Ο ανθισμένος ιβίσκος σε ένα δρομάκι του χωριού με είχε εντυπωσιάσει εκείνο το καλοκαίρι. Δεν ήταν μόνο το εκτυφλωτικό κόκκινο που είχαν τα ευμεγέθη λουλούδια του που με «υποχρέωνε» να τα θαυμάσω όποτε περνούσα, ήταν και η αδιάλειπτη κίνησή τους, κάτι πρωτόγνωρο στα παιδικά μου μάτια: άνοιγαν το πρωί, για να αρχίσουν να συρρικνώνονται το απόγευμα, ώσπου να κλείσουν το βράδυ. Πρώτη φορά έβλεπα λουλούδια εν κινήσει. Τα έκοβα και άλλα τα έβαζα στις τσέπες μου ελπίζοντας πως θα εξακολουθήσουν να αντιδρούν, άλλα τα στόλιζα σε ένα ποτήρι στην κουζίνα της γιαγιάς μου που γινόταν έξαλλη («Θα μου γεμίσεις το σπίτι μαμούνια με αυτά που κουβαλάς!») περιμένοντας πως κάποια στιγμή θα γινόταν το θαύμα: όχι μόνο δεν θα μαραίνονταν αλλά θα έβγαζαν ρίζες δημιουργώντας νέες μαμάδες-ιβίσκους. Τόσα ήξερα, τόσα έκανα. Περνώντας από απογοήτευση σε απογοήτευση, αφού τα έβλεπα να μαραίνονται αμέσως μετά το κόψιμό τους, αποφάσισα να ζητήσω τη βοήθεια του ειδικού. Μάζεψα μερικά και έτρεξα να του τα δείξω, σίγουρος πως θα τον εντυπωσίαζα με τη φιλανθία μου. «Κοίτα, κόβω τέτοια κάθε μέρα και…». Δεν με άφησε να συνεχίσω. «Γιατί τα κόβεις; Δεν είναι καλύτερα να τα αφήσεις επάνω στο δέντρο να ομορφαίνουν το χωριό αντί να τα σκοτώνεις;».
Με αιφνιδίασε. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Ντράπηκα για όλα τα λουλούδια που είχα κόψει τις προηγούμενες ημέρες. Κατάλαβε πως με είχε στριμώξει και, γνήσια ευγενικός, προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα εξηγώντας μου, σαν να έλεγε παραμύθι, τη διαδικασία της άνθισης. Γνώριζε άπειρα «παραμύθια» ο Γιώργος, με πρωταγωνιστές λουλούδια, δέντρα, θάμνους, ζιζάνια, πέτρες. Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να τα διηγείται, χαμηλώνοντας τη φωνή του σαν να σου έλεγε μυστικό. Καθένα τους ήταν ένα ολοκληρωμένο μάθημα οικολογίας. Μου παρέδωσε πολλά τέτοια μαθήματα, όταν, μικρό παιδί, συγγενής της γυναίκας του, μπαινόβγαινα στο σπίτι τους: εκείνη μου έδωσε να διαβάσω «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, εκείνος, ξεκινώντας από το ποίημα «Η κατάρα του πεύκου» μού εξηγούσε τα πάντα για τα κωνοφόρα. Εκείνη μου δώρισε τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου», εκείνος μου μιλούσε για τα άγρια χόρτα που έκοβαν και έβραζαν οι μαμάδες των κατοχικών Πέτρων για να ταΐσουν τα παιδιά τους. Καταφέρνοντας η διήγησή του για τα ραδίκια να είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με το μυθιστόρημα της Αλκης Ζέη.
Οσο όμως και αν καταλάβαινα πως αυτά που έλεγε ήταν σημαντικά, τότε δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω πόσο σημαντική ήταν και η κοινωνική προσφορά του. Το κατάλαβα όταν μεγάλωσα, βλέποντας τον επίπονο αγώνα του, όταν ήταν δασάρχης της Πάρνηθας, να προστατέψει το βουνό που οι άλλοι είχαν βαλθεί να καταστρέψουν. Εναν αγώνα ενάντια στα συμφέροντα, τον οποίο συχνά έδινε ολομόναχος, χωρίς ποτέ να κάνει πίσω.
Ο Γιώργος Ντούρος πέθανε νέος, αφήνοντας πίσω του σημαντικό, αλλά άγνωστο στους πολλούς έργο. Και αν ο ίδιος, σεμνός και ορκισμένος εχθρός των δημοσίων σχέσεων, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την υστεροφημία του, οι φίλοι του αποφάσισαν, επτά χρόνια μετά τον θάνατό του, να θυμίσουν σε όλους ποιος ήταν: το βιβλίο «Φύσις αλατόμητος» (Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη) με τα γοητευτικά κείμενά του για τα ελληνικά δάση (καθοριστική η συνδρομή της οικογένειάς του που παραχώρησε το υλικό) δεν απευθύνεται μόνο στην επιστημονική κοινότητα, απευθύνεται σε κάθε σκεπτόμενο και ευαίσθητο άνθρωπο που έχει καταλάβει πως η διαμόρφωση οικολογικής συνείδησης είναι ο μονόδρομος που οδηγεί στην κοινωνία του πολιτισμού. Ενας μονόδρομος ο οποίος περνά και κάτω από τον ιβίσκο, που εξακολουθεί να ανθίζει στο χωριό και που πάντα μου θυμίζει τον Γιώργο. (Εννοείται πως δεν έχω σηκώσει ποτέ ξανά χέρι για να κόψω ένα έστω λουλούδι του!)

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ