Το σκηνικό: φθαρμένες καρέκλες, ένας φίκος που αργοπεθαίνει, το γύψινο κεφάλι της Υγείας, μια αφίσα για τη χαρά της εθελοντικής αιμοδοσίας. Στα επείγοντα περιστατικά. Γύρω γύρω όλοι, καθένας με τον πόνο του, στη μέση μια κυρία που με ύφος τραγωδού μονολογεί: «Δεν βρίσκαμε ταξί και αργήσαμε… Εχω άντρα ανάπηρο έξω. Πρέπει να συνδεθεί για αιμοκάθαρση. Ειδοποιήστε να μας μεταφέρουν στον έκτο». Η νοσοκόμα με την υφασμάτινη ντάλια στο κεφάλι (σαν να βγήκε από επιθεώρηση αυτή) τηλεφωνεί βαριεστημένα: «Χλαπούτσου από ισόγειο, καροτσάκι για παραλαβή ασθενή, παρακαλώ». «Εμείς;» πετάγεται η φίλη μου. «Με τη σειρά σας». «Με τη σειρά μου, αλλά να με προλάβετε κιόλας». Μια αδιαθεσία της μας είχε ρίξει στην ανάγκη της επιστήμης. Που δεν βιαζόταν να μας εξυπηρετήσει. Ούτε εμάς ούτε τους άλλους θαμώνες: δύο ηλικιωμένες κυρίες (ίδιες οι θείες από το «Αρσενικό και παλιά δαντέλα»), οι νεαροί γονείς και ο τραυματισμένος υιός τους (με ύφος Ντέμιαν από την «Προφητεία» ο μικρός), μια πληθωρική πενηντάρα που βαριανάσαινε ανεμίζοντας μια λουλουδάτη βεντάλια μπροστά στο ιδρωμένο ντεκολτέ της. Την παρατηρώ και στη φαντασία μου ζωντανεύει η Σεραφίνα Ντέλε Ρόζε από το «Τριαντάφυλλο στο στήθος» του Τενεσί Γουίλιαμς: «Ασούντα, τώρα ένιωσα πάλι στο στήθος μου το κάψιμο από το τριαντάφυλλο»…
Ξαναμπαίνει η σύζυγος του νεφροπαθούς: «Δεν ήρθε κανένας». «Ξαναπαίρνω, κυρία μου». «Για τον κύριο Αλούπη, πείτε τους, ξέρουν». «Χλαπούτσου πάλι…». Στο μεταξύ, η μία από τις δύο θείες τού «Αρσενικού» μού περιγράφει το νευροκαβαλίκεμα που την τυραννά: «Αν είναι νευροκαβαλίκεμα δηλαδή, γιατί από χθες το δεξί χέρι είναι μουδιασμένο και φοβάμαι μην οφείλεται στην καρδιά». Η συνοδός της κουβεντιάζει με τη Σεραφίνα Ντέλε Ρόζε για τον ΕΝΦΙΑ και για «το πρόβλημα στην καρδιά που είχε εκείνος ο ηθοποιός που έγινε δήμαρχος Μαραθώνα», «ο Ψινάκης;», «όχι καλέ», «ο Ψινάκης βγήκε στον Μαραθώνα, το ξέρω γιατί έχει εξοχικό η συννυφάδα μου», «όχι, ο άλλος, που έπαιζε με την Ντενίση τον σωματοφύλακα», «ο Φέρτης;», «ο αψηλός», «α, ο Γλέζος!», «γεια σου!». «Γκλέτσος, Γλέζος είναι άλλος», πετάχτηκε η νεαρή μαμά εξακολουθώντας να πιέζει με τη γάζα που της έδωσε η νοσοκόμα («κρατάμε γερά, δεν χαλαρώνουμε») το κούτελο του παιδιού που όποτε δεν έπαιζε Angry Birds στο κινητό ούρλιαζε και κλωτσούσε στον αέρα. «Αυτά παθαίνουν όσοι δεν ακούν τη μαμά» τού ψιθύρισε με την τρυφερότητα τού «Η μαμά παραμονεύει στο σκοτάδι», για να στραφεί με ακόμη μεγαλύτερη γλυκύτητα στον σύζυγό της: «Μισή ώρα σάς άφησα μόνους και ιδού». «Ας μη μας άφηνες!». «Ακούς τι λες;».
Και εμείς ακούγαμε. Παρακολουθούσαμε με ενδιαφέρον τις «Σκηνές από έναν γάμο» που εκτυλίσσονταν μπροστά μας, όταν οι προβολείς στράφηκαν στην κυρία Αλούπη που έκανε άλλη μία εντυπωσιακή επανεμφάνιση για να συνεχίσει τη δική της σκηνή, στην οποία αυτή τη φορά εναλλασσόταν ο τραγικός Αισχύλος με τον κωμικό Αριστοφάνη: «Δεσποινίς, χανόμαστε!». «Τι να κάνω;». «Κόλλυβα!». Η διπλανή μου έφτυσε τον κόρφο της και στράφηκε προς το μέρος μας: «Εσείς τι έχετε;». «Μάλλον κολικό». «Μην είναι… περιτoμίτιδα; Ετσι έχασα τον άντρα μου». «Λες να έχω τέτοιο;». «Ο,τι κι αν έχεις, θα το φτιάξουμε». «Μόνο να μη με κρατήσουν, γιατί αύριο πάω για ανταύγειες». Να τος και ο Ιονέσκο! Είχα, όμως, αποφασίσει να παραμείνω ήρεμος. Δεν απάντησα, συνέχισα να παρατηρώ: τους γονείς που έβγαζαν την πίκρα της κοινής ζωής τους πάνω από το σπασμένο κεφάλι του παιδιού τους. Τη νοσοκόμα που έστελνε μηνύματα από το κινητό της χαμογελώντας πονηρά. Την ταλαντούχα κυρία Αλούπη που, κάνοντας διαφραγματικές αναπνοές, έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας: «Πρέπει να συνδεθεί σας λέωωω!».
Ξαφνικά, σιωπή. Μόνο η φωνή της νοσοκόμας να καλεί εκ νέου: «Χλαπούτσου…». Τότε έγινε η έκρηξη: «Τι Χλαπούτσου, κοπέλα μου; Εδώ και μία ώρα μού λες «Χλαπούτσου», αλλά ο άντρας μου είναι ακόμα έξωωω!». Οσκαρ α´γυναικείου ρόλου! «Δίκιο έχει», πετάχτηκε και η (Οσκαρ β´ρόλου) Σεραφίνα Ντέλε Ρόζε, κραδαίνοντας τη βεντάλια της: «Εγώ από το περίμενε και περίμενε άρχισα να ζαλίζομαι». «Τότε μη στέκεστε, καθήστε». «Καθισμένη είμαι».

«Σημασία έχει να πιστεύεις» με σκούντηξε η θεία τού «Αρσενικού» δείχνοντας το ταβάνι: «Μόνο Αυτός εκεί πάνω θα σε θεραπεύσει». Εγώ, πάλι, με αυτό που ζούσα, αισθανόμουν ότι δεν υπάρχει θεραπεία. Και παρατηρώντας πόσο δυσδιάκριτα είναι πλέον τα όρια ανάμεσα στο λογικό και στο παράλογο, στο υγιές και στο σαλεμένο, πρότεινα στη φίλη μου να επιστρέψουμε σπίτι και να της κάνω έναν λαπά.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ