Πριν από δύο χρόνια η διεθνής αγορά ομολόγων ήταν νεκρή. Ουδείς αγόραζε ή ακριβέστερα ουδείς πλησίαζε κρατικούς τίτλους, ιδιαίτερα ευρωπαϊκούς. Και δεν μιλάμε για τους απαξιωμένους ελληνικούς, αλλά και για τους ιταλικούς ή τους ισπανικούς, ακόμη και οι γερμανικοί τίτλοι δεν προσέλκυαν με τη συνήθη άνεση επενδυτές.

Δύο χρόνια μετά οι επενδυτές πεπεισμένοι ότι η κρίση χρέους ελέγχεται αγοράζουν σχεδόν μανιωδώς ιταλικά ομόλογα, παρ’ ότι το ιταλικό χρέος σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο κάθε μήνα.
Αλλά την μεγάλη έκπληξη προσφέρουν τα ελληνικά ομόλογα που πλέον βρίσκουν πολλούς πρόθυμους αγοραστές όπως απέδειξε η πρόσφατη δημοπρασία πενταετών τίτλων, όπου για τίτλους 3 δισ. ευρώ κατατέθηκαν προσφορές 21δισ. ευρώ.
Και το σημαντικότερο είναι ότι οι διεθνείς επενδυτές δεν διστάζουν να τοποθετήσουν κοντά στα 8 δισ. ευρώ στις μέχρι πρότινος αμφισβητούμενες ελληνικές Τράπεζες.
Όλα βεβαίως έχουν την εξήγησή τους. Στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν συνέβησαν πολλά στον κόσμο και στην Ελλάδα ακόμη περισσότερα.
Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης στις ΗΠΑ, της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ευρώπη και της ολοκληρωτικής αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα άμβλυναν τις κακές εντυπώσεις της κρίσης χρέους.
Ταυτόχρονα μαζεύτηκαν πολλά χρήματα διεθνώς σ’ αυτά το δύο χρόνια, οι αγορές πλημμύρισαν στην κυριολεξία από ρευστότητα, αλλά οι άλλοτε αποδοτικές αγορές της Ρωσίας, της Τουρκίας, της Ασίας και της Βραζιλίας γέμισαν ρίσκο, οι ευκαιρίες επενδύσεων περιορίσθηκαν και το χρήμα επέστρεψε στην ασφαλέστερη Ευρώπη.
Αυτή τη στιγμή η χρηματοοικονομική συγκυρία είναι μοναδική για την Ευρώπη της χαμηλής ανάπτυξης και της υψηλής ανεργίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ενθαρρυμένος από νομισματικές συνθήκες και φοβούμενος τις συνέπειες της επιμένουσας ανεργίας προανήγγειλε κινήσεις ενίσχυσης της ρευστότητας, υπαινισσόμενος αγορές ομολόγων, κρατικών και εταιρικών η άλλα μέτρα απευθείας παροχής μακροχρόνιας ρευστότητας στις Τράπεζες με εγγυήσεις χαμηλής διαβάθμισης, ώστε να διευκολυνθούν όλες οι οικονομίες, ακόμη και η ελληνική.
Με άλλα λόγια το περιβάλλον για ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι ευνοϊκότερο από ποτέ τα τελευταία πολλά χρόνια.
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να ενισχύσει στο μέτρο των δυνάμεών της αυτές τις προοπτικές και να ασκήσει τη μεγαλύτερη δυνατή πίεση ώστε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να δράσει το ταχύτερο δυνατόν, ακόμη και πριν τις ευρωεκλογές.

Οι συνθήκες επιτρέπουν στην Ευρώπη να ανοίξει τη νομισματική πολιτική της και να ελευθερώσει κρίσιμους χρηματοδοτικούς πόρους ειδικότερα σε χώρες σαν τη δική μας, που εδώ και χρόνια ζει σε καθεστώς πιστωτικής ασφυξίας.

Ένα τέτοιο άνοιγμα από τον κ.Ντράγκι θα επέτρεπε στην Ελλάδα να ανασάνει και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για οριστική απεμπλοκή από τη μακροχρόνια ύφεση.

Δικαιούται άλλωστε η Ελλάδα μετά όσα πέρασε την ευκαιρία μιας χρηματοδοτικής άνοιξης.