Καλά και κακά, πέσανε μαζεμένα τα νέα για τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ: μετά την εκλογή του ως υποψήφιου για τη θέση του Μπαρόζο και τις θετικές για το κόμμα του δημοσκοπήσεις, ήρθε ξαφνικά το ένα εκατομμύριο “εφάπαξ” του προβεβλημένου στελέχους του Δημήτρη Τσουκαλά, το οποίο, ανεξαρτήτως της νομιμότητάς του, όπως και της ποιότητας του ανδρός, καθίσταται έννοια μη υπερασπίσημη για ένα κόμμα που θέλει να υποστηρίζει ότι μάχεται πολιτικά και κοινωνικά κατά της πολιτικής που ασκείται στη σημερινή Ελλάδα.

Διπλα σε αυτό, έρχεται και κάτι ακόμα που προκύπτει επίσης από τα πόθεν έσχες: κι άλλα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, οι κκ Σταθάκης και Τσακαλώτος, επενδύουν αυτή τη στιγμή θηριώδη για την Ελλάδα ποσά, της τάξεως του μισού εκατομμυρίου ευρώ έκαστος, σε ξένους οίκους, στις λεγόμενες “αγορές” που κατά τα λοιπά οι ίδιοι θα… τιθασεύσουν! Υπάρχει τίποτα παράνομο σε όλα αυτά; Προφανώς όχι. Είναι όμως δόκιμα για κορυφαία στελέχη της αντιπολίτευσης σε αυτή τη χώρα, αυτή την ώρα; Ακόμα προφανέστερα όχι.

Η ουσία είναι ότι, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η τελική στάση που θα τηρήσει ο Τσίπρας σε αυτά τα θέματα θα δώσει ίσως και το στίγμα με το οποίο θα κινηθεί ως πρωθυπουργός, αν και όποτε βρεθεί σε αυτή τη θέση: είναι ένα πρώτο δύσκολο τεστ για τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, αλλά ασύγκριτα ευκολότερο από ό,τι τον περιμένει αν εγκατασταθεί μια μέρα στο Μέγαρο Μαξίμου. Αν λοιπόν εδώ δεν μπορέσει να κάνει εκείνο που πρέπει, το οποίο ενδεχομένως να είναι και σε ένα βαθμό άδικο, αλλά απόλυτα αναγκαίο, τότε, το δείγμα γραφής για τις αληθινά μεγάλες αποφάσεις θα είναι ασθενές.

Το κύριο ζήτημα είναι τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά αφενός για το εσωτερικό της Ελλάδας και αφετέρου για τη μάχη που έχει η χώρα να δώσει. Κι εδώ είναι που ανοίγονται δύο δρόμοι για τον Αλέξη Τσίπρα. Δύο δρόμοι με αντίθετη μεταξύ τους κατεύθυνση.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι όταν ρωτάνε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ “που θα βρείτε τα λεφτά” κι εκείνα απαντούν “από την πάταξη της φοροδιαφυγής”, δεν μπορεί παρά να γνωρίζουν και τα ίδια τα στελέχη ότι αυτά είναι αστειότητες. Τέτοιου είδους απαντήσεις δεν θα γίνουν σε καμία περίπτωση αποδεκτές από τους δανειστές, τουλάχιστον μέχρι να φέρουν απτά αποτελέσματα, κάτι που, στην καλύτερη περίπτωση, θα πάρει πάρα πολύ καιρό. Πρέπει λοιπόν να αντιληφθούν ότι οι δρόμοι είναι σαφείς: ή θα κάνουν εν τέλει αυτό που τους λένε, ή θα συγκρουστούν. Τα υπόλοιπα, οι δήθεν “βελτιώσεις”, είναι αστειότητες.

Ο δρόμος της σύγκρουσης με το Βερολίνο και τις υπάκουες σε αυτό Βρυξέλλες είναι εξαιρετικά δύσβατος και θα πρέπει να το αντιληφθούν. Ισως να επιχειρηθεί η μετατροπή της σύγκρουσης σε μία ευρύτερη υπόθεση που θα αρχίσει να αποκτά συμμάχους σε άλλες χώρες, όσο κι αν αυτό δεν μπορεί να αποτυπωθεί στη σύνθεση ούτε του Ευρωπαικού Συμβουλίου, ούτε της Ευρωπαικής Επιτροπής – όμως για το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο θα ξέρουμε σε λίγους μήνες. Ομως αυτά είναι δευτερεύοντα. Αν αποφασιστεί μια τέτοια πορεία, πρέπει να είναι εξαρχής γνωστό ότι θα πρόκειται για δύσκολο δρόμο στον οποίο λίγα πράγματα μπορεί να περιμένει κανείς από τα αριστερά κόμματα της Ευρώπης – τουλάχστον στην αρχή.

Αλλά άλλος δρόμος δεν υπάρχει αν θέλει η Ελλάδα να ξεφύγει από την ηγεμονία και τις συνέπειές της.
Δεν έχει κανείς λόγο να προδικάζει ότι ο Τσίπρας θα κάνει το πρώτο, ενώ έχει πολλούς λόγους να εύχεται ότι θα αποφασίσει το δεύτερο. Μακάρι να αποδειχθεί ότι αυτό θα συμβεί, ότι, δηλαδή, δεν θα ακολουθηθεί ο δρόμος που επέλεξε ο νυν πρωθυπουργός: δύο χρόνια σκληρού αντιμνημονιακού αγώνα, με κόστος, που κατέληξαν μέσα σε ένα βράδυ στο σχηματισμό μιας απόλυτα υπάκουης προς το Βερολίνο κυβέρνησης που δεν έχει πια διέξοδο από πουθενά σε μία υπό διάλυση χώρα.

Αλλωστε, ο Τσίπρας έχει τώρα κι ένα λόγο παραπάνω να μην πάρει τον ίδιο αυτό δρόμο, αν και όποτε έρθει εκείνη η στιγμή: γνωρίζει ήδη που οδηγεί…