Η Ελλάδα παλεύει να βγει στις αγορές, με όχημα σημαντικά επιτεύγματα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Όμως απαιτείται μια συνολική προσπάθεια, γιατί οι επενδυτές δεν βλέπουν πλέον μόνο το δημοσιονομικό ζήτημα της χώρας. Σταθμίζουν το συνολικό ρίσκο με την απόδοση της επένδυσης που απαιτούν.

Αυτό σημαίνει ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ρίσκο τόσο μεγαλύτερη απόδοση απαιτούν. Όταν το ρίσκο χώρας είναι υψηλό, αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι για όλες τις επενδύσεις απαιτούνται εξ ορισμού μεγαλύτερες αποδόσεις από τους επενδυτές, άρα και το κόστος άντλησης κεφαλαίων είναι πολύ υψηλό ή και απαγορευτικό.

Στην περίπτωση της Ελλάδας το «ρίσκο χώρας» είναι ακόμα υψηλό. Αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τους γνωστούς λόγους, που αφορούν στην πορεία της οικονομίας, του ΑΕΠ ή του ελλείμματος, ζητήματα στα οποία έχει συντελεστεί πρόοδος. Κυρίως σχετίζεται με την ανύπαρκτη ή λιγοστή πρόοδο που έχει συντελεστεί σε θεμελιώδη ζητήματα, τα οποία είτε θέλουμε είτε όχι, δημιουργούν κλίμα και τα οποία οι επενδυτές τα παρακολουθούν και το ρίσκο που δημιουργούν το αποστρέφονται.

Τα θεμελιώδη αυτά ζητήματα δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να τα επιλύσουμε. Δεν έχουμε καταφέρει, παρά τη σκληρή προσπάθεια και τα βήματα που έχουν γίνει, οριστικά να λύσουμε τον γόρδιο δεσμό της γραφειοκρατίας, να ξεπεράσουμε την πολιτική αστάθεια και τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές συμπεριφορές, να απλοποιήσουμε το φορολογικό σύστημα και να άρουμε τις φορολογικές στρεβλώσεις, ούτε να ξεφύγουμε από νοοτροπίες και συμπεριφορές, που πολύ συχνά έχουν στιγματίσει επενδύσεις ως σκανδαλώδεις απλά και μόνο επειδή οι αποδόσεις τους είναι υψηλές, έστω κι αν αυτό είναι απλά συνάρτηση ρίσκου.

Όλα τα παραπάνω συντείνουν στο γεγονός ότι η Ελλάδα συνεχίζει ακόμη και σήμερα, ύστερα από τέσσερα χρόνια σκληρών προσπαθειών να συναντά τη δυσπιστία πολλών ξένων επενδυτών, την ώρα που πολλοί ομνύουν στην επικείμενη έξοδο της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές και την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Με δύο λόγια, για να γίνει η πράξη το όνειρο θα πρέπει το ρίσκο που περιβάλλει την Ελλάδα και έχει να κάνει με όλα τα παραπάνω ζητήματα να απομειωθεί. Όσο οι επενδύσεις ενοχοποιούνται και ποινικοποιούνται, ελάχιστοι επενδυτές θα ρισκάρουν – ίσως με άγνοια κινδύνου- να αγοράσουν ελληνικό χρέος, να επενδύσουν σε ελληνικές μετοχές ή να πραγματοποιήσουν άμεσες επενδύσεις.

Η επικρατούσα αντίληψη για την χώρα μας στους κύκλους των διεθνών επενδυτών είναι ότι κάθε συναλλαγή αργά ή γρήγορα μπορεί να πληγεί από μια λαϊκιστική υστερία, που χαρακτηρίζει με ευκολία σκάνδαλο οποιαδήποτε επένδυση συνεπάγεται υψηλότερες αποδόσεις, ως συνάρτηση ρίσκου και από εκεί καταλήγει στη δικαιοσύνη που συχνά δεν διαθέτει την τεχνική κατάρτιση για να κρίνει σύνθετες επενδύσεις.

Πολλά τα πρόσφατα παραδείγματα για του λόγου το αληθές: Από το πώς αντιμετωπίζονται οι αποκρατικοποιήσεις και πως επαναλαμβάνεται συνεχώς η απειλή της νομικής προσφυγής για αποφάσεις που ενδεχομένως ληφθούν, μέχρι και την πρόταση ενοχής σε βάρος των κατηγορουμένων στη δίκη των δομημένων ομόλογων, για τα οποία τώρα, ύστερα από επτά χρόνια, έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό ότι εν τέλει θα είχαν αποφέρει τεράστιο όφελος στα ασφαλιστικά ταμεία εάν δεν είχαν επιστραφεί υπό το βάρος της σκανδαλολογίας.

Στο ίδιο πλαίσιο, όχι αδικαιολόγητα, έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι για να κάνεις «business» στην Ελλάδα, προϋπόθεση είναι να διαθέτεις «προστασία», που θα σε προφυλάξει από τις κακοτοπιές, θα σε βοηθήσει να ελιχθείς μέσα από απρόβλεπτες καταστάσεις, και να επιβιώσεις σε μία χώρα που την έχουν κυριέψει η δικομανία και ο λαϊκισμός, και στην οποία οι πολλοί έχουν επιδοθεί σε μία σταυροφορία επί δικαίων και αδίκων για να ικανοποιηθεί η κοινή γνώμη. Αλλως, όποιος φιλότιμος επενδυτής δεν αποκλείεται να βρεθεί έρμαιο του λαϊκισμού και των εύκολων κατηγοριών, που μόνο red carpet δε θα του στρώνουν.

* Ο Απόστολος Ψωμάς είναι δικηγόρος, M.Sc Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου και υποψήφιος ευρωβουλευτής με την «Ελιά».