Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν δρομολογηθεί από το 2010 και μετά με σκοπό τη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης προωθούν κατά βάση ένα μοντέλο χάραξης και άσκησης πολιτικής στα θέματα δημοσιονομικού και χρηματοοικονομικού χαρακτήρα που ενδυναμώνει την τεχνοκρατική διακυβέρνηση.
Ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει βαθιές ρίζες. Ο JeanMonnet στηρίχθηκε στους τεχνοκράτες του Commissariat au Plan για να προωθήσει μορφές συνεργασίες τύπου ΕΚΑΧ με στόχο τη «σωτηρία» και τον «εκσυγχρονισμό» των οικονομιών των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών.

Η επικράτηση της τεχνοκρατικής διαχείρισης σε σχέση με τη βραδεία και αδύναμη πολιτικοποίηση της ΕΕ έχει ιστορικά πλέον κωδικοποιηθεί μέσα από τη γνωστή σε όλους έννοια του «δημοκρατικού ελλείματος». Τι είναι όμως αυτό σήμερα που ξεπερνά κατά πολύ αυτό το κλασικό διακύβευμα; Ποιοι είναι οι θεσμικοί και νομικοί νεωτερισμοί της νέας οικονομικής διακυβέρνησηςπου εγείρουν έντονα ερωτήματα για την ποιότητα της δημοκρατίας στην σημερινή Ευρώπη;

Η παραγωγή «συνθηκών, μηχανισμών, αρχών, πλατφόρμων» συνοδεύεται από μια υπερτροφία νέων νορμών, ρυθμιστικών κανόνων και πλαισίων, οργανισμών ελέγχου σε θέματα δημοσιονομικού, χρηματοοικονομικού και τραπεζικού συντονισμού (ΣΣΑ ΙΙ, Δημοσιονομική Συνθήκη, Σύμφωνο για το Ευρώ, Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, ΕΜΣ κτλ.).

Στο ενοποιημένο αυτό πλαίσιο συντονισμού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποκτούν νέες εξουσίες εποπτικού, ελεγκτικού και κυρωτικού χαρακτήρα. Οι άλλοτε ουδέτεροι θεσμοί με εκτελεστικές κυρίως εξουσίες αποκτούν de facto πολιτικό ρόλο.

Οι θεσμοί αυτοί δεν υπόκεινται σε κανένα δημοκρατικό έλεγχο και λειτουργούν ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης. Επίσης η στελέχωση των ευρωπαϊκών οργανισμών και άλλων καίριων θέσεων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς γίνεται κατά κύριο λόγο με επαγγελματίες από τον ευρύτερο ιδιωτικό χρηματοοικονομικό χώρο (ΕΜΣ – K.Regling, EKT – M.Draghi,Επιτροπή – M.Monti, ΕΤΑ – A.Farkas κτλ.).

Οι εμπειρογνώμονες στα θέματα της οικονομικής ενοποίησης είναι επίσης πολύ δραστήριοι και λειτουργούν συμβουλευτικά για λογαριασμό των ευρωπαϊκών θεσμών (Εκθεση Larosière, Γερμανικό Συμβούλιο Σοφών, Εκθεση Padoa-Schioppa, Εκθεση Rompuy, Ευρωπαϊκή επιτροπή Blueprint).

Στις προτάσεις τους για τα επόμενα βήματα της οικονομικής ενοποίησης μάλιστα υποστηρίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης μέσω της εγκαθίδρυσης νέων μηχανισμών/οργανισμών (Ταμείο απόσβεσης, Ταμείο συγκυριακής προσαρμογής, Ευρωπαϊκός οργανισμός χρέους, ενισχυμένες οικονομικές συνεργασίες, νέες διακυβερνητικές συνθήκες, γενίκευση των Μνημονίων κτλ.).

Εντός ενός πλαισίου τέτοιας θεσμικής πυκνότητας με τάσεις υπερτροφικές, η έλλειψη διαφάνειας των διαδικασιών είναι ένας σοβαρός κίνδυνος που ελλοχεύει.

Η πολιτική της οικονομικής προσαρμογής εντείνει δραματικά την ανισότητα στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών. Η συντηρητική αυτή ιδεολογία σε θέματα οικονομικής πολιτικής έχει επίσης βαθιές ρίζες στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η γερμανική φιλοσοφία της ενοποίησης – φιλόδοξη πολιτική ανταγωνισμού που στηριζόταν στον συγκεντρωτισμό των εξουσιών στην Ευρωπαϊκή επιτροπή για την καταστολή των περιοριστικών εμπορικών πρακτικών και στο δόγμα του ordoliberalismus – επικράτησε μεταξύ 1962-64, απομομώνοντας τις προτάσεις μεσοπρόθεσμου οικονομικού σχεδιασμού του γάλλου Αντιπροέδρου της Επιτροπής R. Marjolin.

Ηταν οι ίδιοι Γερμανοί που μαζί με τους Ολλανδούς επέμεναν κατά τη σύνταξη της Συνθήκης της Ρώμης ότι δεν πρέπει να φτιαχτεί ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (που να λειτουργεί με τη μορφή των επιδοτήσεων) και ότι στη θέση του ήταν προτιμότερο να γίνει μια Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που θα λειτουργούσε ως τραπεζικό εργαλείο για την χρηματοδότηση έργων βάσει οικονομικο-τεχνικών κριτηρίων και δε θα προκαταλάμβανε τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού.

Η εμμονή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ιδεολογία των εθνικών οικονομικών ανταγωνισμών έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή επιδείνωση των δομικών και συγκυριακών ετερογενειών μεταξύ των κρατών και την όλο και μεγαλύτερη αδυναμία συγκερασμού των πολιτικών προτιμήσεων των κρατών μελών.

Η κρίση και ο φόβος των συνεπειών της έχει επιβάλει την οιονεί αρχή της ‘μη αναστρεψιμότητας της ευρωζώνης’ μεταξύ ανισοβαρών οικονομιών. Αυτό εντείνει ακόμα περισσότερο τις διαχωριστικές γραμμές όχι μόνο μεταξύ των μελών της ευρωζώνης αλλά και μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.

Σε μια διευρυμένη Ευρώπη τέτοια τάσεις ενισχύουν φαινόμενα εκφασισμού ή/και τις κεντρόφυγες τάσεις κρατών μελών. Την ανάπτυξη αυτού του έντονα ‘ανισοβαρούς διακυβερνητισμού’ ενισχύουν και πρακτικές όπως αυτές των μνημονίων, αφού προωθούν την επιλεκτική μεταφορά καθαρά εθνικών αρμοδιοτήτων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (φορολογική, μισθολογική, κοινωνική και διοικητική πολιτική) και μετατρέπουν τα εθνικά κοινοβούλια σε όργανα τυπικής επικυρώσης ήδη ειλημμένων αποφάσεων.

Ας σημειωθεί η πρόθεση γενίκευσης των ατομικών αυτών συμβατικών ρυθμίσεων με αντάλλαγμα οικονομικά κίνητρα, όπως αυτή εκφράστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2012 (βλ. Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 2012).

Οι ασυμμετρίες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, όπως αυτές παρουσιάστηκαν παραπάνω, αποτελούν πρόσχωμα στη δημοκρατική εμβάθυνση της ΕΕ. Η περιθωριοποίηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ΔΕΚ στη λήψη των αποφάσεων στα θέματα της ΟΝΕ επιτρέπει σε αυτούς ρόλο παρατηρητή. Μάλιστα η Δημοσιονομική Συνθήκη εισάγει έναν νεωτερισμό σχετικά με τον ρόλο του ΔΕΚ, αφού το Δικαστήριο αναλαμβάνει εποπτικό και κυρωτικό ρόλο σχετικά με την μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του κανόνα της δημοσιονομικής ισορροπίας!

Δεν είναι όμως μόνο ο τυπικός παραγκωνισμός των θεσμών εκείνων που μπορούν ώς ένα βαθμό να διασφαλίσουν κάποιες αρχές δημοκρατίας και ισονομίας εντός της ευρωπαϊκής έννομης τάξης που αποτελεί πρόβλημα. Απέναντι στο φόβο νέων επιβαρυντικών συνεπειών της κρίσης, η δύναμη και επιρροή του τεχνοκρατικού λόγου και της πολιτικής βάσει στατιστικών (statistical politics) ισοπεδώνει κάθε δυνατότητα δόμησης εκλογικευμένου πολιτικού λόγου και έλλογης άρθρωσης δημοκρατικών διεκδικήσεων.

Πολλές είναι οι προτάσεις στο τραπέζι των συζητήσεων για την λεγόμενη ‘πολιτική ένωση’. Στα συμπεράσματα του Ευρ. Συμβουλίου του Δεκ. 2012 προτείνεται η ‘συνεργασία’ ΕΚ με τα εθνικά κοινοβούλια με τη μορφή συνδιάσκεψης των αντιπροσώπων τους για συζήτηση των θεμάτων ΟΝΕ.

Η Εκθεση Rompuy προτείνει στα κράτη μέλη να ‘ενθαρρύνουν την συμμετοχή’ των εθνικών κοινοβουλίων στο ευρωπαϊκό εξάμηνο. Κάτι αντίστοιχο προτείνει και η Επιτροπή για το ΕΚ στο πλαίσιο του ευρ. εξαμήνου και στην συζήτηση της ετήσιας επισκόπησης της ανάπτυξης.

Αλλες προτάσεις αφορούν την άμεση εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής ή/και του Προέδρου του Ευρ. Συμβουλίου λαμβάνοντας υπόψη και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014, την ακρόαση Επιτρόπων και μελών της ΕΚΤ στα εθνικά κοινοβούλια αλλά και διάφορους συνδυασμούς για ενοποίηση προσωποπαγών θέσεων των προέδρων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ή ακόμα την μερική επιλογή των Επιτρόπων από το ΕΚ.

Οι περισσότερες από τις προτάσεις αυτές είναι ιδιαίτερα ασαφείς, προτείνουν φορμαλιστικού τύπου αλλαγές και αναπαράγουν την εθνική αντίληψη της δημοκρατίας. Επίσης, αντιμετωπίζονται με δυσπιστία και φόβο για το κατά πόσο μπορούν να δημιούργησουν εντάσεις μεταξύ των κρατών μελών.

Ο ίδιος ο Rompuy δήλωσε πρόσφατα αντίθετος με την απευθείας εκλογή των ηγετών της ΕΕ, επισημαίνοντας ότι η απευθείας εκλογή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις εκλογές του 2014 θα αποτελούσε «εκ των προτέρων οργάνωση της απογοήτευσης» και πως η απευθείας εκλογή του δικού του διαδόχου θα ήταν ακόμα «πιο παράλογη»

* Η Δρ. Φιλίππα Χατζησταύρου είναι δικηγόρος, εξωτερική συνεργάτης του Πανεπιστημίου Αθηνών.