Επιτρέψτε μου να αφηγηθώ τις περιπέτειες του σαββατοκύριακου. Θα καταλάβετε πόσο υποφέρει ένας καταναλωτής εξαιτίας της απροθυμίας ορισμένων τεμπελχανάδων να συμβάλουν στην «ανάπτικσι».

Για το δείπνο του Σαββάτου θέλησα να φτιάξω σαλάτα με φινόκιο και αχλάδι. Φευ, είχε φαγωθεί το φινόκιο. Πήγα λοιπόν κατά τις 10 το βράδυ στο μανάβη, για να το προμηθευτώ.

Ο μανάβης δεν ήταν εκεί. Κάπου γλεντοκοπούσε ενώ εγώ είχα ανάγκη. Αυτός ο ανεπρόκοπος λοιπόν δεν σκέπτεται ότι αν λειτουργεί το μαγαζί και τη νύχτα, θα πουλάει περισσότερα φρούτα και λαχανικά. Από το ωράριο λειτουργίας του εξαρτάται η διατροφή μου: όσο περισσότερες ώρες ανοίγει, τόσο περισσότερο τρώγω.

Αποφάσισα να πάω στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Δεν κατάλαβα. Γιατί να μην πάω; Το κατάστημα είναι υποχρεωμένο να εξυπηρετεί όλο το 24ωρο. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο κι αν ο πελάτης θέλει να φάει φινόκιο, μέσα στη νύχτα πρέπει να έχει την επιλογή. Αυτή είναι η λέξη: επιλογή. Παρά το γεγονός ότι είχα διαβάσει περί απελευθέρωσης ωραρίων στα μαγαζιά, διαπίστωσα με έκπληξη ότι το σούπερ μάρκετ ήταν κλειστό, στερώντας βασικά αγαθά που θα μπορούσα να προμηθευτώ εκείνη την ώρα.

Με τεράστια απογοήτευση επέστρεψα στο σπίτι κι άρχισα να διαβάζω ειδήσεις στο ίντερνετ. Κάτι με συγκλόνισε. Διάβασα ότι η Credit Suisse κατά λάθος έβαλε 1,5 εκατομμύριο δολάρια στο λογαριασμό ενός τυπάκου ονόματι Τζόζεφ Γκάλμπρεϊθ.

Τι ήταν να το διαβάσω αυτό; Ξεσήκωσα όλο το σπίτι για να βρω παλιά βιβλιάρια τραπέζης. Δεν ξέρεις ποτέ. Εβαλα λοιπόν τα βιβλιάρια στο προσκέφαλο κι έπεσα να κοιμηθώ προσμένοντας την γλυκιά Κυριακή κατά την οποία όλα θα ήταν ανοιχτά.

Κι όμως, κι όμως, οι ρεμπεσκέδες τραπεζικοί υπάλληλοι είχαν όλοι ρεπό. Δεν δούλευε κανείς τους. Πήγα σε όλα τα υποκαταστήματα της ευρύτερης γειτονιάς αλλά είχαν παντού ρολά κατεβασμένα. Δεν μπορούσα να κάνω ενημέρωση στα παλιά μου βιβλιάρια. Κι αν είχα πλουτίσει κατά λάθος; Πώς τολμάνε να ξεκουράζονται τα καθάρματα σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή της ζωής μου;

Ετσι όπως περπατούσα αλαφιασμένα, είδα το είδωλό μου σε μια τζαμαρία. Χρειαζόμουν επειγόντως χτένισμα. Κατευθύνθηκα λοιπόν προς το κέντρο, προκειμένου να καλλωπιστώ. Αυτό που μου συνέβη, ξεπερνά κάθε όριο λογικής. Κυριακάτικα τα κομμωτήρια ήταν όλα κλειστά. Ναι, όπως το ακούτε. Κλειστά, στερώντας μου την ευπρέπεια του κουρέματος και του μανικιούρ. Πώς να έρθει ανάπτικσι; Πώς;

Αυτό που καθησύχασε κάπως είναι η σκέψη ότι δεν κουρεύομαι πιο συχνά από μια φορά το δίμηνο, οπότε για λίγες ημέρες αργότερα, δεν είναι τραγικό. Αποφάσισα να πάρω στο τηλέφωνο κάτι φίλους, μήπως πάμε για έναν κυριακάτικο καφέ κάποια στιγμή. Εχω να τους δω κανα χρόνο, αφού δουλεύουν με παράξενα ωράρια, κάθε μέρα, όλη μέρα. Δεν έπιανε η γραμμή και διαπίστωσα με φρίκη ότι το Τμήμα Εξυπηρέτησης Εταιρικών Πελατών δεν λειτουργεί τις Κυριακές. Είμαστε σοβαροί; Τι πάει να πει «κλειστό την Κυριακή»; Τέλος πάντων.

Αποφάσισα λοιπόν να πάω στα μαγαζιά για ψώνια. Είχε ξεκινήσει δεκαήμερο εκπτώσεων. Τα μαγαζιά ανοιχτά την Κυριακή. Ανοιχτά και λιμπιστικά. Πώς να ψωνίσω όμως με άδειο πορτοφόλι; Τα450 ευρώ βασικού μισθού και τα 850 καονικού μηνιάτικου, αρκούν για τα βασικά. Πήρα λοιπόν το δρόμο της επιστροφής βρίζοντας το ρημάδι το φινόκιο που με έβαλε σε τέτοιους μπελάδες.