«Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, στο τέλος κάτι θα μείνει…»

Πάουλ Γιόζεφ Γκέμπελς

Στη δεκαετία του ’80, κηλίδωσε το πολιτικό-ενημερωτικό μας στερέωμα το στίγμα του «Αυριανισμού», που έδρευε στο Δήμο του Ταύρου. Και όμως, το σπέρμα αυτής της επιδημίας διατηρήθηκε, όπως στα μουσεία της φυτογενετικής, με τα καλύτερα συντηρητικά. Το έβγαλαν με ιερή προσοχή σε κατεψυγμένα γυάλινα δοχεία οι επίγονοι της τότε αλητείας. Το μετέφεραν με ειδικό κιλλίβαντα-τροχοφόρο μεταφοράς πυροβόλων αλλά και της σορού διακεκριμένων προσωπικοτήτων-στην πλατεία Κουμουνδούρου και το μεταφύτεψαν στα εκεί φυτώρια της προπαγάνδας, όχι του εν πολλοίς ισοπεδωτικού και ταυτόχρονα γελοίου «Αυριανισμού», αλλά στα … τελειότερα φυτώρια του κατ’ επίφασιν ριζοσπαστικού Συριζανελισμού.

Τα νέα όμως αυτά φυτώρια δεν παράγουν «καθοδηγητές» έστω και με τα ανατριχιαστικά χαρακτηριστικά των δύο φασισμών: του χιτλερομουσολινισμού και του σταλινισμού. Αλλά κάτι χειρότερο: Καλλιεργούν εντατικά και εκτατικά-ανά την επικράτεια-τα χειρότερα μοντέλα, ψευτιάς, απάτης, παραπλάνησης και διαστροφής.

Να απαιτούνται άραγε άτομα ιδιαιτέρων ικανοτήτων (άντρες και γυναίκες, ή ορθότερα υβρίδια νεαρότερων ηλικιών), για την τελεσφόρηση της παραπάνω εκστρατείας εξανδραποδισμού της κοινωνίας μας; Ασφαλώς και όχι. Διότι το μοναδικό προσόν για τη στρατολόγηση αυτών των υβριδίων είναι ένα και μόνον: Η αμάθεια και η γενναία χρηματική αμοιβή αυτής της αμάθειας (Το εγκώμιο της μωρίας, σύμφωνα με τον Έρασμο).

Με αυτό λοιπόν το «προσόν», που δεν ταυτίζεται, σε καμία περίπτωση, με τη σύνεση και το σεβασμό προς τις υπέρτατες αξίες της Δημοκρατίας, τα υβρίδια εξελίσσονται σε υπόκοσμο, άλλοτε με κουκούλες (σήμα κατατεθέν θρασυδειλίας) και άλλοτε με «Ιούς» του διαδικτύου (δείγμα αθεράπευτων πλεγμάτων κατωτερότητας).

Η ορθογραφία και το συντακτικό όχι απλώς περιττεύουν, αλλά και σιωπηρώς απαγορεύονται για τους ανώνυμους και ψευδώνυμους αγράμματους και ανελλήνιστους νεαρούς τροφίμους της νεογκεμπελικής προπαγάνδας. Όσο πιο αγενείς, αμαθείς και μάλιστα ηλικιακά ρατσιστές αποδεικνύονται εναντίον των μορφωμένων και κοινωνικώς αποδεκτών ωριμότερων δημοκρατών, άλλο τόσο και ανεβαίνει η αμοιβή τους στον μίσθαρνο ρόλο τους…

Με τον τρόπο αυτό, οι «ιδεολογικοί» μολοσσοί του κρατούντος συστήματος, ρίχνονται, με αιμοβόρα διάθεση κατά των αντιφρονούντων. Και φυσικά, όχι με τη γοητεία του λόγου και αντιλόγου. Αλλά, χωρίς καν να διαβάσουν τα κείμενα έγκριτων και διακεκριμένων δημοσιογράφων, που δεν υποτάσσονται όπως οι θρυλικοί τουρκοπροσκυνημένοι «Νενέκοι» στους τυράννους, μόνον επί τη θέα του ονοματεπωνύμου των μη ημετέρων συντακτών, πετάνε με τον ανεμιστήρα τόνους λάσπης και ψυχολογικών λυμάτων. Και όσο οι στοχοποιούμενοι δεν απαντούν, από αυτοσεβασμό, άλλο τόσο εκείνοι λυσσομανούν. Και γρονθοκοπούν από την απελπισία τα στήθια τους. Όπως ο Κουνγκ Φου…

Η επίσημη θέση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, πάνω σ’ αυτό το εμετικό πρόβλημα, είναι η «ελευθερία της έκφρασης». Δηλαδή η αποδοχή της κοινωνικής παρακμής με τα χαρακτηριστικά του «Σατυρικού» του Πετρωνίου, που περιγράφει τις πιο αποτρόπαιες, χυδαίες και εμετικές πτυχές των χειρίστων ημερών της Ρωμαιοκρατίας.

Προσωπικά δεν εκπλήττομαι, γιατί ήδη από το 2009 είχα προϊδει και είχα γραπτώς περιγράψει την αναμενόμενη αυτή παρακμή, που η εντόπια «ομερτά» μιας μερίδας από ψευδοδιανοούμενους Νεοέλληνες την έχει αναγάγει σε τζιχαντικό «πιστεύω».

Εκείνο όμως που είναι επικινδύνως ανησυχητικό είναι η καθεστωτικοποίηση αυτής της αλητείας, που ανοίγει διάπλατες τις πύλες προς τον φασιστικό ολοκληρωτισμό, όχι με την ισχύ των όπλων, αλλά με κάτι εξίσου ή και πιο ανατριχιαστικό: με τη μετατροπή της κυβερνητικής «πλειοψηφίας» σε ιδιότυπο νομοθετικό «σώμα» θεσμοθετημένης καταρράκωσης των συνταγματικών εγγυήσεων, για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και τα ευρωπαϊκά πολιτικά και πολιτιστικά κεκτημένα. Και από την άποψη αυτή συντάσσομαι πλήρως, με τις απόψεις του συναδέλφου Γ. Μαλούχου, στο Κυριακάτικο άρθρο του στο «ΒΗΜΑ» (04.09.16) με τον τίτλο «Προοίμιο φασισμού».

Προσωπικά δεν απελπίζομαι. Η πατρίδα μας έχει γνωρίσει και άλλες καταστάσεις απογοήτευσης, όπως στην εποχή του ’60, με την κορύφωση της παρακρατικής αστυνομοκρατίας και του πνευματικού σκοταδισμού. Μια κατάσταση, που ανετράπη με τον πρώτο «ανένδοτο αγώνα» του ’61-63, φέρνοντας το 1964 στην εξουσία την αλησμόνητη εκπαιδευτική μεταρρυθμιστική τριάδα Γ.Α.Παπανδρέου-Λουκή Ακρίτα-Ευάγγελου Παπα-νούτσου, που καθιέρωσε μια παιδεία αντάξια της προγενέστερης μεταρρυθμιστικής πλειάδας Δελμούζου-Τριανταφυλλίδη-Γληνού αλλά και του αρχικού ριζοσπαστικού πνευματικού πυρήνα του Εκπαιδευτικού Ομίλου με ιδρυτικά μέλη τους Νίκο Καζαντζάκη, Παύλο Νιρβάνα, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Αλέξανδρο Παπαναστασίου και Κων. Τριανταφυλλόπουλο.

Αλλά τόσο η λαμπρά παραπάνω μεταρρυθμιστική περίοδος 1910-1930 όσο και επίσης η λαμπρά παρένθεση 1963-1965 έχουν μηδενική σχέση με τα σημερινά θλιβερά και παρακμιακά «εκπαιδευτικά» δρώμενα, που μηδενίζονται εμπρός στην προαναφερθείσα περίοδο των προοδευτικών πολιτικών και διανοουμένων…

Κλείνοντας το σημερινό μου σημείωμα και με όλο το σεβασμό προς τους επικεφαλής ιστορικών εντύπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ θα επιθυμούσα να συστήσω να εφαρμόζουν με ευλάβεια την δεοντολογική απαγόρευση χυδαίων και συκοφαντικών «σχολίων» από ψευδοαριστερούς και στην ουσία κρυπτοφασίστες «σχολιαστές» που κρύβονται κάτω από τη μάσκα του ψευδωνύμου και της ανωνυμίας. Και θα επερίττευαν τα παράπονά τους, ότι δήθεν θέλουν την επί ίσοις όροις αναμέτρηση με τους αρθρογράφους. Εάν όντως επιθυμούν κάτι τέτοιο ας πετάξουν τις κουκούλες της θρασύδειλης ανωνυμίας και ψευδωνυμίας. Διαφορετικά ας είναι διαλεκτικοί, τεκμηριωμένοι και ευπρεπέστεροι.

Η απαγόρευση αυτή που διασφαλίζει την αξιοπρέπεια και το θάρρος των επωνύμων αρθρογράφων μολονότι είναι γραμμένη φαρδιά-πλατειά στο διαδίκτυο, σπανίως εφαρμόζεται. Με αποτέλεσμα οι «Ιοί» του χουλιγκανισμού να πολλαπλασιάζονται επιδημικά και να εκκολάπτονται σαν τα αυγά του νεοφασιστικού φιδιού. Κρίμα…