Ισως αυτή είναι η πιο κρυφή φαντασίωση της ποίησης, πως μηδενίζει τον χρόνο, παρότι η ζωή μας ορίζεται και περιορίζεται από το μηδέν. Μηδενικός ο χρόνος όταν η γέννηση ανοίγει την αυλαία της, μηδενικός κι όταν ο θάνατος την κλείνει. Μ’ αυτήν εξάλλου τη μηδενική μεσολάβηση του χρόνου, φάνηκαν σημαδεμένα η αρχή και το τέλος της ζωής του Γιάννη Ρίτσου, όπου η γέννησή του συνέπεσε με το 1909 και ο θάνατός του με το 1990. Απλή αντιμεταχώρηση του μηδενός από την παραλήγουσα στη λήγουσα των δύο αριθμών. Μ’ αυτούς τους όρους επιχειρείται σήμερα, για δεύτερη φορά, η ανάβασή μου στο «Υπερώον» του Γιάννη Ρίτσου με τα εξήντα έξι σκαλοπάτια.
Πρόκειται για «μία από τις πολλές, σχεδόν πενήντα, συλλογές που άφησε πίσω, μετά τον θάνατό του, ολοκληρωμένες, έτοιμες για έκδοση ο ποιητής», όπως προδηλώνει στο συνημμένο «Σημείωμά» της η Ερη Ρίτσου, στην οποία οφείλεται η πρώτη τώρα δημοσίευση της συλλογής αυτής στις εκδόσεις Κέδρος. Τα χρονολογικά σήματα της γραφής της φρόντισε ο ίδιος ο Ρίτσος να τα ομολογήσει στη δική του, συνοδευτική «Σημείωση»: χρόνος παραγωγής το 1985, μοιρασμένος από 1 έως 21 Μαρτίου (πρώτη γραφή) και από 6 έως 30 Απριλίου (δεύτερη γραφή). Τόποι γραφής αντιστοίχως: Αθήνα και Κάλαμος.
Την περασμένη Κυριακή μοίρασα κι εγώ την αμήχανη σύσταση του «Υπερώου» σε λοξή και ευθεία. Ξεκινώντας από τον τίτλο στο επώνυμο ποίημα, σταμάτησα σε εφτά απρόβλεπτες επιγραφές ποιημάτων με αφηρημένα ουσιαστικά, προτού καταλήξω (συντάσσοντας εφτά επίσης παραθέματα) σε ένα νόθο ποίημα, προϊόν κι αυτό λοξής ανάγνωσης. Σήμερα παραθέτω ένα ακέραιο ποίημα της συλλογής, που ο γεωμετρικός του τίτλος («Το μη τετράγωνο») προειδοποιεί για την ειρωνεία του, στο όριο του αυτοσαρκασμού. Αντιγράφω επακριβώς:
«Καθάριο λεξιλόγιο χρωμάτων και σχημάτων − / τετράγωνα σπίτια, παράθυρα, πόρτες. / Και το ασανσέρ επίμηκες, τετράγωνο. Μπαίνεις μέσα, / κοιτιέσαι στον καθρέφτη, ωχρός, απορημένος, / τετράγωνος και ο καθρέφτης. Εσύ όχι. Ωστόσο, / όλοι μας (και καθένας χωριστά) περιμένουμε / να πέσει τουλάχιστον η νύχτα στις λεωφόρους / για να κρυφτούμε όπως όπως με σηκωμένα / τα πέτα του παλτού μας».
Αυτό για όσους αφελώς θεωρούν τον Ρίτσο κράχτη μιας ξοφλημένης ιδεολογίας, εις βάρος της γνήσιας ποίησης, θυσιάζοντας δήθεν το λιτοδίαιτο και πολύτιμο λίγο στο λαίμαργο και αγοραίο πολύ. Αγνοώντας ότι ολιγόστιχα ποιήματα έκαναν την πρώτη δημόσια εμφάνισή τους ήδη το 1963 στις «Μαρτυρίες», που τις υπερασπίστηκε ο ίδιος ο Ρίτσος το 1973 στο αφιέρωμα της προδρομικής εκείνης «Πολυκριτικής», δημοσιευμένης στο πρώτο τεύχος της «Συνέχειας», ομολογώντας με κάποιο χιούμορ:
«Δεν μπορώ να πω ακριβώς πώς και γιατί, εγώ που από κλίση και προτίμηση εργάστηκα κυρίως σε πολύστιχα συνθετικά ποιήματα, ασχολήθηκα με ιδιαίτερη επιμονή κι αγάπη, τόσα χρόνια συνέχεια […] με τις «Μαρτυρίες», αποδίδοντας μάλιστα ξεχωριστή σημασία σ’ αυτές. […] Ισως γιατί από καταγωγή είμαι «Λάκων», κι αυτό δεν είναι απλώς ένα λογοπαίγνιο».
Καιρός λοιπόν να σταματήσει αυτό το βιολί, που το ακυρώνουν, εκτός των άλλων, και τα εξήντα έξι ολιγόστιχα ποιήματα του «Υπερώου». Αλλού κι αλλιώς πρέπει τώρα να πέσει το μάτι μας. Στο γεγονός ότι το κάθε ποίημα αυτής της συλλογής υπογράφεται από την ακριβή ημερομηνία της πρώτης του γραφής. Οπου με λίγη προσοχή προκύπτει η σύνταξή τους ανά δύο ή και ανά τέσσερα ποιήματα μέσα στην ίδια μέρα. Γεγονός που βεβαιώνει αυτό που εξ επαφής υπογραμμίζει η μοναδική κόρη του ποιητή: «Ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του όσο και την αναπνοή του». Δεν πρόκειται για σχήμα λόγου: γράφοντας κάθε μέρα, απ’ το πρωί ως το βράδυ, δύο και τέσσερα ποιήματα, ρύθμιζε εκείνος έτσι την ανάσα του, για να μη σταματήσει, περνώντας μέσα από νοσοκομεία, φυλακές και εξορίες.
Για να το πω αλλιώς: δύο ισότιμες παρορμήσεις, συμπληρώνοντας η μία την άλλη, τον εξωθούσαν σ’ αυτήν την ανεξάντλητη εξάντληση. Η μία γύρευε να μεταλλάξει την υποχρεωτική ταυτότητά του σε προαιρετική «αυτότητα». Το πόσο δύσκολη είναι η αφαίρεση ενός ταυ από τη μία στην άλλη λέξη το ξέρουν μόνον οι πραγματικοί ποιητές, που είναι λίγοι εξ ορισμού. Η άλλη παρόρμηση έχει να κάνει με τη φαντασίωση, για την οποία μίλησα στην αρχή αυτού του κειμένου. Υπονοώντας ότι γράφοντας με το χέρι του και το μυαλό του χωρίς σταματημό ο γνήσιος ποιητής φαντασιώνεται πως μηδενίζει, με διορία ζωής, τον χρόνο. Ετσι ο χρόνος, προορισμένος εξ ορισμού να μηδενίζει, προσώρας έστω μηδενίζεται ο ίδιος, ενώ η ποίηση επιβιώνει. Κι ο ποιητής; «Είδε το πρόσωπό του μαύρο, ξένο κι άγνωστο. Τώρα / μπορούσε ελεύθερος να μπει στην πόλη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ