Μια νέα γυναίκα στέκεται στο προσκήνιο και αρχίζει να μιλάει. Είναι αυστηρά ντυμένη, ελαφρώς σκυμμένη και στηρίζεται σε ένα υποβοηθητικό εξάρτημα. Πέθανε το αγαπημένο πρόσωπο και όλα μάταια μοιάζουν. Η φωνή που ακούμε έχει θλίψη αλλά όχι παραίτηση… Ενας ήχος ελπίδας αναβλύζει.
H λευκή «αυλαία» σηκώνεται και οι «εργασίες» αρχίζουν. Σκάλες και σκαλωσιές παρατάσσονται, μπλέκονται, δημιουργούν μια μεταλλική σύνθεση στο βάθος της σκηνής, η οποία θυμίζει πλέον εργοτάξιο. Εξι-επτά άτομα πιάνουν δουλειά, ένα καροτσάκι πηγαινοέρχεται, ένα ιδιότυπο πηγάδι ανεγείρεται. Οι δραστηριότητες πολλαπλασιάζονται, πέτρες πέφτουν από ψηλά, το κόκκινο «μάτι» του ραβδιού πάλλεται και ο βόμβος δυναμώνει. Η θηλιά γίνεται κρεμάλα, τζιτζίκια τραγουδούν, δύο άνθρωποι αγκαλιάζονται. Η αναρρίχηση στον «πύργο» με τα ροδάκια αρχίζει. Η γυναίκα που γνωρίσαμε στην αρχή φτάνει στην κορυφή της κατασκευής που στροβιλίζεται ολόγυρα. «Ναι! Ναι! Ναι!» φωνάζει η γυναίκα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά σαν να θέλει κάπου να φτάσει, έξω από το οπτικό μας πεδίο.
Στίχοι από το ποίημα «Θρήνοι του Μένωνος για τη Διοτίμα» του Χέλντερλιν ακούγονται ξανά και ξανά. Και αυτό αποδεικνύεται ίσως το ισχυρότερο θετικό στοιχείο της παράστασης, η εμμονική συνομιλία με «πνεύματα αγαθά», αυτά που γύρω μας κατοικούν αλλά δεν τα βλέπουμε και πρέπει να επιστρατεύσουμε όλη τη δύναμη της βούλησης και της πίστης για να τα συναντήσουμε «εκεί, ή ακόμη και εδώ». Η αναζήτηση αυτής της μεταφυσικής διάστασης της πραγματικότητας βρίσκεται στο επίκεντρο του «6 a.m. How to disappear completely». Στόχος δεν είναι η «απόλυτη εξαφάνιση», όπως χαριτωμένα αναφέρει ο τίτλος, αλλά η δίψα επικοινωνίας με το Αλλο, το θεϊκό, όπου κι αν αυτό βρίσκεται.
Η αντιπαράθεση του πυρετώδους ρομαντικού λόγου με τις «ψυχρές» σύγχρονες κατασκευές γεννά αυτομάτως ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Στην παράσταση δεν ακούγεται κανένα άλλο κείμενο, κανένας διάλογος. Στον δρόμο αυτόν, που χάραξε ο Μπομπ Γουίλσον, δεν υπάρχει πλοκή με την κλασική έννοια, ούτε γραμμική αφήγηση, ούτε «ήρωες» με συγκεκριμένο παρελθόν και ονοματεπώνυμο. Αντ’ αυτού, συνδυάζοντας θραύσματα λόγου, ποιητική διάθεση και εικαστική ματιά, οικοδομείται μία αλληγορική κατάσταση. Ο ηθοποιός, ο φωτισμός, η μουσική, η αρχιτεκτονική του χώρου, η κίνηση, όλα τα δομικά στοιχεία του θεατρικού γεγονότος στέκονται ισοδύναμα. Δεν υπάρχουν «ερμηνείες». Υπάρχουν φωνές που απαγγέλλουν. Υπάρχουν γοητευτικές εικόνες: ένα ζευγάρι εραστών που κάθεται αγκαλιασμένο στο παγκάκι, «απόλυτα γαλήνιοι, σαν παιδιά, εύθυμα μόνοι», να παρακολουθούν το χάος που ουδόλως τους αγγίζει. Τρεις άνδρες να πετούν με πείσμα τους αετούς τους καταβάλλοντας όλη τους τη δύναμη σε μια πάλη με τα στοιχεία της φύσης.
Ο κόσμος που επιχειρούν να δημιουργήσουν οι blitz επί σκηνής βρίσκεται κάπου στο μεταίχμιο μεταξύ αποπνικτικής πραγματικότητας και επιθυμίας υπέρβασης αυτής. Από τη μία, άνθρωποι που βουτάνε στο πηγάδι, άνθρωποι που απαγχονίζονται, ή που κλαίνε, πέτρες και κλαδιά που πέφτουν απροειδοποίητα. Από την άλλη, εραστές που αγκαλιάζονται, γυναίκες που σκαρφαλώνουν, επιφωνήματα ενθουσιασμού, και η υπέρτατη επιβράβευση, ένα θεϊκό σημάδι, θεοφάνια εν μέσω ανοικοδόμησης, όχι ο ήλιος, μια φυσική πηγή φωτός, αλλά ο προβολέας, ο θεός του θεάτρου, που αποκαλύπτεται στο βάθος και μας λούζει όλους –ηθοποιούς και θεατές –μέσα στο φως του.
Η μετάβαση από την εξωτερική πραγματικότητα σε μια εσωτερική κατάσταση ζωτικής πνευματικότητας προϋποθέτει μια πορεία νοητική, συναισθηματική, ψυχολογική. Μια κατάβαση στο υποσυνείδητο ή μια ανάβαση στη σφαίρα του μεταφυσικού. Εν τέλει, το σκηνικό ταξίδι που σκηνοθετούν οι blitz διαγράφεται ωραίο (σε επίπεδο μουσικής, κειμένου, φωτισμού κ.λπ.), αλλά δεν καταφέρνει ποτέ να μας μεταδώσει την πνευματική αγωνία των ηρώων του. Ο πόνος, η οδύνη, η δυστυχία αλλά και τα αντίθετά τους, η ανάταση, ο ενθουσιασμός, η ευδαιμονία, μοιάζουν περισσότερο με προϊόντα επιφανειακής περιγραφής (π.χ. η κυριολεκτική απόδοση της έννοιας της αναρρίχησης) παρά βιωματικής επεξεργασίας. Με άλλα λόγια, παρατηρούμε ευχάριστα όσα συμβαίνουν επί σκηνής, δεν συμμετέχουμε όμως ποτέ συναισθηματικά. Μια στατικότητα τα πνίγει όλα –όχι τόσο κυριολεκτική όσο μεταφορική: η αδυναμία κίνησης προς τα μέσα ή προς τα πάνω. Τα τραγούδια εδώ δεν αληθεύουν, για να παραφράσουμε τον ποιητή. Δεν παρασυρόμαστε σε αυτή την αναζήτηση –ίσως επειδή μοιάζει ακόμη επιπόλαιη και ακατέργαστη. Το μόνο που πραγματικά μας συγκινεί είναι το ποίημα του Χέλντερλιν, στην εξαιρετική μετάφραση της Στέλλας Νικολούδη («Ελεγείες, ύμνοι και άλλα ποιήματα», εκδόσεις Αγρα).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ