι κρατά στα χέρια του ένα πραγματικό βιβλίο ­ με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ενα τέτοιο βιβλίο είναι το «Κανάλ Ντ’ Αμούρ» του θεσσαλονικιού πολυτεχνίτη φιλόλογου Θωμά Κοροβίνη.


Η υπόθεση του βιβλίου είναι απλή: ο αφηγητής έχει εισχωρήσει στο ερωτικό περιθώριο της γενέτειράς του πόλης και μια μέρα (ή μάλλον νύχτα) ανακαλύπτει ότι το κέντρο της πόλης έχει εισβάλει στο περιθώριο αυτό και το εκτοπίζει («Το μέρος άλλαξε, φίλε. Τώρα εδώ συχνάζουν σικάτοι»). Ετσι ο αφηγητής κάθεται και περιγράφει καταλεπτώς τα ήθη και τα έθιμα του κόσμου αυτού που εγνώρισε, τους κώδικές του, τα μνημεία και τους πρωταγωνιστές του, και παραθέτει τέτοιες λεπτομέρειες ώστε να γίνεται απολύτως σαφής και πιστευτός.


«Ψεύδεται σαν αυτόπτης μάρτυς» είναι το επίγραμμα που είχε χρησιμοποιήσει παλαιότερα ο Κωστής Παπαγιώργης σε ανάλογης διάθεσης κείμενο. Και ο κ. Κοροβίνης διανθίζει το κείμενό του με μαρτυρίες, περιστατικά και διαλόγους (όπως το κωμικοτραγικό «εμείς προφυλακτικά δεν βάζουμε […] οι αρρώστιες είναι για τους πλούσιους»), που αποδίδουν γλαφυρά την εικόνα που θέλει να δώσει. Το βιβλίο κοσμείται και με 44 έγχρωμες φωτογραφίες από τους χώρους που περιγράφονται στο κείμενο, για να ξέρουμε για τι ακριβώς μιλάμε. Ακόμη και ο πλέον ανυποψίαστος χαμουτζής αναγνώστης που αγνοεί πού βρίσκεται η πλατεία Μοριχόβου και αν η οδός Λέοντος Σοφού τέμνει την Εγνατία θα διασκεδάσει με το αφήγημα και την παρεχόμενη τεκμηρίωση (εύφημος μνεία πρέπει να αποδοθεί στον σκύλο που κάθεται σαν ακροκέραμο στα κεραμίδια του μπορντέλου στη γωνία των οδών Σαπφούς και Ταντάλου, στο εξώφυλλο του βιβλίου).


Υπάρχει, βέβαια, και η σοβαρότερη πλευρά των πραγμάτων, η κοινωνική διάσταση του μύθου: η άλωση της πόλης από τα «φλώρια». Οχι από τους «κουλτουρολάγνους» που επισκέπτονταν ως ξένοι τις γειτονιές αυτές, αλλά από τους κατακτητές που πρώτα «μπήκαν στα λαϊκά ταβερνάκια και τα κάναν λιώμα. Ξεμυαλίσαν τους ταβερνιάρηδες, ανεβάσαν τους λογαριασμούς, γέμισαν τον αέρα ξινίλα και σνομπαρία», και ύστερα οι ορδές τους κατέλαβαν τα Λαδάδικα: «Νεοφώτιστοι της ρεμπετολαγνείας. Μεγαλοπιασμένοι βιοτέχνες, ατσαλάκωτα τεκνά, μισοξεβράκωτες πουτανίτσες του δήθεν καλού κόσμου, φάτσες δανεικές κι αδιάβροχες». Αυτά όλα ηχούν κάπως οικεία στα αθηναϊκά αφτιά: δεν είναι μόνο το παρελθόν της Πλάκας, είναι και το μέλλον του Ψυρρή.


Η ιδιωματική καθομιλουμένη και η αθυροστομία του αφηγητή μπορεί να ξενίσουν όσους δεν αντιληφθούν εγκαίρως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με σύγγραμμα κοινωνικής ανθρωπολογίας, πολιτικής επιστήμης ή μαχητικής (τρομάρα μας) δημοσιογραφίας ­ αν και ως ένα βαθμό αυτές συνυπάρχουν στο κείμενο. Εχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία, και μάλιστα πρώτης τάξεως. Με δύο λόγια: σε αυτό το βιβλίο ο κ. Κοροβίνης δεν αποδεικνύεται μικρός Θουκυδίδης του Ερωτισμού, αλλά μικρός Εμπειρίκος της Ιστορίας.


Η αναφορά στον Εμπειρίκο είναι αναπόφευκτη: κατ’ αρχήν, το «Κανάλ Ντ’ Αμούρ» είναι υποδειγματικά στοιχειοθετημένο στη μονοτυπία και φροντισμένο από τον Σταύρο Πετσόπουλο, εκδότη του ποιητή του «Αμούρ – Αμούρ». Υστερα, ο τόνος και ο ρυθμός του αφηγήματος (ιδίως η αρχή και το τέλος του) παραπέμπουν ευθέως σε πεζά ποιήματα του Εμπειρίκου, μόνο που εδώ δεν έχουμε μίμηση αλλά δημιουργική αφομοίωση της ποιητικής του δασκάλου. Τέλος, ο κ. Κοροβίνης κάνει ­ τηρουμένων των αναλογιών ­ ό,τι και ο Εμπειρίκος στα «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία»: κινείται ελεύθερα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίωσης, καταγράφει την ιστορία και ανασκευάζει τους μύθους ­ ή και αντιστρόφως, ποτέ δεν ξέρεις. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη χάρη ενός αφηγητή που δεν δηλώνει ως παραμυθάς της σειράς «Ημουν κι εγώ εκεί / μ’ ένα κόκκινο βρακί», αλλά, ως ποιητής πραγματικός, λέει «Αυτά έζησα, αυτά είμαι. Κι αν δεν τα έζησα, πάλι αυτά είμαι».