Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι όντως βαρύ κι ασήκωτο, όπως και η συντελεσθείσα χρεοκοπία, παρ΄ότι μηδέποτε ομολογήθηκε επίσημα, άφησε βαριά τη σκιά της πάνω από τη χώρα.

Ωστόσο οι πολιτικές δυνάμεις, ιδιαιτέρως η κυβερνώσα παράταξη, δεν αντιμετώπισαν έως τώρα την υπόθεση του δημοσίου χρέους με τη δέουσα προσοχή και σοβαρότητα.
Στην πρώτη φάση της διακυβέρνησης επικράτησε η άγονη και ζημιογόνος εντέλει συνθηματολογία περί επονείδιστου και αβάσιμου χρέους, που δεν έστεκε και δεν ήταν υπερασπίσιμη. Έγιναν επιτροπές, καταναλώθηκε χρόνος και φαιά ουσία,διατυπώθηκαν κατηγορίες,αλλά αποτέλεσμα μηδέν.
Η γραμμή της αμφισβήτησης και μη αναγνώρισής του δεν απέδωσε. Το χρέος είναι εδώ, ακέραιο και απειλητικό, με τους δανειστές δύσπιστους και πιο απαιτητικούς.
Μετά τις δήθεν απελευθερωτικές ασκήσεις του περσινού καλοκαιριού η κυβέρνηση προσγειώθηκε μεν στην σκληρή πραγματικότητα, αλλά δεν εγκατέλειψε τις «ασκήσεις θάρρους».
Απεδείχθη όμως γι’ ακόμη μια φορά ότι η ρύθμιση του χρέους δεν είναι απλή υπόθεση.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν εμπλέκονται πάμπολλοι παράγοντες με διαφορετικά και αντικρουόμενα συμφέροντα.
Οι διαφορές μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ευρωπαίων πιστωτών, αλλά και οι εντός ευρωπαϊκών θεσμών διαφορετικές προσεγγίσεις, μπορεί να δίνουν κάποιες δυνατότητες στην ελληνική πλευρά, αλλά δεν επιτρέπουν τα άλματα που φαντάζεται και ελπίζει ο κ.Τσίπρας.
Μετά και την τελευταία αποτυχημένη απόπειρα με τους ευρωπαίους, επιχειρείται η αξιοποίηση του αμερικανικού παράγοντα, με αφορμή και την επίσκεψη στην Αθήνα του απερχόμενου προέδρου Ομπάμα.
Ωστόσο ουδείς μπορεί να περιμένει ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους, χωρίς ανάληψη πρωτοβουλιών από την ίδια τη χώρα και την πολιτική ηγεσία της.
Η Ελλάδα οφείλει να δράσει ως συνεργάσιμος οφειλέτης. Να αναγνωρίσει πλήρως το βάρος του χρέους, να διαμορφώσει δημοσιονομικές και αναπτυξιακές συνθήκες ικανές να επιτρέπουν την όποια διεκδίκηση και να τη καθιστούν εκ των συνθηκών επιβεβλημένη.
Στη βάση αυτής της λογικής αξιόπιστοι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες εισηγούνται τη διεξαγωγή μιας αξιόπιστης και επιστημονικά άρτιας ελληνικής έρευνας για τη βιωσιμότητα του χρέους. Συγκεκριμένα καλούν τον πρωθυπουργό να συγκροτήσει μια ανεξάρτητη επιτροπή αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες και ανώτερα στελέχη της Τράπεζας Ελλάδος, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και της ΕΛΣΤΑΤ, η οποία θα αναλάβει να καταγράψει πλήρως το χρέος και να περιγράψει σενάρια βιωσιμότητάς του.
Μάλιστα καλούν και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αγκαλιάσει την πρωτοβουλία και να της προσδώσει εθνικά χαρακτηριστικά, ώστε να δηλωθεί η ευθύνη όλων των δυνάμεων και η πραγματική διάθεση των πάντων να λυθεί το επίμαχο ζήτημα του δημοσίου χρέους.
Μια αξιόπιστη ελληνική έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα είχε οικουμενική πολιτική κάλυψη, θα δήλωνε επίσημα τη διάθεση της χώρας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και θα επέτρεπε να ξεκινήσει διεθνής καμπάνια ενημέρωσης σε κυβερνήσεις και κοινοβούλια, ώστε να κερδηθούν συμμαχίες για μια λύση ικανή να στηρίξει την επανεκκίνηση της χώρας.