Ενας από τους θερμότερους υπέρμαχους της κλασικής παιδείας, ο άγγλος ποιητής και θεωρητικός Μάθιου Αρνολντ, έγραφε στα τέλη της δεκαετίας του 1860 στο έργο του με τίτλο «Culture and Anarchy»: «ο πολιτισμός επιδιώκει να απαλείψει τις κοινωνικές τάξεις να καταστήσει ό,τι καλύτερο έχει ποτέ σκεφτεί και γνωρίσει ο άνθρωπος διαθέσιμο σε όλους να βοηθήσει τους ανθρώπους να ζήσουν σε μια ατμόσφαιρα γλυκύτητας και φωτός». Η αισιοδοξία της βικτωριανής εποχής, όταν η Αγγλία βίωνε τη μεγαλύτερη οικονομική, βιομηχανική και τεχνολογική άνθησή της υπό το άγρυπνο βλέμμα της βασίλισσας, φαντάζει πλέον, εδώ και δεκαετίες, αφελής. Το τότε κυρίαρχο αίσθημα προόδου, η πεποίθηση που κληρονομήσαμε από τον Διαφωτισμό, ότι η Ιστορία –παρά τα πισωγυρίσματα, τις παρεκκλίσεις, τις πρόσκαιρες αποτυχίες και τα αδιέξοδα –βαδίζει μπροστά, καταποντίστηκε εκκωφαντικά μέσα στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, όταν ο άνθρωπος έκανε την Κόλαση πραγματικότητα επί της Γης. Οι στοχαστές ούτε διανοούνταν να αμφισβητήσουν τη δυνατότητα των ανθρωπιστικών επιστημών να εξανθρωπίζουν. Οπου ανθεί η παιδεία, πίστευαν, η βαρβαρότητα της άγνοιας ηττάται οικτρά.
«Τώρα πια ξέρουμε πως δεν είν’ έτσι» γράφει ο Τζορτζ Στάινερ στην εξαιρετική μελέτη του «Στον πύργο του Κυανοπώγωνα»*. «Ξέρουμε πως η τυπική υπεροχή και η αριθμητική εξάπλωση της εκπαίδευσης δεν αντιστοιχούν σε μεγαλύτερη κοινωνική σταθερότητα και πολιτική ορθολογικότητα. Οι ευαπόδεικτες αρετές του γυμνασίου ή του λυκείου δεν εγγυώνται το πώς και το αν θα ψηφίσει η πόλη στο επόμενο δημοψήφισμα…».
Πού απέτυχε το κοσμικό δόγμα ηθικής και πολιτικής προόδου μέσω της παιδείας; Το ερώτημα περνάει από το μυαλό μας όταν συναντούμε το θεατρικό έργο της Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια. Τέσσερις τελειόφοιτοι μαθητές επισκέπτονται τη δασκάλα τους Ελένα στο διαμέρισμά της με απώτερο σκοπό να της αποσπάσουν ένα κλειδί: το κλειδί του θησαυροφυλακίου όπου φυλάγονται τα γραπτά των τελικών εξετάσεών τους, στις οποίες απ’ ό,τι φαίνεται οι δύο από αυτούς, ο Πάσα και ο Βίτια, δεν τα πήγαν τόσο καλά. Στην αρχή οι επισκέπτες καλοπιάνουν την οικοδέσποινα με δωράκια, λογάκια, χαμόγελα κ.ο.κ. Εκείνη δεν υποψιάζεται τίποτε, μόνο συγκινείται από την πρωτοβουλία τους. Και όταν της ζητάνε να τους βοηθήσει για να μην καταστραφούν –αν αποτύχουν να μπουν σε κάποια σχολή, τότε θα πρέπει να πάνε στον στρατό –εκείνη προτείνει να τους κάνει ιδιαίτερα μαθήματα ώστε να περάσουν τις εξετάσεις του χρόνου.
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, έτσι τουλάχιστον πιστεύουν οι τέσσερις φίλοι, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα όσον αφορά την αυστηρή ιδεαλίστρια δασκάλα που μοιάζει γαντζωμένη σε ακατανόητα για τους νεαρούς ιδανικά. «Αν έστω ένας πει Οχι στο βασίλειο του Κακού, τότε το Κακό θα υποχωρήσει και η καλοσύνη και η δικαιοσύνη θα θριαμβεύσουν» λέει η αγαπητή Ελένα και οι τέσσερίς τους φυσικά μόνο σε γέλια μπορούν να ξεσπάσουν: τα ρομαντικά κλισέ της μοναχικής δασκάλας καθόλου δεν βοηθούν στη συνειδητοποίηση της πλάνης τους. Επιμένουν ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η καλοπέραση, η αναγνώριση, η εξουσία, ο πλουτισμός, η επιτυχία με κάθε κόστος: «Εμείς θέλουμε να κάνουμε business» λέει ο Βολόντια, ο πιο αδίστακτος και κοινωνικά προνομιούχος της ομάδας «η Ρωσία πάντα έπασχε από έλλειψη πρακτικών ανθρώπων. Η Ρωσία θα σωθεί από τη νέα γενιά πραγματικών businessmen». Ακόμη και ο υποτιθέμενος διανοούμενος της ομάδας, ο Πάσα, φανατικός του Ντοστογέφσκι, δεν διστάζει να «πουλήσει» την κοπέλα του Λιάλια ως μέσο εκβιασμού της αμετακίνητης Ελένας.
Μπορεί το έργο της Ραζουμόβσκαγια, γραμμένο στην υπό κατάρρευση Σοβιετική Ενωση του Μπρέζνιεφ, να απαγορεύθηκε λίγο καιρό μετά το πρώτο του ανέβασμα το 1982, σήμερα όμως δεν μοιάζει τόσο προκλητικό όσο ίσως φάνταζε τότε στα μάτια των Αρχών. Και αν στη μορφή του Βολόντια ανιχνεύουμε τους σημερινούς ρώσους μεγαλοεπιχειρηματίες, υποστηρικτές του συστήματος Πούτιν, η ρητορική του κειμένου ακούγεται πλέον ξεθυμασμένη, και οι διάλογοι που αφορούν το χάσμα γενεών υπερβολικά γνώριμοι –έως «καμένοι». «Εσάς βλέπουμε κι από παιδιά μαθαίνουμε να λέμε ψέματα. Είμαστε δικά σας παιδιά, δικά σας, εσείς μας γεννήσατε» κατηγορούν την Ελένα οι μαθητές της που κατηγορούν και τους γονείς τους στο ίδιο στυλ.
Παρά την κουραστική αίσθηση τετριμμένου που αναδίδει το κείμενο, υπάρχουν ωστόσο στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ στην πλοκή του που θα μπορούσαν να το καταστήσουν ενδιαφέρον ως θέαμα. Δυστυχώς, η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη δημιουργεί την εντύπωση ότι η δράση εκτυλίσσεται στο πλαίσιο μιας μαθητικής σύναξης, που μπορεί να βγαίνει εκτός ελέγχου τελικά, αλλά χωρίς πραγματικά να μας πείθει πως κάτι σοβαρό διακυβεύεται σε αυτή την ιστορία. Υπάρχει αμηχανία στις κινήσεις και στα στησίματα, οι ηθοποιοί παραδίδονται τακτικά σε γλυκερότητες, ψεύτικα εφηβικά «νάζια» –κυρίως οι Ηρώ Πεκτέση (Λιάλια) και ο Χρήστος Κοντογεώργης (Βίτια) -, τα οποία στερούν κάθε αίσθηση φυσικότητας από την εξέλιξη. Η Αριέττα Μουτούση δεν αποκαλύπτει ποτέ το βάθος της ηρωίδας της: ναι, είναι λίγο στυφή, αφελώς ρομαντική, αλλά η αίσθηση ενός ιδεαλιστή ανθρώπου που βρίσκεται ξαφνικά εγκλωβισμένος και αντιμέτωπος με τη σύγχρονη αγριότητα δεν αποδίδεται ποτέ ολοκληρωμένα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ