Φωτογράφισα µια υπόγεια διάβαση στη λεωφόρο Κηφισιάς. Ηταν καλυμμένη, από το δάπεδο έως την οροφή, με γκαφίτι. Οχι τόσο από ζωγραφιές, όσο από λέξεις, γράμματα, μηνύματα. Δηλαδή από ανοησίες. Ολα αυτά τα χρώματα, όλα αυτά τα σχήματα, όλες αυτές οι ώρες δουλειάς (γιατί και το «Να βάλετε τον πολιτισμό σας στον κ@@ο σας» θέλει τον κόπο του) για μια μουντζούρα που επιβαρύνει την παρακμάζουσα πόλη. «Κοίτα την εικόνα αποστασιοποιημένος, σαν να μην είναι τραβηγμένη στην Αθήνα» με προέτρεψε η Αννα: «Μη μου πεις πως δεν σου αρέσει. Εχει κάτι…». Tο ενοχλητικό; Tο αποτρόπαιο; «Οχι, κάτι το αρτιστίκ». Εξίσου αρτιστίκ θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος και τις φωτογραφίες που ανεβάζουμε στο Instagram, και εγώ, μεταξύ άλλων, με πασαλειμμένους τοίχους, σπίτια που καταρρέουν, σπασμένα αγάλματα, οικόπεδα-σκουπιδότοπους.
Εχει και η παρακμή τη γοητεία της, ειδικά όταν τη βλέπεις φωτογραφημένη ή φιλοτεχνημένη από κάποιον ζωγράφο. Ομως είναι την ίδια στιγμή τρομακτικό αυτό που συμβαίνει: ο βανδαλισμός, η καταστροφή και η υποβάθμιση γίνονται για κάποιους τρόπος ζωής και για τους περισσότερους από εμάς συνήθεια. Συνηθίζουμε, μέρα με την ημέρα, να κυκλοφορούμε σε μια πόλη που παραπέμπει όλο και πιο έντονα σε χωματερή και αυτό δεν μας ενοχλεί, ενίοτε μάλιστα μας εμπνέει (για να επιστρέψω στις φωτογραφίες που αναρτούμε στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης). Μαθαίνουμε να προσπερνούμε την ασχήμια ή μάλλον –και αυτό είναι, νομίζω, ακόμη χειρότερο –δεν τη βλέπουμε, δεν την καταλαβαίνουμε, δεν έχουμε επίγνωση της αθλιότητας που μας περιβάλλει.
Εχω κι εγώ µεταλλαχθεί, όπως µε τρόµο διαπίστωσα: Περισσότερο με εμπνέει να φωτογραφίσω ένα σπίτι που πέφτει στο Μεταξουργείο ή ένα οικόπεδο με μπάζα στο Θησείο, παρά ένα ηλιοβασίλεμα στον Πειραιά. «Είσαι υπερβολικός με το άλσος στο Πεδίον του Αρεως» μου είπε φίλη που με άκουσε να παραπονιέμαι για νιοστή φορά για την υποβάθμισή του. «Τις προάλλες που πέρασα το είδα σε αρκετά καλή κατάσταση». Και τα ξεχαρβαλωμένα παγκάκια; Τα σπασμένα μάρμαρα; Τα γεμάτα αγριόχορτα και ζιζάνια παρτέρια; «Ναι, ήταν όμως ανθισμένο και πράσινο». Και οι ναρκομανείς στα παγκάκια; Και τα αδέσποτα; Και τα σκουπίδια; «Από πού σε φέρανε, από τη Βιέννη που βγήκε και εφέτος η καλύτερη πόλη στον κόσμο για να ζεις; Αυτά πάντα υπήρχαν γύρω μας, στην Ελλάδα βρισκόμαστε!». Τι έλεγα; Ιδού ο εθισμός στην ντεκαντάνς. Γιατί, ακόμη κι αν είχαμε τα χάλια μας, δεν είχαμε αυτά τα απερίγραπτα χάλια. Ούτε τα θεωρούσαμε κομμάτι της γραφικότητας της Αθήνας, όπως σήμερα θεωρούνται για παράδειγμα τα Εξάρχεια, που ζέχνουν, από κάποιους που επιμένουν να κρύβουν κάτω από την ωραιοποιημένη εικόνα μιας «εναλλακτικής γειτονιάς» –η οποία κατοικείται από τους συνειδητοποιημένους πολίτες μιας νέας εποχής –τη μετάλλαξή της σε φαβέλα.
Από το «πάντα υπήρχε ο απερίγραπτος που άδειαζε το τασάκι του αυτοκινήτου του στη μέση του δρόμου» έως το να μην μπορούμε να καταλάβουμε πώς εφέτος, το σωτήριο έτος 2016, η πόλη έχει γίνει ένα τεράστιο σταχτοδοχείο-σκουπιδοτενεκές, έχει διαφορά. Ιδού, λοιπόν, το αποτέλεσμα δεκαετιών αδιαφορίας (ημών και των κυβερνήσεών μας) μπροστά στο χρονικό μιας προαναγγελθείσης εξαθλίωσης: απαθείς κυκλοφορούμε σήμερα μέσα στα συντρίμμια, βαφτίζοντας τη θλίψη της Αθήνας «street art». Και οι δήμοι ξοδεύουν χιλιάδες ευρώ για να αποκαταστήσουν τις ζημιές που την άλλη μέρα θα είναι πάλι ζημιές. Εμείς θα συνεχίσουμε να περνάμε δίπλα τους όλο και πιο αφασικοί. Χωρίς να καταλαβαίνουμε. Και κάπως έτσι, μετά τον τραγικό «θάνατο» του (εικαστικού) φεγγαριού της παραλίας της Θεσσαλονίκης, που κάποιοι το έσπασαν και το πέταξαν στη θάλασσα, θα πειστούμε πως και η θέση του πραγματικού φεγγαριού είναι στον υπόνομο. Και θα συνεχίσουμε να ζούμε μέσα στην ασχήμια χωρίς επίγνωση. Από συνήθεια, αφού μια συνήθεια είναι όλα. Ενίοτε, συνήθεια νοσηρή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ