Η ελληνική γλώσσα είναι, ως γνωστόν, από τις ελάχιστες γλώσσες του κόσμου που διατηρήθηκε ενιαία και αδιάσπαστη χιλιετίες. Πράγματι η Ελληνική είναι η μόνη ευρωπαϊκή γλώσσα που μιλιέται χωρίς διακοπή επί 4.000 χρόνια και γράφεται επί 3.500 χρόνια. Είναι γεγονός επίσης ότι, όπως και όλες οι άλλες γλώσσες της οικουμένης, υπέστη και αυτή σημαντικές αλλαγές και διαφοροποιήσεις κατά τη μακραίωνη εξέλιξή της, καθώς αλλάζει αναπόδραστα καθετί το ζωντανό –διατήρησε ωστόσο αλώβητη την ιστορική της ενότητα και συνέπεια, παρέχοντας έτσι αδιαφιλονίκητες μαρτυρίες για την ιστορική συνέχεια και ενότητα συνάμα του ελληνικού πολιτισμού. Η άποψη εν προκειμένω του έγκριτου ελληνιστή Robert Browning είναι νομίζουμε απόλυτα εύλογη –ότι δηλαδή «δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηριχθεί πως η Ελληνική δεν είναι μια σειρά από ξεχωριστές γλώσσες αλλά μία και ενιαία γλώσσα, και ότι αν κάποιος επιθυμεί να μάθει Ελληνικά, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν θα αρχίσει από τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, την Καινή Διαθήκη, το έπος του Διγενή Ακρίτα ή τον Καζαντζάκη». Παρόμοιες ή παρεμφερείς απόψεις για την ελληνική γλώσσα έχουν διατυπώσει και πολλοί άλλοι διακεκριμένοι ξένοι ελληνιστές, όπως οι G. Thomson, L. Palmer, A. Mirambel, P. Chantraine και F. Adrados.
Και ο ενιαίος χαρακτήρας της Ελληνικής μπορούμε να πούμε ότι εδράζεται σε τρεις κυρίως παράγοντες: στην ετυμολογική συνέπεια και συνέχεια του λεξιλογίου της, στη διαχρονική ομοιομορφία της γραφής της και στην οργανική, τη δομική θα λέγαμε, συνοχή της. Ετσι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι χιλιάδες λέξεις ή ετυμολογικές ρίζες, όπως και οι παραγωγικοσυνθετικοί μηχανισμοί τους –με άλλα λόγια το κύριο σώμα της Ελληνικής -, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ολόιδιες και κοινές σε όλες τις ιστορικές περιόδους και φάσεις της μακραίωνης διαδρομής της. Οταν λόγου χάριν προφέρουμε τις λέξεις θάλασσα, ουρανός, δήμος, δημοκρατία, τραγωδία, κωμωδία, θάνατος, τέλος, μοίρα, τύχη κ.λπ., θα λέγαμε ότι κατά τινα τρόπον «επικοινωνούμε» νοερά με εκείνους τους κατοίκους αυτής της χώρας που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν από εμάς και χρησιμοποίησαν τις ίδιες αυτές λέξεις με την ίδια περίπου σημασία. Εξάλλου στη διάρκεια όλων αυτών των αιώνων οι λέξεις παριστάνονταν με τα ίδια γράμματα από τότε ως σήμερα –ειδικότερα από τον 8ο αι. π.Χ. όπου ανάγονται οι πρώτες επιγραφές σε αλφαβητική γραφή, όπως είναι επί παραδείγματι οι γνωστές επιγραφές του Διπύλου (περίπου 740-730 π.Χ.) και του κυπέλλου του Νέστορα (δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ.). Πρόσφατα μάλιστα συναρπαστικές ανακαλύψεις εγχάρακτων γλωσσικών θραυσμάτων στην Αίγυπτο και στην Κεντρική Ιταλία, τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές του 8ου αι. π.Χ., συνηγορούν υπέρ της θεωρίας ότι η προσαρμογή του φοινικικού αλφαβήτου σε ελληνικό έγινε κατά τον 9ο αι. π.Χ. ή και ακόμη νωρίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά και η οργανική συνοχή της Ελληνικής, που αποτελεί τον τρίτο παράγοντα της διαχρονικής της ενότητας, είναι όντως παραδειγματική· γιατί μπορεί να υπέστη, ως ζωντανός οργανισμός, πολλές και ποικίλες μεταβολές στη δομή της –ιδιαίτερα επί του φωνολογικού πεδίου, στη διάρκεια της ελληνιστικής κυρίως εποχής, κατά την οποία σφυρηλατήθηκε, καθώς γνωρίζουμε, και η φυσιογνωμία της Νεοελληνικής -, αλλά οι αλλαγές αυτές δεν μπόρεσαν να αλλοιώσουν τον εσώτερο οργανισμό της, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ταυτότητάς της.
Ούτε λοιπόν η αρχαία Ελληνική είναι νεκρή γλώσσα, σαν τη Λατινική, όπως ειπώθηκε πρόσφατα, αλλά ζωντανή και θάλλουσα παρουσία μέσα στον κορμό της Νεοελληνικής, αφού ζωντανή και σφριγηλή παραμένει έως σήμερα η μία και ενιαία Ελληνική. Αξίζει πράγματι να αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα με κάποια χονδρικά ποσοστά: Από τις 110 λέξεις που περιέχουν και τα δύο μαζί προοίμια της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» (8ος αι. π.Χ.) το ένα τρίτο και πλέον από αυτές χρησιμοποιούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ατόφιες και ολοζώντανες στη Νεοελληνική, ενώ οι υπόλοιπες γίνονται αμέσως κατανοητές με τη βοήθεια ελάχιστων εξηγητικών σχολίων. Από τις περίπου 500 λέξεις που περιλαμβάνει ο γνωστός λόγος του Λυσία «Υπέρ Αδυνάτου» (5ος αι. π.Χ.) μόνο το ένα τρίτο περίπου από αυτές είναι κάπως δύσληπτες για τους Νεοέλληνες, ενώ οι υπόλοιπες είναι σε ευρύτατη χρήση στη Νεοελληνική. Από τις 4.900 λέξεις της Καινής Διαθήκης (1ος-2ος αι. μ.Χ.) κατά τον Γεώργιο Χατζιδάκι, τον πατέρα της ελληνικής Γλωσσολογίας, οι μισές περίπου, δηλαδή οι 2.280, χρησιμοποιούνται ευρέως και σήμερα, οι 2.220 είναι ευκολονόητες από τους Νεοέλληνες και μόνο περίπου 400 χρειάζονται ερμηνευτικό σχολιασμό, για να γίνουν κατανοητές. Τέλος από τις περίπου 800 λέξεις που περιέχουν οι 24 οίκοι ή στάσεις του «Ακάθιστου Υμνου» (πιθανόν 7ος αι. μ.Χ.) περίπου το ένα τρίτο από αυτές απαιτούν εξηγητικά σχόλια, για να καταστούν εύληπτες, ενώ οι υπόλοιπες είναι σε κοινή χρήση στη Νεοελληνική. Και για ένα μικρό μέτρο σύγκρισης με τα παραπάνω αναφερόμενα ποσοστά αρκεί να επισημάνουμε τούτο μόνο: Κείμενα της αρχαιότερης Αγγλικής είναι σχεδόν ακατάληπτα από τους σύγχρονους Αγγλους χωρίς κατάλληλα ερμηνεύματα. Κανείς όμως έως τώρα δεν χαρακτήρισε τα παλαιότερα Αγγλικά «νεκρή γλώσσα», ούτε πρότεινε να περιοριστεί στο ελάχιστο η διδασκαλία τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας – συγγραφέας.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ