Την άνοιξη του 2008, μια 32χρονη γυναίκα έπεσε για ύπνο. Ηταν μητέρα ενός 11χρονου αγοριού, ήταν πρόσφατα χωρισμένη, σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, δούλευε, προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες που έχουν την ενοχλητική ιδιότητα να μην ισορροπούν χωρίς προσπάθεια. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια, θυμήθηκε ένα φλερτ της από το γυμνάσιο. Εκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε.
Οταν ξύπνησε και είδε ένα 11χρονο αγόρι να τρέχει στην αγκαλιά της, απόρησε: Τι θέλει αυτός ο μικρός; Οταν είδε ένα smartphone, μια τηλεόραση flat screen και τον υπολογιστή της, εντυπωσιάστηκε με την τεχνολογική πρόοδο· θυμήθηκε κάτι ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Οταν άκουσε τη φωνή της, ένιωσε περίεργα, αυτή δεν ήταν μια φωνή ενός 15χρονου κοριτσιού. Και η 32χρονη Ναόμι Τζέικομπς ήταν σίγουρη πως ήταν 17 χρόνια νεότερη· πως ήταν 15 ετών.
«Μου έμοιαζαν όλα περίεργα» είπε την προηγούμενη εβδομάδα στο BBC. «Η φωνή μου, η τεχνολογία, ο γιος μου. Από την άλλη, είχα όλες τις δεξιότητες που είχα μάθει στην ενήλικη ζωή μου». Θυμόταν συγκεκριμένους αριθμούς τηλεφώνου, ήξερε να οδηγεί, είχε αντοχή στο αλκοόλ, θυμόταν το PIN της –ακόμη και αν δεν ήξερε τι είναι το ΑΤΜ.
Το μπέρδεμα ήταν τόσο μεγάλο που η μοναδική λύση έμοιαζε να είναι η φυγή. Και αυτό έκανε. Επεφτε για ύπνο όλο και πιο συχνά, προσπαθώντας να ξυπνήσει στην πραγματικότητα που πίστευε πως είναι η κανονική: στην εποχή που ήταν 15 ετών, το 1991, όταν ήταν μια ανέμελη ερωτευμένη έφηβη χωρίς προβλήματα, χωρίς PIN, χωρίς παιδί, χωρίς χωρισμένο άνδρα και ένα σωρό λάθος επιλογές στην πλάτη της μεσοβέζικης ζωής της.

Ενα από τα προβλήματά της ήταν η ψυχογενής αμνησία. Οι ψυχίατροι έχουν καταλήξει πως αν ο άνθρωπος νιώθει τρομερά πιεσμένος από πρόσφατα ψυχοτραυματικά γεγονότα, το μυαλό του έχει την ικανότητα να αποσυνδέεται για λίγο, παύοντας να θυμάται πρόσφατα γεγονότα χωρίς να έχει κάποιο προφανές πρόβλημα υγείας. Επιλέγει –κάπως βολικά είναι η αλήθεια –να ξεχάσει τα λάθη και να επιστρέψει στα παλιά. Συμβαίνει σε άτομα νεαρής ηλικίας και όσο απότομα εμφανίζεται, τόσο απότομα φεύγει. Είναι μια ψυχογενής φυγή.
Στην περίπτωση της Τζέικομπς, που μίλησε με λεπτομέρειες στο BBC για το άγχος τού να βλέπεις τον σχεδόν συνομήλικο γιο σου να σε αγκαλιάζει όταν νιώθεις ένα 15χρονο κορίτσι, η λύση δόθηκε με τον χρόνο. Εξι εβδομάδες μετά, ξύπνησε και η πραγματικότητα ήταν εκεί με όλη τη λαμπρότητα (;) των 32 χρόνων της. Και επειδή μπορείς να κερδίσεις ακόμη και από τη χειρότερη στιγμή σου, κάθησε και έγραψε για την εμπειρία της στο βιβλίο «The Forgotten Girl», ένα μέτριο πόνημα στα όρια του self-help όπου περιγράφει πως «είδε την ενήλικη ζωή της με άλλο μάτι, μετά τη σύντομη επιστροφή της στα 15».

Η ιστορία είναι πολύ καλή για να περάσει απαρατήρητη. Και πολύ γλαφυρή για να μη δημιουργήσει συνειρμούς για τις δεύτερες ευκαιρίες. Πώς θα ήταν να γυρίζαμε όλοι 17 χρόνια πίσω; Θα κάναμε τα ίδια λάθη; Θα είχαμε περισσότερο κουράγιο; Θα διορθώναμε τις παραλείψεις μας; Θα είχαμε καλύτερη ζωή;
Ή μήπως όχι; Αν κάνουμε την αναπόφευκτη γενίκευση και φύγουμε από το ατομικό πρόβλημα του καθενός και πάμε στο εθνικό μας δράμα, αν γυρίσουμε στα πρωτοσέλιδα του Απριλίου του 1998, θα δούμε μια διασκεδαστική ασφάλεια στην επανάληψη των ειδήσεων. Εγραφε την Κυριακή 19 Απριλίου 1998 το «Βήμα» στο πρωτοσέλιδό του: «Τσεκούρι σε όλες τις δαπάνες. Εγκύκλιος-τελεσίγραφο από υπουργεία». Υπογράμμιζε λίγο αργότερα: «Στις 15 Μαΐου η κυβέρνηση υποβάλλει στις Βρυξέλλες σχέδιο σύγκλισης για το ευρώ: Ανάπτυξη 5%, πληθωρισμός 1,9%, 400.000 θέσεις εργασίας». Προειδοποιούσε λίγο πιο μέσα: «Νέοι έλεγχοι της εφορίας σε όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες». Κατέληγε: «Νέο τοπίο στο εργασιακό», και υποσχόταν «Σεξ χωρίς όρια με τη νέα ανακάλυψη του βιάγκρα».
Υπάρχει κάτι το καθησυχαστικό όταν βλέπεις το παρελθόν να επαναλαμβάνεται. Καταλαβαίνεις πως ό,τι και να έγινε, ακόμη και αν γύρναγες πίσω, θα έκανες τα ίδια λάθη. Πως δεν υπάρχει χρόνος να μετανιώσεις για τίποτα: Και πως αν υπάρχει ένα πράγμα που αξίζει να σκέφτεσαι αυτό είναι το μέλλον. Τα υπόλοιπα είναι για να περνάει η ώρα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ