Κάποτε, αν η πριμαντόνα έχανε μια νότα στη Σκάλα του Μιλάνου, έπρεπε να τη φυγαδεύσουν για να γλιτώσει την οργή του πλήθους που απαιτούσε την τελειότητα. Δεκάδες σταρ (και η Μαρία Κάλλας) είχαν ζήσει το προσωπικό τους θρίλερ όταν έκαναν ένα λάθος, είχαν ένα ατύχημα, ήταν κρυωμένοι και δεν μπόρεσαν να σταθούν στο (δυσθεώρητο) ύψος των περιστάσεων. Τις προάλλες, στον «ναό της όπερας» εμφανίστηκε η Εντίτα Γκρουμπέροβα, η σλοβάκα υψίφωνος με τη σχεδόν πενηντάχρονη καριέρα. Η σταρ που παλαιότερα ξεσήκωνε τα πλήθη, αυτή τη φορά ήταν σκιά του καλού εαυτού της. Επιλέγοντας ένα ποτπουρί από όπερες του Ντονιτσέτι τις οποίες δεν μπορεί πλέον επ’ ουδενί λόγω να αποδώσει –η βιολογική ηλικία, ακόμη και αν καλύπτεται με διάφορα τρικ, δεν μπορεί να κρυφτεί στη φωνή –έδωσε ένα από τα πιο θλιβερά ρεσιτάλ που έχω παρακολουθήσει. Φαλτσάροντας διαρκώς και με τις υψηλές νότες της να παραπέμπουν σε σειρήνα ασθενοφόρου, στάθηκε στη σκηνή ως μια παρανοημένη γυναίκα που δεν μπορεί να αντιληφθεί την τραγική εικόνα που παρουσιάζει (ηχητικά – οπτικά ντοκουμέντα υπάρχουν στο YouTube). Ούτε εκείνη ούτε το κύκλωμα (μάνατζερ και διευθυντές των μεγάλων σκηνών) που επιμένει να τη στηρίζει για εμπορικούς λόγους.

Περισσότερο όμως με σόκαρε η αντίδραση του κοινού. Θεατές αναθρεμμένοι με το τραγούδι καλλιτεχνών όπως ο Τζουζέπε ντι Στέφανο και η Μιρέλα Φρένι, που γνώριζαν δηλαδή από καλή μουσική, και που τώρα όρθιοι και απόλυτα ενθουσιασμένοι αποθέωναν μια παρωδία-πανωλεθρία.

Κάτι παράξενο και δυσοίωνο συμβαίνει στον χώρο της τέχνης. Εκδηλώνεται (και) με τη στρεβλή αντίληψη που αναπτύσσει το φιλότεχνο κοινό. Το οποίο μοιάζει να έχει απολέσει το υγιές κριτήριο και, έρμαιο του κάθε «παρανοϊκού» καλλιτέχνη ή αδίστακτου εμπόρου, καταπίνει αμάσητες τις «φόλες» που του σερβίρουν για ακριβά φουαγκρά. Αν στον χώρο της όπερας οι θεατές έχουν κουφαθεί και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό τραγούδι (εκατοντάδες τα ντοκουμέντα διά των οποίων μπορώ να στηρίξω την άποψή μου), παρόμοια σύγχυση επικρατεί και στον χώρο του κινηματογράφου: ο ενθουσιασμός των πολλών (όπως εκδηλώνεται μέσα από τα σχόλια στο Internet και από τα εισιτήρια που κόβονται) είναι αντιστρόφως ανάλογος με το επίπεδο των κακών ταινιών που παράγονται.
Μία από τα ίδια και στο θέατρο, με τους πειραματισμούς σκηνοθετών και ηθοποιών που κρύβουν πίσω από το «προχώ» την αταλαντοσύνη τους, κερδίζοντας την ίδια στιγμή την αποδοχή μεγάλης μερίδας παραζαλισμένων θεατών, οι οποίοι, αν δεν κατάλαβαν ποτέ τι ήθελε να πει ο Τσέχοφ με τον «Βυσσινόκηπό» του όταν επρόκειτο πράγματι για κήπο με βυσσινιές, καταλαβαίνουν τώρα που η δράση τοποθετείται σε δημόσια ουρητήρια και η Λιουμπόβ Αντρέγεβνα είναι η τρανσέξουαλ καθαρίστριά τους.
Μην πάτε μακριά, και στο ελληνικό πάλκο την αλήθεια των λαϊκών φωνών έχει αντικαταστήσει η δηθενιά μιας γενιάς τραγουδιστών που ερμηνεύουν το «Μες σ’ αυτή τη βάρκα» λες και είναι μετεμψύχωση του Κορέλι και της Κάλλας μαζί (πόσο κομπλεξικοί!), με το κοινό από κάτω να εκστασιάζεται αντί να βγάλει τον τάκο και να στείλει τη βάρκα τους την κουρελού στον πάτο. Ισως «φταίμε εμείς που δεν μπορούμε να καταλάβουμε κάτι που καταλαβαίνουν οι άλλοι», λέει η Χλόη, «μας αφήνει, φαίνεται, πίσω η εποχή». Κάθεται, όμως, αμέσως μετά στο πιάνο, πατάει τις νότες που γράφει η παρτιτούρα της «Μαρία Στουάρντα», του έργου που δολοφονεί η Γκρουμπέροβα (για να αποθεωθεί από κοινό και Τύπο), και επιβεβαιώνεται πως όχι, δεν είμαστε εμείς κουφοί, εκείνη είναι φάλτσα. Σπάσε, λοιπόν, ντίβα, και άλλες νότες. Ρίξε, σκηνοθέτη, και τις «Τρεις αδελφές» στον απόπατο. Ερμήνευσε, «έντεχνε», το «Ρίκο ρίκο ρίκοκο» με συμφωνική ορχήστρα. Οσονούπω και η νέα εκδοχή της «Λίμνης των κύκνων» με 120 μπουζούκια, οριεντάλ χορεύτριες και τον Αντρέα Μποτσέλι με πούπουλα. Ολα χωράνε στην παρακμή. Αποθεώστε την!


* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ