Η Ελλάδα βιώνει από το 2009 τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση από τη δεκαετία του 1950. Ταυτόχρονα, σήμερα, οι παραγωγικοί τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας αισθάνονται τις συνέπειες της μετατόπισης της παραγωγής σε χώρες που διαθέτουν το συγκριτικό πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους παραγωγής και της μεγάλης εσωτερικής αγοράς.
Η αναγκαία αναδιάταξή τους σε τομείς τεχνολογίας, εξειδικευμένων προϊόντων ή υπηρεσιών όπου το κόστος εργασίας δεν είναι σημαντικός παράγοντας, παραμένει ένα βασικό ζητούμενο της άλυτης εξίσωσης του ευρωπαϊκού οικονομικού οικοδομήματος. Οι παγκοσμιοποιημένες εταιρείες μετακινούνται με πολύ μεγάλες ταχύτητες, σε σύγκριση με το παρελθόν, σε όλη τη γη, αναζητώντας το ελάχιστο συνολικό κόστος για να καλύψουν την παγκόσμια αγορά τους. Ο χώρος για τους τοπικούς παραγωγούς μειώνεται όλο και περισσότερο. Αν μια χώρα δεν εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο, οι κάτοικοί της θα πρέπει να συμβιβαστούν με τη φτώχεια ή ακόμη και την εξαθλίωση.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα απώλεσε σημαντικό τμήμα της παραγωγικής της βάσης, καθώς απέφυγε συστηματικά να καινοτομήσει και να πάρει πρωτοβουλίες. Αρκέστηκε να δημιουργήσει μια οικονομία που βασιζόταν αποκλειστικά σχεδόν στις κρατικές ενισχύσεις και σχεδόν πάντα σε συνθήκες δημοσιονομικής πίεσης. Ενας κρατισμός που παρήγαγε χρέος, δημιουργώντας σχεδόν ειδυλλιακές συνθήκες κατανάλωσης, καθώς τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια της δεκαετίας του 2000 έδωσαν την ευκαιρία υψηλών δεικτών «αύξησης» του ΑΕΠ μέσω της αύξησης της εσωτερικής κατανάλωσης εισαγόμενων προϊόντων.
Ο εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας ήταν αναπόφευκτος. Εδώ που έχουμε φθάσει, θα πρέπει επιτέλους να δεχθούμε το πασιφανές, ότι τελικά, χωρίς υγιή επιχειρηματικό τομέα δεν υπάρχει οικονομία. Αν θέλουμε να αναπτύξουμε υγιείς επιχειρήσεις, τότε θα πρέπει να μειώσουμε τα περιττά εμπόδια και τις δυσκολίες που επιφυλάσσονται σε όσους αποφασίζουν να δημιουργήσουν προϊόντα και υπηρεσίες.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η χώρα χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη, ορθολογική αναπτυξιακή στρατηγική.
Η αναντιστοιχία των εσόδων προς τα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου.
H αναντιστοιχία των διεθνοποιημένων (παγκοσμιοποιημένων) καταναλωτικών μας προτύπων σε σχέση με την εσωστρεφή και καχεκτική παραγωγική μας βάση είναι η βασική εξίσωση που θα πρέπει να λύσουμε. Αν, δηλαδή, το εθνικό μας προϊόν δεν αυξηθεί και δεν αλλάξει στη σύστασή του, αλλά ταυτόχρονα δεν γίνουμε σκεπτόμενοι καταναλωτές, η πρώτη εξίσωση, που εκ των πραγμάτων εκβιάζει για τη λύση της, θα λυθεί μέσω της ισοπεδωτικής εξαθλίωσής μας, κάτω από το ίδιο το βάρος της.
Η χώρα μας διαθέτει ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά σε διεθνές επίπεδο. Ο πολιτισμός, ο τουρισμός και η αγροτική παραγωγή είναι σαφώς στην πρώτη γραμμή εδώ και χρόνια, αλλά δεν είναι τα μοναδικά μας όπλα. Η θέση της χώρας είναι ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με το διαμετακομιστικό εμπόριο, την παροχή υπηρεσιών logistics, τη δημιουργία ενεργειακών κόμβων. Το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας είναι, επίσης, ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αφού διαθέτει εργατικό και στελεχιακό δυναμικό με γνώση, ικανότητες και δεξιοτεχνία στα πεδία της παραγωγής καινοτομικών προϊόντων, πληροφορικής και τεχνολογίας.
Πιστεύουμε ότι το κλειδί για την αντιστροφή της σημερινής ζοφερής πραγματικότητας είναι η ενεργοποίηση των υγειών δυνάμεων του τόπου σε κάθε επίπεδο, η συνειδητοποίηση ότι οι αγκυλώσεις και οι νοοτροπίες του παρελθόντος αποτελούσαν και αποτελούν τροχοπέδη στην ουσιαστική ευημερία και ότι η ανάδειξη της δημιουργικότητας, με πνεύμα αυτογνωσίας και συνεργασίας, είναι η κινητήρια δύναμη της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας μας.
Τη γνώμη υπογράφουν οι κκ. Παν. Μακρυγιάννης, Κ. Χανιώτης, Κατερίνα Ιωαννίδου, Δ. Κατσούρης, Αννα Μανούδη, Παρ. Μισερλής, Νικ. Μπήλιος, Ευθ. Νικολόπουλος, Κυρ. Παπαδάκης, Ισμήνη Παπακυρίλλου, Μαρ. Στουρνάρας, Μεν. Τζούρης, όλοι μέλη της Ομάδας Σκέψης Οικονομία και Ανάπτυξη του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του LSE..

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ