Παρότι το κουτσομπολεύειν θεωρείται εγγενές συστατικό του δημοσιογραφικού DNA, παραδέχομαι ότι μου προκαλεί παιδιόθεν μια απέχθεια. Δεν είμαι υπεράνω, απλώς βρίσκω ότι στερείται αισθητικής. Ισως να ήταν οι ερωτήσεις ενός συνομήλικού μου 12χρονου κοριτσιού, με το οποίο παραθερίζαμετα καλοκαίρια (από το «Τι έφαγε χθες η μητέρα σου στο ταβερνάκι;», μέχρι «Το ξέρεις ότι η απέναντι έκανε το μωρό με έναν ναύτη;») που εμφύτευσαν πρώτες μέσα μου τον σπόρο αυτήςτης αποστροφής.Και μάλλον γι’ αυτό έχω αναπτύξει ένα ιδιότυπο «gossip radar» (ήτοι ραντάρ που ανιχνεύει σε απόσταση χιλιομέτρων τους ανθρώπους-όρνεα που σε πλησιάζουν για να «τσιμπολογήσουν» επαίσχυντα την ιδιωτικότητά σου).
Μια επιστημονική είδηση ήρθε κάπως όψιμα να ταρακουνήσειτην κοσμοθεωρία μου. Μόλις πρόσφατα ο εξελικτικός ψυχολόγος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Ρόμπιν Ντάνμπαρ μίλησε, στο Φεστιβάλ Επιστημών του Τσέλτεναμ (Νότια Αγγλία), για τις ζωτικές ιδιότητες του αγνού, πούρου κουτσομπολιού που, μεταξύ άλλων, αυξάνει αισθητά το προσδόκιμο ζωής: «Το πιο σημαντικό για να κρατήσεις μακριά τον θάνατο είναι το μέγεθος του κοινωνικού δικτύου σου» τόνισε. «Αυτό έχει θετικό αντίκτυπο στην υγεία σου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, εκτός ίσως από το να κόψεις το κάπνισμα».

Τοκουτσομπολιό είναι, σύμφωνα με τον Ντάνμπαρ, ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να παραμένει αυτό το κοινωνικό δίκτυο ισχυρό και αρραγές. «Πρόκειται για ένα είδος κοινωνικής εκγύμνασης» εξηγεί. «Κάποιος δηλαδήκρατάει λογαριασμό για τοποιος είναι με ποιον, ποιος συζεί με ποιον κ.ο.κ. Αυτό το κουτσομπολιό είναι ένα είδος ανταλλαγής πληροφοριών». Είναι σε τελική ανάλυση«το θεμέλιο ενός αθέατου κοινωνικού δικτύου, όπου τα ζητήματα της ζωής και του θανάτου επιλύονται συλλογικά». Αρκεί, βέβαια, υπογραμμίζει ο Ντάνμπαρ, να μείνουμε στο άκακο, το παραδοσιακό, το «over the fence» («επάνω από τον φράκτη του κήπου») κουτσομπολιό, με τις γειτόνισσες να ανταλλάσσουν ταυτόχρονα νέα καισυνταγές για στρούντελ. Διότι το άλλο, το κακόβουλο «θάψιμο», όχι απλά δεν χαρίζει χρόνια, αλλά «κλέβει» (είναι σίγουρο πως όταν αποκτήσεις τη φήμη του διασπορέα με τη διχαλωτή γλώσσα, όσο και αν στην αρχή είσαι δημοφιλής, μοιραία περιθωριοποιείσαι).
Το κουτσομπολιό είναι δε πιο εθιστικό και από το τσιγάρο. Προ ολίγων ετώνη συγγραφέας Λούσι Σίλαγκ περιέγραψε στον βρετανικό «Independent» πώς αποτόλμησε να κόψει μαχαίρι για ενάμιση και πλέον μήνα την «κοινωνική κριτική». Οχι μόνο τα κακόβουλα σχόλια που καταστρέφουν καριέρες, οικογένειες και υπολήψεις, αλλά τα πάντα. Το εξαιρετικά επώδυνο, όπως τουλάχιστον το σκιαγράφησε η ίδια, gossip free πείραμα (ήτοι η πλήρης αποχή από οποιαδήποτε διαβίβαση, απόπειρα ερμηνείας και διασπορά πληροφοριών που σχετίζονται με τη ζωή άλλων ανθρώπων) οδήγησε αργά αλλά σταθερά στην αποστράγγισή της από όλους εκείνους τους ζωτικούς κοινωνικούς χυμούς που την κρατούσαν «δικτυωμένη».

«Με πονάει να σε βλέπω σε αυτή την κατάσταση» της είπε μετά τον ένανμήναο τότε φίλος της. «Εχεις γίνει στοχαστική και βαρετή». Το πείραμα της Σίλαγκ έληξε άδοξα. Οπως θα γράψει στον τελικό απολογισμό της: «Ολόκληρη η μέρα μου είναι μια σειρά από θετικές, αρνητικές ή εντελώς αδιάφορες αλληλεπιδράσεις με άλλους ανθρώπους.Αυτό που συμβαίνει δεν είναι απαραίτητα σημαντικό· ο τρόπος, όμως, με τον οποίο συμβαίνει είναι.Το να πεις σε κάποιον «Πήγα να αγοράσω ένα καινούργιο αδιάβροχο» είναι εξόχως πιο αφόρητα πληκτικό από το να πεις «Πήγα να αγοράσω ένα αδιάβροχο με τη φίλη μου την Τζούλια, η οποία μου είπε μια ζουμερή ιστορία για το αφεντικό της και κάμποσους ανυπόφορους συγγραφείς και εκδότες».
Ισως τελικά, το παραδέχομαι, η κοινωνική καθημερινότητά μας να είναι όλες αυτές οι «ζουμερές ιστορίες» που τη συγκολλούν. Ισως τελικά να πρέπει να προσαρμοστώ. Διότι, όπως λέει και η πρωθιέρεια του είδους, η βετεράνος αμερικανίδα δημοσιογράφος Μπάρμπρα Γουόλτερς: «Δείξε μου κάποιον που δεν κουτσομπολεύει ποτέ και εγώ θα σου δείξω κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ