Την περασμένη εβδομάδα ακόμη μία τράπεζα, η Eurobank, ολοκλήρωσε με επιτυχία την αύξηση κεφαλαίου που επιχείρησε, προσελκύοντας πολλαπλάσια κεφάλαια απ’ όσα ζητούσε. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τις προσδοκίες ότι και η αύξηση της Εθνικής θα έχει την ίδια αντιμετώπιση.
Οι επενδυτές που βάζουν τα λεφτά τους στις τράπεζες δεν ποντάρουν σε μια έκρηξη δανείων ανάλογη με αυτή της προηγούμενης δεκαετίας και στα συνεπακόλουθα κέρδη από τόκους. Αυτό που βλέπουν τώρα είναι οι κρυμμένες αξίες των τραπεζών, δηλαδή οι οικονομίες κλίμακος που μπορούν να προκύψουν από τις πρόσφατες συγχωνεύσεις και οι υπεραξίες που μπορούν να δημιουργηθούν από τα υποτιμημένα δανειακά χαρτοφυλάκια και περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών. Διότι αν έχουμε πιάσει πάτο, τότε οι τιμές θα αναπροσαρμοστούν προς τα πάνω.
Στην παρούσα φάση, προτεραιότητα των ελληνικών αλλά και των ευρωπαϊκών τραπεζών, εν όψει και των stress tests της ΕΚΤ, είναι η μείωση του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και όχι η χορήγηση νέων δανείων. Στόχος είναι η διαμόρφωση του λόγου δάνεια προς καταθέσεις αρκετά κάτω από το 100%. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΤτΕ, τον περασμένο Μάρτιο ο λόγος χορηγήσεις προς καταθέσεις διαμορφώθηκε στο 102% από 103% που ήταν τον Μάρτιο του 2013. Πρόκειται για μια εξαιρετικά αργή διαδικασία, όπως έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα.
Ανεξάρτητα λοιπόν από την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, η ανάκαμψη δεν αναμένεται να έλθει από την αποκατάσταση της τραπεζικής χρηματοδότησης. Αλλωστε αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο. Οπως σημειώνει σε σχετική έκθεση η ΤτΕ αρκετές κρίσεις ξεπεράστηκαν χωρίς δανεισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σουηδία, η ανάκαμψη της οποίας μετά την τραπεζική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έγινε χωρίς τη συμμετοχή των τραπεζών, ενώ πιο πρόσφατο η Βρετανία, όπου ο τραπεζικός δανεισμός αρχίζει να ανακάμπτει έναν χρόνο μετά την επιστροφή σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Στις περιπτώσεις αυτές, όπως και σε άλλες, η οικονομία στα πρώτα στάδια της ανάκαμψης χρηματοδοτήθηκε από άλλες πηγές, όπως τις κεφαλαιαγορές, τα επενδυτικά κεφάλαια, τον συγκεντρωμένο πλούτο κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι αν οι μέτοχοι δεν βάλουν λεφτά στις επιχειρήσεις τους, τότε κάποιοι άλλοι, εκτός τραπεζικού συστήματος, θα βάλουν τα αναγκαία κεφάλαια, αποκτώντας όμως κομμάτι της επιχείρησης, ακόμη και τον έλεγχο. Αλλωστε όπως δείχνουν και οι αυξήσεις των τραπεζών, στην παρούσα συγκυρία οι κεφαλαιαγορές και τα επενδυτικά κεφάλαια βλέπουν ευκαιρίες και διψούν να τοποθετηθούν σε επιχειρήσεις με αναπτυξιακό «στόρι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ