Βαρύς και μακρύς ο φετινός χειμώνας.
Από τον περασμένο Νοέμβρη σχεδόν χάθηκε ο ήλιος και η θαλπωρή του.
Βασανιστικά τα κρύα και οι βροχές επίμονες, έκαναν τις πολλές χειμωνιάτικες μέρες και νύχτες πιο καταθλιπτικές από ποτέ.
Υγρή η ατμόσφαιρα, η πολιτική ανόητα περιπετειώδης, η ζωή αγωνιώδης από τα πολλά βάρη και οι προσδοκίες, ψευδείς όπως ήταν, δεν έμοιαζαν ικανές τον κόσμο να σηκώσουν και το περιβάλλον να αλλάξουν.
Πάλεψε ο κόσμος με τους πολλούς άλλους χειμώνες που συνέπεσαν , αλλά δεν μπόρεσε να βγει από το μακρύ σκοτάδι.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν σχεδόν όπως ο καιρός. Μουντάδα και σκοτεινιά, κανένας πραγματικό φως, καμία αχτίδα πραγματικής ελπίδας.
Και οι ενθουσιασμοί και οι χοροί των πρώτων ημερών δεν κράτησαν, δεν μπορούσαν να κρατήσουν, γιατί απλούστατα δεν υπήρχαν σκοποί χαρούμενοι, ούτε καν ρυθμικοί.
Παρά μόνο μικρές φιλοδοξίες, που δεν συνοδεύονταν από γνώση βαθιά και επεξεργασίες μακρές.
Της ευκολίας πράγματα, της παρέας γεννήματα, γι’ αυτό και πνίγηκαν γρήγορα στην κενότητά τους και στις φλυαρίες των ιθυνόντων.
Περνούσαν έτσι οι μέρες βαριές και καταθλιπτικές, με το χειμώνα να επιμένει και την άνοιξη να κιοτεύει.

Εφθασε Μεγάλη Βδομάδα και ξανάρθαν τα χιόνια. Ούτε οι φίλοι μας έλεγαν να φανούν. Κι αυτό ήταν το χειρότερο απ’ όλα. Περνούσαν οι μέρες, κι ούτε ένα σημάδι τους. Είπαμε πάει τους χάσαμε κι αυτούς, πέσανε θύματα του κακού μας του καιρού.

Ομως, ω του θαύματος, το πρωί της Παρασκευής ήρθαν να ξανακαθρεφτιστούν στο παράθυρό μας. Μεγάλη η χαρά και η ανακούφιση ακόμη μεγαλύτερη. Τουλάχιστον οι τσαλαπετεινοί ήλθαν και φέτος…