Διάβαζα πάλι την Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά -τυπώθηκε τέτοιες μέρες, φθινόπωρο του 1933. Τη διάβαζα και σκεφτόμουν πόσο ίδια και απαράλλακτα είναι τα προβλήματα που δέρνουν αυτόν τον κατά τ’ άλλα ευλογημένο τόπο. Σαν κατάρα που ισοζυγίζει το δώρο της γης, του ήλιου και της θάλασσας που μας δόθηκε. Ο κόσμος του Θεοτοκά πνίγεται στις έριδες, τις υπερβολές, την αλαζονεία. Η δράση προπορεύεται της σκέψης. Tα πάντα οδηγούν νομοτελειακά στη σύγκρουση. Σύγκρουση που διαχρονικά εξοντώνει τους πιο τολμηρούς, τους πιο εύπιστους, τους πιο νέους, τους πιο θαυμαστούς κάθε πλευράς.

Η λέξη «Γαλήνη!» σφραγίζει τον επίλογο: Αυτή έλειπε. Αλλά, που να βρεθεί; Ποτέ δεν υπήρξε γαλήνη στον δικό μας κόσμο, ούτε νωρίτερα -με τους Μαυρομιχαλαίους, τον Δηλιγιάννη, τον Διχασμό και την Καταστροφή- μα ούτε αργότερα· η Αργώ δεν διαπέταξε, την πρόλαβαν οι μολυβένιες πέτρες.

Δέκα χρόνια μετά την έκδοση η προφητεία φανερώνεται: ξεσπά ο εμφύλιος φόνος. Το σπασμένο καράβι παραδέρνει ως το τέλος της πλουτωνικής δεκαετίας του ’40. Είναι ο καιρός της Πυραμίδας 67. Καιρός για τις ακριβές, διαλεγμένες λέξεις του Ρένου που σε συντρίβουν σαν αμόνι στο μέτωπο:

“Το Μάνκοβετς, απόψε, καράβι δίχως ξάρτια και τζιμινιέρες, μυστηριακό, δίχως φώτα σηματοδοσίας, σε ταξίδι ανάκουστο αρμενίζει… Κανένας στο πηδάλιο, κανένας στην πυξίδα· πλέει δίχως στίγμα, σε ύδατα που κανένας χάρτης αυτού του κόσμου δε σημειώνει!”.

Και η τελευταία αράδα:

“Όμως, γιατί, αδελφοί μου; Γιατί τόσο πολύ κάτω απ’ τον ήλιο;..”.

Τι είναι αυτό που μας βασανίζει; Oι ξένοι; η μοίρα; το ένδοξο, διττό παρελθόν με τις ρίζες στον Πλάτωνα και τον Αλέξανδρο, αλλά και στην Ορθοδοξία και τον Παλαιολόγο; η ανεκπλήρωτη επανάσταση του ’21; η καχεξία της αστικής τάξης; oι φαμίλιες που πέρασαν απ’ το δωσιλογισμό στον εθνικό κορμό κι απ’ τον αναγεννώμενο φοίνικα στην κλεπτοκρατία της γενιάς του Πολυτεχνείου;

Αυτές δεν είναι παρά οι μικρές αιτίες. Οι μεγάλες αιτίες και οι μεγάλες ευθύνες είναι μόνο δικές μας. Δεν φταίει αυτός που θέλει να βασανίσει, φταίει αυτός που αφήνεται να υποφέρει. Οι ευθύνες της κακοδαιμονίας ανήκουν στην πολιτεία και την κοινωνία.

Πέρα και πάνω από τις διαφωνίες για τον τρόπο παραγωγής και τη διάθεση του πλεονάσματος, πέρα και πάνω από τα το δίπολο αριστερά-δεξιά, αυτό που ιστορικά απουσιάζει από την πολιτική ηγεσία είναι η ανιδιοτέλεια. Οι πολιτικοί έχουν ως πρότυπο τον Αλκιβιάδη, όχι τον Περικλή. Έγραφε ο Θουκυδίδης για τον Αλκιβιάδη και τους ομοίους του, «Δεν τους ενδιέφερε αν το πολίτευμα θα ήταν δημοκρατία ή αριστοκρατία, αρκεί να βρίσκονταν αυτοί στην εξουσία». Έτσι ορκίστηκαν Πρωθυπουργοί Λαοκρατίας με βασιλική εντολή. Αποστάτες σαλτάρισαν από τη Βίνιανη στα Ανάκτορα. Αυτότροφοι “Εθνάρχες” λάκιζαν στα ένδοξα Παρίσια, οψέποτε ο λαός ψήφιζε “λάθος”.

Και η κοινωνία τι έκανε; Ένα δεν γνώρισε ποτέ της: νηφαλιότητα. Στοιχειώδη νηφαλιότητα αν είχε, δεν θα βουτούσε πάση δυνάμει στα καμίνια που της ετοίμαζαν οι μικρές αιτίες. Φάνηκε πάντα ανήμπορη να ξεχωρίσει το θέλω από το είναι.

Υπάρχει τρόπος να μη ξανακλείσουν οι πέτρες πάνω μας, να περάσουμε τα στενά, έστω και με πληγωμένη την πρύμνη; Ναι, εφ’ όσον οι κυβερνήτες είναι ανιδιοτελείς και η κοινωνία νηφάλια. Τα άλλα θα’ ρθουν μόνα τους.

Ο Γιώργος Ν. Πολίτης είναι επίκουρος καθηγητής κοινωνικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου «Να σηκωθούμε όρθιοι – Η επανάσταση της κοινής λογικής» – Τομεάρχης Ανθρώπινων και Πολιτικών Δικαιωμάτων του κόμματος «Το Ποτάμι»