Πριν από δύο ή τρεις εβδομάδες η Ζωή Κωνσταντοπούλου, απευθυνόμενη σε ομάδα δημοσιογράφων, τους προέτρεψε να διδαχτούν συντροφικότητα από την Αριστερά. Η τηλεοπτική εικόνα δεν σου επέτρεπε να αποφασίσεις εύκολα αν η τέως Πρόεδρος της Βουλής κατέβαινε από το Σινά ή από τα σκαλιά του Μαξίμου και αν απευθυνόταν μόνο στους δημοσιογράφους ή urbi et orbi, αλλά το φαινόμενο αυτό συζητήθηκε πολύ από πολλούς και δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει. Το ζήτημα είναι ότι, ανεξάρτητα από το τι διδάχτηκαν οι δημοσιογράφοι εκείνη τη σημαδιακή μέρα, κάποιοι σύντροφοι όχι μόνο δεν ενωτίστηκαν την εντολή αλλά αποπειράθηκαν κιόλας να «σκοτώσουν το γελαστό παιδί», όπως ελεεινολόγησε από τον πολιτικό του άμβωνα ο πατήρ Παππάς, εμπλουτίζοντας με ένα ακόμη κλασικό κομμάτι το μελόδραμα της αεί θυματοποιημένης Αριστεράς.
Πάντως, η παραπομπή στο μελοποιημένο στιχούργημα ήταν μάλλον αντιπαραγωγική αφού σε πολλούς θα υπενθύμισε ότι, αν η μια όψη του Ιανού είναι πράγματι το γελαστό και εν πολλοίς συμπαθές παιδί, η άλλη είναι ο γελασμένος πρωθυπουργός που για επτά μήνες «νόμιζε ότι…» με τα γνωστά αποτελέσματα, ανάμεσα στα οποία και η υποχρέωσή μας να παρακολουθούμε, για πρώτη φορά με τόσο υψηλό τίμημα για την κοινωνία και τη χώρα, τις σεχταριστικές ομφαλοσκοπήσεις και τις μανδαρινικές πλειοδοσίες ιδεολογικής καθαρότητας που ενδημούν στις ποικιλώνυμες αριστερές πλατφόρμες. Το θέαμα και το ακρόαμα είναι αφόρητα πληκτικά και ο Αλέξης Τσίπρας θα έπρεπε να είναι απολογητικός γι’ αυτό τουλάχιστον τόσο όσο και για τα δημοσιονομικά επίχειρα που συσσώρευσε η επτάμηνη πελαγοδρομία του.
Αλλά αν η όποια απολογητική διάθεση του μέχρι χθες πρωθυπουργού μοιάζει περισσότερο με πρακτική ανάγκη που έγινε επικοινωνιακή φιλοτιμία παρά με γνήσια αυτοκριτική, αυτό πρέπει να οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στον δημοσκοπικό υποβολέα που προς το παρόν συνεχίζει να του ψιθυρίζει ότι ερήμην όλων και σε πείσμα των πάντων διαθέτει ακόμη υπολογίσιμο πολιτικό κεφάλαιο –πρόκληση όχι μόνο για τους αντιπάλους του αλλά και για όσους περιεργάζονται τον γρίφο της ανθεκτικότητάς του. Και ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται το προικώο θέλγητρο της ακμαίας νεανικότητάς του, η έμφαση σε αυτό το πλεονέκτημα, εκτός του ότι είναι ερμηνευτικά ανεπαρκής από μόνη της, είναι πλέον και αναντίστοιχη με τη σοβαρότητα των περιστάσεων μέσα στις οποίες αξιολογείται η πολιτική του προσωπικότητα.
Κατά την άποψή μας, ο ηγεμονικός καλπασμός που έφερε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ στον θρίαμβο του περασμένου Ιανουαρίου οφειλόταν περισσότερο στους δύσπιστους του δαιμονοποιημένου «σαμαροβενιζελισμού» παρά στους εύπιστους του «Μνημονιομάχου της Θεσσαλονίκης». Η καλή ώρα του Αλέξη Τσίπρα συντονίστηκε με τον ιδιοσυγκρασιακό αρνητισμό των ψηφοφόρων που εθιμικά ευφραίνονται την καταψήφιση περισσότερο από όσο μελετούν τη θετική ψήφο τους. Το θρυλούμενο «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς πολλαπλασιάστηκε μέσα στο ηχείο της ίδιας συγκυρίας, αλλά ήταν κήρυγμα που συγκινούσε κυρίως τη μειονότητα των ήδη προσήλυτων και πολύ λιγότερο τους πρόσφυγες του παλιότερου δικομματισμού. Στην πραγματικότητα ο Αλέξης Τσίπρας κατόρθωσε να συντονιστεί με το πιο ενδιαφέρον από τα παράδοξα που υποθάλπουν τον συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας: ένα είδος αψίκορης και εν πολλοίς ακαθόριστης λαχτάρας για αλλαγή χωρίς τις συγκεκριμένες αναταράξεις και το κόστος της μετάβασης στο καινούργιο. Και με την κατάλληλη δόση ηθικολογικού καρυκεύματος (που δεν διέθετε ή δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιήσει η κουζίνα των προηγουμένων) η συνταγή απέδωσε τα μέγιστα.
Η 12η παρελθόντος Ιουλίου ράγισε την καρδιά του ΣΥΡΙΖΑ και η μνημονιακή παλινωδία στόμωσε συνάμα τη ρητορική της εμπράγματης υπέρβασης του παλαιού. Τι απομένει για τον Αλέξη Τσίπρα και τι είναι αυτό που συντηρεί, όσο συντηρεί, την ανθεκτικότητά του; Καθένας θα πει τον λόγο του, και στο δικό μας ερμηνευτικό σχήμα κεντρική θέση κατέχει ο τρόπος με τον οποίο η Αριστερά εν γένει καθορίζει την πολιτική της θέση. Και ο τρόπος αυτός είναι πολύ περισσότερο ο ετεροκαθορισμός παρά ο αυτοκαθορισμός, τουτέστιν: εμείς δεν είμαστε αυτό που είναι οι άλλοι και, αντιστρόφως, είμαστε αυτό που δεν μπορούν να είναι οι άλλοι. Και αν όλοι λίγο-πολύ μετέρχονται το τέχνασμα του ετεροκαθορισμού, η Αριστερά ξέρει ακόμη και τώρα να το μετέρχεται με ένα είδος ηθικολογικής πειθούς που υποτίθεται ότι εκ φύσεως στερείται η Κεντροδεξιά και που έχει απολέσει η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Κεντροαριστερά. Το αφήγημα δεν είναι τελείως ανιστόρητο, αλλά περιέχει μπόλικη «θεολογία» και «μεταφυσική» και γι’ αυτό έχει υπολογίσιμο εκκλησίασμα. Και ο Αλέξης ξέρει ότι, παρά τα κάλπικα και παραπλανημένα «νομίσματά» του, συνεχίζει να είναι ο συγκριτικά καταλληλότερος ήρωας σε ένα τέτοιο αφήγημα.
Το οποίο αποτελεί τον βατήρα της τωρινής προεκλογικής του εκστρατείας, όπου προβάλλεται ήδη μεγαλογράμματη η κρίσιμη ρητορική ερώτηση: Αν όχι εγώ, ποιος; Το κόλπο προϋποθέτει ότι οι ψηφοφόροι θα εσωτερικεύσουν το «παλιό πολιτικό σύστημα» ως άμορφο σωρό από «φθαρμένα και απαξιωμένα υλικά» –ένα είδος ancien régime που έχει απομονωθεί από το κοινωνικοπολιτικό συνεχές της χώρας, ένα ιδιώνυμο άγος που πρέπει να αναθεματίζεται αυτόματα και εκτός ιστορικών συμφραζομένων, μια «πραγμοποιημένη» και γι’ αυτό άνετα εμπορεύσιμη ιδέα στο γιουσουρούμ του λαϊκισμού. Και αν το κόλπο πιάσει (ξανά), ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα έχει και πολλά να κάνει πέρα από το να διακηρύσσει: Το καινούργιο είμαι εγώ.
Η απλουστευτική τομή ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο βολεύει τον Αλέξη Τσίπρα τώρα που το αντι-μνημονιακό υπερόπλο δεν υπάρχει στο οπλοστάσιό του και δεν συστήνει σωστά τον Σταύρο Θεοδωράκη που μοιάζει να την υιοθετεί με νεοφώτιστο ζήλο. Αλλά αν οι εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου έχουν κάτι σίγουρο να προσφέρουν, αυτό θα είναι η ευκαιρία στους ψηφοφόρους με τις επιλογές τους να βγουν ένα βήμα πιο μπροστά από τους πολιτικούς και να επιβάλουν συσχετισμούς κοινοβουλευτικών δυνάμεων που θα δυσχεράνουν εκ των πραγμάτων τις ασπρόμαυρες απλουστεύσεις, γιατί είναι αυτές που διαστέλλουν τους κομματικούς εγωισμούς και κρατούν σε συστολή τον ελλειμματικό κοινό νου. Γιατί το «αν όχι εγώ, ποιος;» δεν είναι δίλημμα και αλαζονεία –είναι ο απόηχος του αληθώς φθαρμένου και απαξιωμένου.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ