Κάποτε, την εποχή των «Δύο ξένων» (1997-1999), του «Τι ψυχή θα παραδώσεις, μωρή» (2000), των «Στάβλων της Εριέτας Ζαΐμη» (2002-2004) και του «Κόκκινου δωματίου» (2005-2008) θεωρούσα ότι για την οχλαγωγία που επικρατούσε στα σίριαλ των Αλέξανδρου Ρήγα – Δημήτρη Αποστόλου έφταιγαν οι έλληνες ηθοποιοί με το εκτός ορίων ταμπεραμέντο τους, τη συνήθειά τους να ουρλιάζουν για να ξεχωρίσουν, για να επιβληθούν, για να κερδίσουν τις εντυπώσεις.
Ηταν αυτή η οχλαγωγία και η υπερβολική ένταση που χαρακτήριζαν τις περισσότερες ερμηνείες, οι λόγοι για τους οποίους δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω εκτός από τα σίριάλ τους και τα θεατρικά έργα τους. Επειτα, όμως, και από τις τελευταίες τηλεοπτικές δουλειές του συγγραφικού διδύμου –«Το αμάρτημα της μητρός μου» (2011-2012) και εσχάτως τις «Τρίχες» που προβάλλονται από τoν ANT1 –επιβεβαίωσα ότι η φασαρία δεν οφείλεται τελικά (μόνο) στην αδυναμία των ερμηνευτών να αποδώσουν τους ρόλους τους με μέτρο, να ξεπεράσουν το στάδιο της καρικατούρας και να υποδυθούν πραγματικούς ανθρώπους.
Το φωνασκείν είναι κυρίως το ζητούμενο από τους δύο «ενορχηστρωτές» των σίριαλ –θυμίζω ότι ο Ρήγας υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Ομως, αν εκείνοι έχουν βρει στην υστερία τη «γλώσσα έκφρασης» που τους ταιριάζει, εγώ ως θεατής κατά τη διάρκεια του δεύτερου επεισοδίου των «Τριχών» και ενώ τα ουρλιαχτά τις Βασιλικής Ανδρίτσου τρυπούσαν τα τύμπανα των αφτιών μου και πριόνιζαν σαν κοφτερές λάμες τα νεύρα μου, αισθάνθηκα τις αντοχές μου να με εγκαταλείπουν και άλλαξα κανάλι.
Απορώντας για το πώς άνθρωποι με ταλέντο –αναφέρομαι και στους συγγραφείς και σε ηθοποιούς σαν την Ανδρίτσου, την οποία έχω δει σε πολύ συμπαθητικές δουλειές –χάνουν το μέτρο και εγκλωβίζονται σε μια μανιέρα που και δεν τους αφήνει να εξελιχθούν και κουράζει το κοινό.
Αφόρητα κουραστικές μέσα στους μανιερισμούς και στην ένταση που τις διατρέχουν είναι και οι «Τρίχες». Ξεπερασμένο δείγμα κωμωδίας, την εποχή της «Μοντέρνας οικογένειας», του «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα», του «Μάνα εξ ουρανού», του «Ταμάμ». Εκτός εποχής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ